Του Άρη Χατζηστεφάνου για την Εφημερίδα των Συντακτών
Στη δεκαετία που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Ε.Ε. κάλεσε περισσότερες από 60 φορές τα μέλη της να περικόψουν τις δαπάνες Υγείας και να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις του κλάδου. Και ύστερα ήρθε ο κορονοϊός.
Μόλις 300 μέτρα από το στρατηγείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες έχει τα γραφεία του το πανίσχυρο (πλην άγνωστο στους πολλούς) λόμπι των ιδιωτικών νοσοκομείων, UEHP.
Ξοδεύοντας κάθε χρόνο 250.000 ευρώ για την άσκηση πίεσης προς τους θεσμούς, το UEHP κατάφερε να συμμετάσχει σε ορισμένες από τις σημαντικότερες συμβουλευτικές επιτροπές που καθορίζουν την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Υγεία.
Παρά το γεγονός ότι θεωρείται σχετικά μικρό λόμπι (συγκρινόμενο με τις ομάδες πίεσης των φαρμακευτικών εταιρειών και άλλων βιομηχανιών) φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια προσέφερε σημαντικές επιτυχίες στα μέλη του. Για την ακρίβεια είναι σχεδόν αδύνατο να σκεφτεί κανείς έστω και μια απόφαση της Ε.Ε. για τον κλάδο της Υγείας που να μην ευνόησε τα συμφέροντα των πελατών του UEHP.
Σύμφωνα με στοιχεία που είχε παρουσιάσει ο ευρωβουλευτής Μάρτιν Σίρντεβαν, από το 2011 έως το 2018 η Κομισιόν ζήτησε 63 φορές από κράτη-μέλη της να μειώσουν τις δαπάνες για την Υγεία ή και να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις στον συγκεκριμένο κλάδο.
Από την έρευνά του προκύπτει ότι αυτό ήταν το δεύτερο πιεστικότερο αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετά την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης με 105 αιτήματα, ενώ ακολουθούσαν 50 αιτήματα για περικοπές μισθών και 45 για μείωση επιδομάτων σε ανέργους και άτομα με αναπηρία.
Ουσιαστικά, τα περισσότερα από τα αιτήματα λειτουργούσαν με έναν μαγικό τρόπο προς όφελος των ιδιωτικών νοσοκομείων: οι μειώσεις μισθών και επιδομάτων σε συνδυασμό με την εργασιακή ανασφάλεια έχει αποδειχθεί ότι επιβαρύνουν συνολικά την υγεία του πληθυσμού, οι περικοπές στον κλάδο υγείας διαλύουν τα δημόσια νοσοκομεία, ενώ τα προγράμματα αποκρατικοποιήσεων στέλνουν τα χρήματα των φορολογούμενων και τους ασθενείς απευθείας στα ιδιωτικά νοσοκομεία.
Οπως προκύπτει από τα πρακτικά συναντήσεων με λομπίστες της UEHP, οι αξιωματούχοι της Κομισιόν αναφέρονταν πάντα στην ανάγκη αντιμετώπισης του «άδικου ανταγωνισμού» – ένας εύσχημος τρόπος για να πουν ότι τα δημόσια συστήματα υγείας δεν έπρεπε να χρηματοδοτούνται εάν δεν μπορούσε να βάλει το δάχτυλο στο μέλι και ο ιδιωτικός τομέας.
Τα στοιχεία του Μάρτιν Σίρντεβαν κατέρριψαν ένα από τα βασικά επιχειρήματα με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση ένιπτε τας χείρας της όταν την κατηγορούσαν ότι διέλυσε ορισμένα από τα ισχυρότερα συστήματα υγείας του πλανήτη: «Οι Βρυξέλλες προτείνουν περικοπές των κρατικών δαπανών και οι κυβερνήσεις αποφασίζουν σε ποιους τομείς θα τις επιβάλουν» ήταν το επαναλαμβανόμενο μοτίβο που ακουγόταν από αξιωματούχους της Ε.Ε.
Προφανώς δεκάδες συντηρητικές αλλά και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη δεν έχαναν ευκαιρία να πετάνε στην Ε.Ε. το μπαλάκι για τη διάλυση των δημόσιων συστημάτων υγείας, που γινόταν κατ’ εντολήν τοπικών επιχειρηματιών. Η εικόνα όμως της «ουδέτερης» Ε.Ε. που δεν προωθεί περικοπές δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις στον κλάδο της Υγείας κατέρρευσε.
Για την Ιστορία, ίσως η μοναδική εξαίρεση που μπορέσαμε να εντοπίσουμε ήταν η περίπτωση της Λετονίας, όπου ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντέδρασε στην τρομακτική περικοπή των δαπανών Υγείας που ζητούσαν οι μαθητευόμενοι μάγοι του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Σε αυτή τη διαδικασία αποδιάρθρωσης των δημόσιων συστημάτων υγείας, η Ελλάδα ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια, αφού στα πρώτα χρόνια της κρίσης (2009-2013) οι κατά κεφαλήν δαπάνες για την Υγεία μειώνονταν κάθε χρόνο κατά 8,7%. Στην Ισπανία o χρόνος αναμονής για προγραμματισμένα χειρουργεία εκτοξεύτηκε πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αναγκάζοντας ακόμη και τη Διεθνή Αμνηστία να καταγγείλει την Ε.Ε. ότι αθέτησε τις υποχρεώσεις της για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μόνο την περίοδο 2012-2014 η Ιταλία έκοψε 4 δισ. ευρώ από τις δαπάνες Υγείας, ενώ το 2015 12,2 εκατομμύρια πολίτες της δεν είχαν πρόσβαση σε δομές Υγείας.
Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ε.Ε. οι μισθοί γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού πάγωσαν, ενώ στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Κύπρο, την Ιρλανδία και τη Λιθουανία μειώθηκαν αισθητά.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα όμως εντοπίζονταν στις ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο είτε δεν προσλαμβανόταν (Ελλάδα) είτε εγκατέλειπε μαζικά το επάγγελμα (Βρετανία), λόγω των απάνθρωπων ωρών εργασίας που επέβαλαν οι ψαλιδισμένοι προϋπολογισμοί. Τους τελευταίους μήνες, γιατροί και νοσηλευτές κατέβηκαν στους δρόμους σε τουλάχιστον εννέα χώρες της Ε.Ε. καταγγέλλοντας τη δραματική υποβάθμιση της δημόσιας υγείας.
Ενας άλλος μηχανισμός αποσάθρωσης της δημόσιας υγείας που προωθούσε η Ε.Ε. κρυβόταν στις ειδικές ρήτρες που τοποθετούσε σε διεθνείς συμφωνίες όπως η Διατλαντική Συνεργασία Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP). Χάρη σε αυτές, οι ιδιωτικοί πάροχοι υπηρεσιών υγείας μπορούσαν να διεκδικήσουν κολοσσιαίες αποζημιώσεις από τα κράτη που επιχειρούσαν να επανεθνικοποιήσουν τμήματα του συστήματος υγείας.
Τέλος, η Κομισιόν φρόντιζε συνήθως να δίνει τη χαριστική βολή στα δημόσια συστήματα υγείας προωθώντας με κάθε ευκαιρία τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), οι οποίες γιγάντωναν το κόστος μεταφέροντας κρατικά κεφάλαια σε ιδιώτες (στο Δυτικό Γιορκσάιρ της Μ. Βρετανίας, η κατασκευή νοσοκομείου αρχικού προϋπολογισμού 38 εκατ. ευρώ έφτασε να στοιχίσει 350 εκατομμύρια).
Τη στιγμή λοιπόν που ο κορονοϊός δοκιμάζει τις αντοχές των συστημάτων υγείας, κάνοντας ακόμη και τους μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού να αναφωνούν «μα δεν υπάρχει κράτος», ίσως χρειαστεί να διαμορφώσουμε διαφορετικά τα κτίρια της Ε.Ε. Αν τα γεμίζαμε ράντζα και πετούσαμε έξω τους γραφειοκράτες τους, ίσως να αποκτούσαν κάποια αξία χρήσης.