Σημαντική αύξηση των καταγγελιών για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκε τις ημέρες της «καραντίνας» και του υποχρεωτικού εγκλεισμού στο σπίτι λόγω της πανδημίας του Covid-19. Η τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων τον τελευταίο μήνα έλαβε συνολικά 1.769 κλήσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας, οι κλήσεις για περιστατικά βίας τον Απρίλιο έφθασαν τις 1.070, ενώ οι αντίστοιχες κλήσεις το Μάρτιο ήταν 325. Εξίσου ανησυχητική είναι η αύξηση των κλήσεων για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας τον Απρίλιο, με 648 κλήσεις. Οι κλήσεις για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σχεδόν τετραπλασιάστηκαν το μήνα της «καραντίνας» σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, το Μάρτιο, που καταγράφηκαν 166 κλήσεις για παρόμοια περιστατικά, όπως αναφέρει σε Δελτίο Τύπου το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Ανάλογη αύξηση σημειώθηκε και σε άλλες χώρες όπως στην Ισπανία, την Ιταλία και την Κίνα, καθώς η περίοδο της καραντίνας ενέτεινε το πρόβλημα και έγινε εξαιρετικά επικίνδυνο για τα πιο ευάλωτα μέλη της οικογένειας. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, τα περιστατικά βίας αυξήθηκαν σε όλο τον κόσμο, σε ποσοστό 60%.
Σε πρόσφατη δήλωσή του ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες για την Έμφυλη (ενδοοικογενειακή) βία στην εποχή του Κορωνοϊού, τονίζει:
«Για πολλές γυναίκες και κορίτσια η απειλή ελλοχεύει εκεί που θα έπρεπε να είναι πιο ασφαλείς. Στα ίδια τους τα σπίτια. Γι’ αυτό κάνω σήμερα νέα έκκληση για ειρήνη στο σπίτι -και στα σπιτικά- όλου του κόσμου. Ξέρουμε ότι οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας και οι καραντίνες είναι απαραίτητες για την καταστολή του COVID-19. Αλλά μπορεί να παγιδεύουν τις γυναίκες στον ίδιο χώρο με τους βίαιους συντρόφους τους. Τις προηγούμενες εβδομάδες, όσο η οικονομική και κοινωνική πίεση κι ο φόβος μεγάλωναν, είδαμε μια τεράστια παγκόσμια άνοδο της ενδοοικογενειακής βίας. Σε μερικές χώρες, ο αριθμός των γυναικών που τηλεφωνεί σε υπηρεσίες υποστήριξης έχει διπλασιαστεί. Την ίδια στιγμή οι φορείς υγειονομικής περίθαλψης και η αστυνομία είναι πνιγμένοι και χωρίς αρκετό προσωπικό. Οι τοπικές ομάδες στήριξης έχουν παραλύσει ή έχουν έλλειψη πόρων. Ορισμένα κέντρα για θύματα ενδοοικογενειακής βίας έχουν κλείσει ή άλλα είναι πλήρη. Καλώ όλες τις κυβερνήσεις να καταστήσουν την πρόληψη και την προστασία των γυναικών από τη βία, ένα σημαντικό μέρος των εθνικών σχεδίων αντιμετώπισης του COVID-19. Αυτό σημαίνει αύξηση των επενδύσεων σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Διασφάλιση ότι τα δικαστικά συστήματα συνεχίζουν να διώκουν τους θύτες. Εγκατάσταση συστημάτων προειδοποίησης έκτακτης ανάγκης σε φαρμακεία και σε σούπερ μάρκετ. Ανακήρυξη των κέντρων προστασίας ως βασικών υπηρεσιών. Δημιουργία ασφαλών τρόπων για να αναζητούν οι γυναίκες προστασία χωρίς να γίνονται αντιληπτές από τους θύτες τους. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των γυναικών είναι προϋπόθεση για δυνατές, ανθεκτικές κοινωνίες.»
Τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας παγιδεύονται σε μία κατάσταση βίας, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν ο φόβος, η ντροπή, οι κοινωνικές νόρμες, η έλλειψη βιώσιμου εισοδήματος – όπως δείχνουν τα στοιχεία του Υπουργείο μόλις το 21% ήταν απασχολούμενες.
Πιλοτικά προγράμματα εφαρμογής Βασικού Εισοδήματος στην Αφρική και στην Ινδία έδειξαν βασικές μειώσεις πάνω στις ανισότητες που διέπουν τους άντρες και τις γυναίκες μέσα στις οικογένειες δίνοντας στις γυναίκες μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής.
Το Καθολικό Βασικό Εισόδημα δεν είναι πανάκεια, αλλά θεωρείται μέρος μιας προοδευτικής στρατηγικής της κοινωνίας, σύμφωνα με τον Γκάι Στάντινγκ, βρετανό οικονομολόγο και συνιδρυτή του Δικτύου για το Βασικό Εισόδημα. Πριν δύο χρόνια περίπου στην συνέντευξη που έδωσε στο πρακτορείο μας διηγείται μία ιστορία που συνέβη σε ένα χωριό της Ινδίας όπου όλες οι γυναίκες που πήραν μέρος στο πρόγραμμα, στην έναρξή του είχαν καλυμμένο όλο το πρόσωπό τους. Μετά από οχτώ μήνες πηγαίνοντας εκεί ξανά, περπατώντας στην περιοχή ο Στάντινγκ πρόσεξε πως οι γυναίκες δεν είχαν καλυμμένο το πρόσωπό τους. Τις ρώτησε και η απάντηση ήταν πως «δεν είμαστε πιά υποχρεωμένες να ακούμε στις καταπιεστικές απαιτήσεις των γηραιότερων. Τώρα έχουμε ένα βασικό εισόδημα και την ελευθερία να επιλέξουμε πώς θα ζήσουμε».
Το παραπάνω παράδειγμα είναι ελπιδοφόρο και μας φέρνει σε μία νέα πραγματικότητα, μία κοινωνία με λιγότερες ανισότητες και λιγότερη βία. Μία κοινωνία που μπορεί να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της ύφεσης μετά την πανδημία. Μία κοινωνία που θα έχει εξασφαλίσει οικονομική ασφάλεια για τους πιο ευάλωτους και την επόμενη γενιά.