Κατά τη διάρκεια της κοινωνικής έκρηξης, διάφορες οργανώσεις εγκατέστησαν γλυπτά από ξύλο που αποτίουν φόρο τιμής στους αυτόχθονες λαούς. Τόσο αυτά τα γλυπτά όσο και τα συνθήματα των διαδηλωτών στην Πλατεία Αξιοπρέπειας εξαφανίστηκαν μετά από έναν καθαρισμό που έγινε μετά από εντολή της Κυβέρνησης και εν μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Οργή προκάλεσε το γεγονός ότι η Κυβέρνηση του Σεμπαστιάν Πινιέρα που, αφού κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω του κορωνοϊού και απαγόρευσε τις δημόσιες συγκεντρώσεις, εκμεταλλεύτηκε την παντελή απουσία διαδηλωτών και διέταξε τον πλήρη καθαρισμό της Πλατείας Αξιοπρέπειας.
Κατά τους πέντε σχεδόν μήνες που η περιοχή του μνημείου προς τιμήν του στρατηγού Μπακεδάνο αποτέλεσε το επίκεντρο των διαδηλώσεων με κοινωνικά αιτήματα, δημιουργήθηκαν μια σειρά από διαγραμμίσεις, τοιχογραφίες και πολιτικά συνθήματα, και εγκαταστάθηκαν γλυπτά από ξύλο προς τιμήν των αυτόχθονων λαών. Όλα εξαφανίστηκαν το πρωί της περασμένης Πέμπτης.
Το γεγονός προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια μιας ομάδας ανθρωπολόγων, οι οποίοι άσκησαν κριτική στον Πινιέρα για την πολιτική εκμετάλλευση μιας έκτακτης ανάγκης και ζήτησαν την επιστροφή των γλυπτών, τα οποία είχαν υπό την προστασία τους οι διαδηλωτές.
«Η Πλατεία Αξιοπρέπειας ξύπνησε “καθαρή” και με τους κήπους της ποτισμένους. Τόσο καθαρή, που το μνημείο του Στρατηγού Μπακεδάνο λάμπει φρεσκοβαμμένο με καφέ χρώμα και χωρίς τα κοινωνικά και πολιτικά συνθήματα που εκφράστηκαν εκεί από τις 18 Οκτωβρίου 2019. Αυτό έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ οι αρχές καλούν τους πολίτες να μη βγουν από τα σπίτια τους, εκμεταλλευόμενοι έτσι την κατάσταση της κρίσης στην υγεία για να επιβάλουν έναν μοναδικό τρόπο αντίληψης του νευραλγικού αυτού χώρου του Σαντιάγο», ξεκινάει η ανακοίνωση του Τμήματος Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αλμπέρτο Ουρτάδο.
«Αυτοί που “καθάρισαν” την πλατεία, όμως, όχι μόνο έβαψαν και έσβησαν αλλά και αφαίρεσαν τρία γλυπτά, μεταξύ των οποίων μία Ντομαμαμούλ, που στη γλώσσα μαπουντουνγκούν σημαίνει “ξύλινη γυναίκα”. Αυτές οι τρεις μορφές απεικόνιζαν τους λαούς των μαπούτσε, ντιαγκίτα και σελκνάμ, λαξεύτηκαν από καλλιτέχνες και τεχνίτες της Κολεκτίβας Αυτοχθόνων που τις δώρισαν στην πλατεία τον περασμένο Δεκέμβριο. Εκεί, με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση και στο ιστορικό κέντρο της πόλης, θα γινόταν η ανέγερση ενός υπαίθριου μουσείου. Θα προστίθενταν νέα γλυπτά για να διδάξουν στην πόλη μας την διαφορετικότητα της καταγωγής της. Πίσω υπήρχε ο Στρατηγός Μπακεδάνο, θυμίζοντάς μας ότι η ιστορία γράφεται από πολλές φωνές», πρόσθεσε.
Το κείμενο συνέχιζε λέγοντας ότι «σε αυτή τη χειρονομία ωμής συμβολικής και πολιτικής βίας αναγνωρίζουμε μια προσπάθεια να σβηστούν οι μήνες της κοινωνικής εξέγερσης και τα αιτήματα για μια κοινωνία/πόλη πιο αξιοπρεπή, πιο δίκαιη, ποικιλόμορφη και χωρίς αποκλεισμούς. Είναι ανησυχητικό ότι αυτοί που υλοποίησαν αυτή την πράξη της διαγραφής, δεν κατανοούν ότι η πόλη, όπως και η κοινωνία, δεν μπορεί πλέον να γίνεται αντιληπτή από μία μόνο άποψη, ούτε η ιστορία της να γράφεται από μία μόνο φωνή».
Τελικά, η ανακοίνωση επισημαίνει ότι «κάνουμε έκκληση στις αρχές να επιστρέψουν τα γλυπτά στην Πλατεία Αξιοπρέπειας και, κυρίως, να δημιουργήσουν συλλογικές διεργασίες, όπου θα συζητηθεί και θα αποφασιστεί – μέσα από διάλογο – η πόλη και η κοινωνία που θέλουμε».
Μετάφραση από τα ισπανικά για την ελληνική Pressenza: Αρετή Μαθιουδάκη.