Γράφει ο Carlos Eduardo Piña

Καθ’ όλη την ιστορία τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχτισαν την ταυτότητά τους ως μια μεγάλη δύναμη γύρω από τις φιγούρες των εξωτερικών εχθρών τους. Όπως συμβαίνει με κάθε κοινωνικό φαινόμενο, χρειάζεται μια αναφορά, δηλαδή μια αντίθετη εικόνα, για να κατανοήσουμε και να ισχυριστούμε την ταυτότητα κάποιου.

Αυτό γίνεται πιο κατανοητό, δεδομένης της μεγάλης επιρροής των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα. Κυρίως επειδή τα περισσότερα από τα όργανα που ρυθμίζουν το παγκόσμιο σύστημα ακολουθούν κατευθυντήριες γραμμές που βασίζονται σε αξίες που προωθεί η Ουάσινγκτον. Ως εκ τούτου, ο κύριος στόχος των ΗΠΑ ήταν η διατήρηση της τρέχουσας διεθνούς τάξης. Επιπλέον, οποιαδήποτε ιδέα ή πίστη ενάντια σε αυτήν την τάξη μπορεί να γίνει αντιληπτή ως απειλή για την ηγεμονία των ΗΠΑ.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα επιχειρήματα, είναι δυνατόν να επιστρέψουμε στο χρόνο και να θυμηθούμε τους κλασικούς εχθρούς και τους αντιπάλους των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως η Ιταλία του Μουσολίνι, η ναζιστική Γερμανία και η αυτοκρατορική Ιαπωνία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και η ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ξεκινώντας από το 2001, αξίζει να αναφερθεί και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας. Στην εποχή μας, συνηγόρησαν πολλοί λόγοι για τη δημιουργία ενός νέου αντιπάλου: η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Η άνοδος μιας νέας μεγάλης δύναμης

Η ρητορική της “κινεζικής απειλής” συνδέεται άμεσα με την εξαιρετική οικονομική ανάπτυξη της ασιατικής χώρας. Αυτό ήταν δυνατό χάρη στο άνοιγμα της Κίνας στον κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ένα σημείο εκκίνησης από το οποίο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία επέτρεψαν ένα μοντέλο βασισμένο σε εξαγωγές και αυξημένες ξένες άμεσες επενδύσεις, αν και, αντίθετα από τις ΗΠΑ, το κράτος παρέμεινε ισχυρό. Την ίδια στιγμή, η Κίνα καθιέρωσε οικονομικές σχέσεις με πολλές χώρες στον κόσμο μέσω εμπορικών συμφωνιών, επενδύσεων και χρηματοδότησης.

Ως αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων, το ΑΕΠ της Κίνας έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 40 χρόνια, γι ‘αυτό είναι σήμερα η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Πολλοί ειδικοί έχουν προβλέψει ότι, με βάση αυτούς τους αριθμούς, η Κίνα σύντομα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ για να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.

Η επιτυχία του κινεζικού μοντέλου έχει ανακατέψει τα πράγματα στην Ουάσινγκτον. Και μολονότι η ασιατική χώρα επικεντρώνεται κυρίως στην ιεράρχηση των οικονομικών σχέσεων και όχι των πολιτικών στόχων, έχουν σημειωθεί κάποιες ενέργειες που οδήγησαν τις ΗΠΑ να πιστεύουν ότι η Κίνα θέλει να έχει πιο σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Αυτό σημαίνει, από την πλευρά των ΗΠΑ, ότι η Κίνα θα μπορούσε να προσπαθήσει να αλλάξει τους κανόνες με τους οποίους σχεδόν κάθε παγκόσμιο θεσμικό όργανο, από το ΔΝΤ μέχρι την Παγκόσμια Τράπεζα, παίζει από τη μεταπολεμική περίοδο και μετά.

Αντιθέτως, από την πλευρά της Κίνας, η αλλαγή του status quo δεν αποτελεί μέρος των σχεδίων της. Αντ ‘αυτού, ο κύριος στόχος της είναι να βελτιώσει τη θέση της στο σημερινό διεθνές σύστημα, φιλοδοξίες που έχουν μπλοκαριστεί από τις ΗΠΑ, με την εξήγηση ότι το κινεζικό οικονομικό σύστημα οφείλιε να μεταρρυθμιστεί.

Πρώτος γύρος: εμπορικοί πόλεμοι

Ο αμερικανικός σκεπτικισμός όσον αφορά τις προθέσεις της Κίνας στοχεύει κυρίως στο οικονομικό της σύστημα. Τα επιχειρήματα που προέβαλε ο Πρόεδρος Trump και η κυβέρνησή του είναι ότι η Κίνα επωφελήθηκε ευρέως από το φιλελεύθερο σύστημα και τους θεσμούς του, αλλά δεν κατάφερε να υιοθετήσει ένα “αληθινό” μοντέλο ελεύθερης αγοράς ικανό να εγγυηθεί έναν θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Ισχυρότερες κατηγορίες έχουν επίσης ειπωθεί για ζητήματα χειραγώγησης νομισμάτων, κανόνες που διευκολύνουν τη μεταφορά αμερικανικής τεχνολογίας στην Κίνα χωρίς αμοιβαιότητα και άδικους περιορισμούς στις εισροές Άμεσων Εξωτερικών Επενδύσεων (ΑΕΕ).

Βάσει αυτών των κατηγοριών, η διοίκηση Trump κήρυξε εμπορικό πόλεμο, μέσω της τιμολογιακής πολιτικής, για τις κινεζικές εισαγωγές, παρόλο που δεν κατάφερε να επιτύχει συναίνεση όσον αφορά την εφαρμογή τέτοιων μέτρων.

Μετά από μια κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των δύο κέντρων εξουσίας, μια μερική λύση στη διαφορά, με τη μορφή μιας προκαταρκτικής συμφωνίας, διευθετήθηκε τον Ιανουάριο. Ωστόσο, η αρνητική ρητορική του Trump ενάντια στην Κίνα δεν έχει σταματήσει.

Δεύτερος γύρος: η κρίση Covid-19

Δύο μήνες μετά τα προαναφερθέντα γεγονότα, η πανδημία Covid-19 έδωσε άλλη μια ευκαιρία για ανεφοδιασμό της αντι-κινεζικής ρητορικής.

Παραδόξως, αυτή τη φορά ήταν η Κίνα αυτή που κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι προκάλεσαν την κρίση της υγείας που εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη. Σύμφωνα με έναν Κινέζο εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών, “ο Στρατός των ΗΠΑ ήταν που έφερε τον κορωνοϊό στην πόλη Γουχάν”.

Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ όχι μόνο απέρριψαν αυτή την κατηγορία, αλλά και υπογράμμισαν ότι η Κίνα είναι ο κύριος ένοχος για τη διάδοση του ιού. Η διοίκηση Trump αναφέρεται στον ιό ως “κινεζικός”.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εν μέσω μιας παγκόσμιας κρίσης, οι δύο χώρες εξακολουθούν να προσπαθούν να βλάψουν τη φήμη του άλλου και έχουν προσφύγει σε επιχειρήματα που βρίσκονται σε άμεση αντίθεση με την επιστημονική συναίνεση για την προέλευση του ιού, η οποία μάλλον δείχνει μια αυθόρμητη εξέλιξη των γεγονότων.

Τι έπεται;

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλοί αναλυτές και επιστήμονες έχουν προβλέψει το αναπόφευκτο της διαμάχης μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Το κύριο επιχείρημά τους είναι ότι η Κίνα δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την προώθηση της φιλελεύθερης τάξης, αλλά αναπτύσσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την αλλαγή των κανόνων στο μέλλον.

Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι ότι οι Κινέζοι αξιωματούχοι υπαινίχθησαν ότι επιθυμούν να μεταρρυθμίσουν τις κατευθυντήριες γραμμές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που αποτελούν τους βασικούς θεσμούς της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Ωστόσο, το πιο σίγουρο είναι ότι η Κίνα δεν έχει την ικανότητα ή τους πόρους να αντιμετωπίσει τις ΗΠΑ με σκοπό την παγκόσμια κυριαρχία. Γνωρίζοντάς αυτό, η Κίνα έχει επικεντρωθεί στην προώθηση της ως χώρα που θέλει να κάνει επιχειρήσεις χωρίς να παρεμβαίνει σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.

Τέλος, η υπόσχεση ενός πολυπολικού κόσμου φαίνεται να εξαφανίζεται, αν λάβουμε υπόψη τα τελευταία γεγονότα. Διαφαίνεται ο μόνος αγώνας για τις ΗΠΑ να είναι με την Κίνα και αντίστροφα. Τυχόν αυξανόμενες εντάσεις πιθανότατα θα οδηγήσουν σε μια διπολικότητα διαταραχή που όμοιά της δεν έχουμε ξαναδεί από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά.


Μετάφραση από τα αγγλικά: Pressenza Athens.