Άρθρο γνώμης από τον Philippe Leclerc, Αντιπρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα
Από τον περασμένο Μάιο βλέπουμε περισσότερα παιδιά, γυναίκες και άντρες να φτάνουν στις ελληνικές ακτές των νησιών του Αιγαίου. Διασώζονται από το Ελληνικό Λιμενικό και στη συνέχεια μεταφέρονται στα κέντρα υποδοχής, τα οποία είναι τρομερά υπερπλήρη εδώ και πολλούς μήνες. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία προέρχονται από χώρες ρημαγμένες από τον πόλεμο. Οι περισσότερες είναι οικογένειες από το Αφγανιστάν και τη Συρία, ενώ άλλοι προέρχονται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Παλαιστίνη, το Ιράκ και τη Σομαλία.
Είναι όλοι τους άνθρωποι και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ανθρωπιά και αξιοπρέπεια. Αποτελεί υποχρέωση του κάθε κράτους να διαχειρίζεται τα σύνορά του με τρόπο που να διασφαλίζει ότι όσοι άνθρωποι ζητούν προστασία έχουν ενημέρωση και πρόσβαση σε δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες ασύλου. Η Ελλάδα έχει συμβάλει στην ανάπτυξη του θεσμού του ασύλου, από τις απαρχές του, ένας θεσμός που στην παρούσα του μορφή επιβεβαιώθηκε και κατοχυρώθηκε με την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του 1948 και τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951, στην οποία η Ελλάδα είναι μέλος και η οποία έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αρχή της μη-επαναπροώθησης, η οποία προβλέπεται από τη Σύμβαση του 1951, αποτελεί πλέον εθιμικό κανόνα του διεθνούς δικαίου. Είναι ευθύνη της Ελληνικής Δημοκρατίας να σώζει και να προστατεύει όσους ζητούν την προστασία της. Αποτελεί επίσης ευθύνη όλων των ευρωπαϊκών κρατών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να βοηθήσουν το κράτος μέλος που έχει δεχθεί, το 2019, μακράν τις περισσότερες αφίξεις στην περιοχή της Μεσογείου.
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες θα συνεχίζει να παρέχει τη βοήθειά της στην ελληνική κυβέρνηση για τη στήριξη όσων ανθρώπων φτάνουν στα νησιά και τη μεταφορά όσων αιτούντων άσυλο έχουν πάρει σχετική έγκριση από τις αρχές να συνεχίσουν τη διαδικασία τους στην ενδοχώρα. Θα συνεχίσουμε να συνδράμουμε την ελληνική κυβέρνηση για τη δημιουργία αξιοπρεπών συνθηκών στέγασης και υποδοχής με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρέχουμε ήδη 25.000 θέσεις στέγασης σε διαμερίσματα για κάποιους από τους πλέον ευάλωτους αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες. Επίσης, θα διασφαλίσουμε την εκπλήρωση της βασικής εντολής μας σε θέματα προστασίας, παρέχοντας γνωμοδότηση για την αναμόρφωση του υπάρχοντος συστήματος για τη διαδικασία ασύλου, όπως προβλέπει ο θεσμικός μας ρόλος στη Σύμβαση του 1951 και μέσω της διαδικασίας διαβούλευσης που έχει ανακοινωθεί από την ελληνική κυβέρνηση.
Η Ύπατη Αρμοστεία θα συνεχίσει να ασκεί πιέσεις για τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και ιδιαίτερα για να διασφαλιστεί η προστασία στην Ελλάδα του μεγάλου αριθμού ασυνόδευτων παιδιών που διαμένουν σε επισφαλείς συνθήκες. Όπως επίσης, για τη διάθεση – ως κίνηση αλληλεγγύης προς την Ελλάδα – θέσεων για μετεγκατάσταση σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη με ορθό αλλά και προσεκτικό τρόπο.
Προκειμένου ο θεσμός του ασύλου να εκπληρώσει το σκοπό του σε εθνική, περιφερειακή και παγκόσμια βάση, απαιτείται να υπάρχουν σε ισχύ δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες. Ώστε οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας να έχουν πρόσβαση σε αυτήν την προστασία, ενώ όσοι δεν τη δικαιούνται να λαμβάνουν αρνητική απάντηση, να γίνεται σεβαστό το δικαίωμά τους να προσφύγουν κατά αυτής, και εφόσον επιβεβαιωθεί η αρνητική απάντηση, να επιστρέφονται στις χώρες καταγωγής τους με αξιοπρέπεια και αφού έχει διερευνηθεί η εθελούσια επιστροφή.
Μέσα στα 30 χρόνια που εργάζομαι για την Ύπατη Αρμοστεία, είχα το προνόμιο να δουλέψω και να επιχειρήσω να προσφέρω προστασία σε πρόσφυγες, ανιθαγενείς και εκτοπισμένους ανθρώπους μέσα στη χώρα τους, όπως επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, να βοηθήσω την επιστροφή και την επανένταξή τους στις χώρες καταγωγής τους ή την ένταξή τους στις χώρες που έχουν πάρει άσυλο. Με τη δουλειά μου είχα την ευκαιρία να βρεθώ στην πρώην Γιουγκοσλαβία, σε χώρες της Αφρικής, στο Αφγανιστάν, στη Συρία, σε άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. και στην Ελβετία.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια βρίσκομαι στην Ελλάδα, σε μια εποχή που η χώρα δοκιμάστηκε από μια σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση. Παρόλα αυτά, σε όλα αυτά τα χρόνια που είμαι εδώ, έχω δει και έχω εντυπωσιαστεί από την αφοσίωση και την αλληλεγγύη τόσων πολλών Ελλήνων πολιτών, τοπικών κοινωνιών – τόσο στα νησιά όσο και στην ενδοχώρα – δημάρχων και δημοσίων υπαλλήλων, μη κυβερνητικών οργανώσεων, κληρικών και ανθρώπων από όλους τους χώρους της κοινωνίας των πολιτών. Με ταπεινή διάθεση και σεβασμό, αλλά και με ισχυρή πεποίθηση, απευθύνω έκκληση προς όλους να απέχουν από δηλώσεις που θα μπορούσαν άμεσα ή έμμεσα να αλλάξουν αυτήν τη γενική στάση. Ειδάλλως, το μίσος και η βία μπορούν εύκολα να αναδυθούν και πάλι.