Η Διεθνής Αμνηστία κάλεσε τους ηγέτες της G20 που συναντήθηκαν αυτήν την εβδομάδα να λάβουν μέτρα χωρίς προηγούμενο για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων ανισοτήτων που προκαλούνται από τον κορονοϊό και την κλιματική κρίση – δύο από τις μεγαλύτερες απειλές για τα ανθρώπινα δικαιώματα της εποχής μας.

Οι Υπουργοί Οικονομικών της G20 όπου συνεδρίασαν στις 18 και 19 Ιουλίου, πρέπει να δεσμευτούν να διαγράψουν το χρέος των φτωχότερων χωρών του κόσμου, να κλιμακώσουν τις επενδύσεις στην υγεία και την κοινωνική προστασία και να καταργήσουν σταδιακά τα ορυκτά καύσιμα, για να διασφαλίσουν μια δίκαιη και βιώσιμη ανάκαμψη από την πανδημία.

«Ο κορονοϊός έφερε στην επιφάνεια τις έντονες ανισότητες που υπάρχουν στον κόσμο μας. Αν θέλουμε να επιδείξουμε ανθεκτικότητα σε μελλοντικές κρίσεις, πρέπει να προχωρήσουμε σε μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούν θάρρος και ηγετική στάση από τις χώρες της G20,» δήλωσε η Julie Verhaar, Αναπληρώτρια Γενική Γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας.

«Οι λανθασμένες προτεραιότητες των πλουσίων και των ισχυρών μας οδήγησαν σε μια κατάσταση παγκόσμιας έκτακτης ανάγκης. Οι χώρες της G20 πρέπει να αλλάξουν τη στάση που είχαν μέχρι τώρα και να επενδύσουν στους ανθρώπους και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ανοίγοντας τον δρόμο για μια δίκαιη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψη.»

Διαγραφή του χρέους

Η Διεθνής Αμνηστία καλεί την ομάδα των G20 να διαγράψει το χρέος των φτωχότερων χωρών του κόσμου για τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια, απελευθερώνοντας οικονομικούς πόρους, έτσι ώστε οι χώρες να ανταποκριθούν στην πανδημία του κορονοϊού.

Οι 77 φτωχότερες χώρες θα δαπανήσουν σχεδόν 85 δισεκατομμύρια δολάρια για αποπληρωμή των χρεών τους το 2020 και το 2021. Περίπου το 40% αυτών οφείλεται σε πλούσιες χώρες και το υπόλοιπο σε διεθνή ιδρύματα και ιδιωτικούς δανειστές. Σύμφωνα με την εκστρατεία για το χρέος Jubilee, 64 χώρες στον κόσμο ξοδεύουν περισσότερα για την αποπληρωμή του χρέους τους παρά για τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη.

Τον Απρίλιο, η ομάδα των G20 δεσμεύτηκε να αναστείλει έως και 12 δισεκατομμύρια δολάρια πληρωμών χρέους για 77 χώρες το 2020. Ωστόσο, τα κράτη αυτά θα εξακολουθούν να υποχρεούνται να επιστρέψουν αυτά τα χρήματα, με τόκους, τα επόμενα χρόνια.

«Είναι αδιανόητο οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο να ξοδεύει περισσότερα χρήματα για την αποπληρωμή του χρέους από ότι για την υγειονομική περίθαλψη ενόψει μιας πανδημίας. Το τρέχον σχέδιο της ομάδας των G20 όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που πρέπει να γίνουν αυτή τη στιγμή, αλλά επιδεινώνει τα προβλήματα, εμποδίζοντας τις χώρες να ανακάμψουν στο μέλλον,» δήλωσε η Julie Verhaar.

«Η αποπληρωμή του χρέους δεν πρέπει ποτέ να υπερισχύει των προσπαθειών διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ομάδα των G20 πρέπει να διασφαλίσει ότι οι φτωχότερες χώρες του κόσμου δεν θα εγκλωβιστούν σε έναν φαύλο κύκλο χρέους, κακής υγειονομικής περίθαλψης και οικονομικής παράλυσης».

Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα πλουσιότερα κράτη, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της G20, έχουν την υποχρέωση να βοηθήσουν τις χώρες που αγωνίζονται να παρέχουν επαρκή χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Η Διεθνής Αμνηστία ζητά επίσης η διαγραφή του χρέους να συνοδεύεται από ισχυρούς μηχανισμούς διαφάνειας και λογοδοσίας σε όλες τις χώρες, είτε είναι δανειστές είτε δικαιούχοι, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα χρήματα που απελευθερώνονται δεν θα χαθούν από τη διαφθορά ή τις σπατάλες δαπανών. Η διαγραφή του χρέους πρέπει να συνοδεύεται και από άλλες μορφές οικονομικής βοήθειας και όχι απλώς να εκτρέπεται από άλλους υφιστάμενους τομείς παροχής βοήθειας.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ António Guterres δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι απαιτείται μια μεγάλης κλίμακας, συντονισμένη και περιεκτική πολυμερής αντίδραση, που να ανέρχεται τουλάχιστον στο 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ, για να αντιμετωπιστεί ο αντίκτυπος της κρίσης του κορονοϊού.

Ανάκαμψη χωρίς αποκλεισμούς και κλιματική δικαιοσύνη

Στην τελευταία τους συνάντηση τον Απρίλιο, οι Υπουργοί Οικονομικών της G20 δεσμεύτηκαν «να υποστηρίξουν μια περιβαλλοντικά βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψη», σύμφωνη με την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.

Μια τέτοια ανάκαμψη πρέπει να περιλαμβάνει επενδύσεις στην υγεία, μια νέα συμφωνία για την κοινωνική προστασία και επενδύσεις σε τομείς που προσφέρουν πράσινες και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας.

Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες αρκετές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία επέτρεψαν στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων, την αεροπορική βιομηχανία και άλλες εταιρείες που ρυπαίνουν με εκπομπές άνθρακα να επωφεληθούν από μέτρα οικονομικής ενίσχυσης, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις και δάνεια. Αυτά παραχωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό χωρίς να πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές οι βιομηχανίες μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν και ακόμη και να επεκταθούν χωρίς να υποχρεωθούν να μειώσουν τις εκπομπές τους ή να χρησιμοποιήσουν την κυβερνητική στήριξη για να υποστηρίξουν τους εργαζόμενους/ες τους.

Δεδομένου του μεγέθους των οικονομιών τους και της συμβολής τους στην κλιματική κρίση, τα κράτη της G20 πρέπει να υιοθετήσουν πακέτα τόνωσης και μέτρα ανάκαμψης που θα διευκολύνουν τη μετάβαση σε μια οικονομία με μηδενικές εκπομπές άνθρακα, να προωθήσουν μια ανθεκτική κοινωνία και να θέσουν τους ανθρώπους και τα ανθρώπινα δικαιώματά – ειδικά εκείνα που επηρεάζονται περισσότερο από τη μετάβαση αυτή – στο επίκεντρο.

Αυτό συνεπάγεται την αποφυγή οποιασδήποτε άνευ όρων διάσωσης εταιρειών ορυκτών καυσίμων και αεροπορικών μεταφορών και την επένδυση αντ’ αυτού σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που παράγονται με σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα κράτη της G20 πρέπει να διασφαλίσουν ότι όλοι οι εργαζόμενοι/ες και οι κοινότητες που εξαρτώνται από τομείς που επηρεάζονται από τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα υποστηρίζονται για την απόκτηση πράσινων και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας και την εξασφάλιση ενός επαρκούς βιοτικού επιπέδου.

«Αν δεν υπάρξει ταχεία δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η πανδημία του κορονοϊού θα είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου όσον αφορά στις επικείμενες απειλές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα», δήλωσε η Julie Verhaar.

Ιστορικό

Λόγω του κορονοϊού, η συνεδρίαση της ομάδας των G20 στις 18 και 19 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά.

Η συντριπτική πλειονότητα των κρατών, συμπεριλαμβανομένων 17 μελών της G20, είναι συμβαλλόμενα μέρη στις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα που περιλαμβάνουν την υποχρέωση τους να ανταποκρίνονται σε αιτήματα διεθνούς συνεργασίας και βοήθειας, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (CESCR).

Το γενικό σχόλιο 14 της CESCR δηλώνει ότι, δεδομένου ότι ορισμένες ασθένειες μεταδίδονται εύκολα πέρα από τα σύνορα ενός κράτους, η διεθνής κοινότητα έχει τη συλλογική ευθύνη να παρέμβει για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Τα οικονομικά ανεπτυγμένα κράτη έχουν ειδική ευθύνη και ενδιαφέρον να βοηθήσουν τα φτωχότερα κράτη σε αυτό το θέμα.

Οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΗΕ για το εξωτερικό χρέος και τα ανθρώπινα δικαιώματα αναφέρουν ότι η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους δεν πρέπει να παρεμποδίζει τις προσπάθειες των δικαιούχων κυβερνήσεων να εκπληρώσουν τις βασικές τους υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η υγεία, η κοινωνική προστασία και τα προς το ζην, και πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί αντιστοίχως με τους πιστωτές.