Το νομικό σημείωμα της Υποστήριξης Προσφύγων του Αιγαίου (RSA) και της PRO ASYL επισημαίνει τη συστηματική απόρριψη των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης που στέλνει η Ελλάδα στη Γερμανία και τις καταστροφικές συνέπειες τους στα δικαιώματα των προσφύγων.
Από τα τέλη του 2017, σημειώθηκε δραματική αύξηση του αριθμού των απορρίψεων αιτήσεων «ανάληψης ευθύνης» για οικογενειακές επανένωσης που απεστάλησαν από την Ελλάδα βάσει του Κανονισμού Δουβλίνο στη Γερμανία. Ειδικότερα, οι αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα με οικογενειακούς δεσμούς στη Γερμανία αντιμετωπίζουν ακόμη πιο αυστηρή και εσφαλμένη εφαρμογή του Κανονισμού Δουβλίνου από τις γερμανικές αρχές. Την πολιτική αυτή ακολούθησαν σημαντικές καθυστερήσεις στην καταχώρηση των αιτήσεων επανένωσης οικογενειών στην Ελλάδα κατά το 2016 και την πρακτική «καθυστερήσεων στην μεταφορά» που εφαρμόστηκε κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017.
Οι γερμανικές αρχές συνήθως απορρίπτουν ως απαράδεκτες τις αιτήσεις «ανάληψης ευθύνης» που στέλνονται από την Ελλάδα με το επιχείρημα της παρέλευσης της ταχθείσας προθεσμίας. Η πολιτική αυτή ενισχύθηκε από την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με βάση την οποία οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι η έναρξη της προθεσμίας των τριών μηνών για την αποστολή της αίτησης «ανάληψης ευθύνης» είναι ο χρόνος έκφρασης βούλησης ασύλου – ένα πολύ αρχικό στάδιο κατά την άφιξη των αιτούντων άσυλο και την πρώτη υποδοχής τους- και όχι ο χρόνος καταχώρισης της αίτησης ασύλου. Οι στατιστικές που παρέχονται από τις γερμανικές αρχές είναι ενδεικτικές αυτής της ανησυχητικής τάσης. Για παράδειγμα, κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως την 7η Μαΐου 2018, η Ελλάδα είχε στείλει 870 «αιτήματα ανάληψης ευθύνης» στη Γερμανία, ενώ η Γερμανία είχε απορρίψει 582. Επίσης, από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως τις 22 Μαΐου 2019 είχε στείλει 626 «αιτήματα ανάληψης ευθύνης» και απορρίφθηκαν 472.
Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι τα γερμανικά διοικητικά δικαστήρια σε αρκετές περιπτώσεις ασφαλιστικών μέτρων που αφορούν σε περιπτώσεις οικογενειών που χωρίστηκαν ήδη πριν φτάσουν στην Ελλάδα, και πρόσφατα σε οικογένειες που είχαν αρχικά φθάσει στην Ελλάδα μαζί και χωρίστηκαν αργότερα, έκριναν ότι η δικαιοδοσία για τη διασφάλιση της οικογενειακής ενότητας και το συμφέρον του παιδιού προηγούνται των προθεσμιών του Κανονισμού Δουβλίνου.
Το νομικό σημείωμα το οποίο δημοσιεύεται σήμερα από την Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) και την PRO ASYL αναδεικνύει τα επιχειρήματα για την άρνηση της οικογενειακής επανένωσης. Το σημείωμα με τίτλο «Οικογένειες προσφύγων που χωρίζονται: οι συστηματικές απορρίψεις αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης από την Ελλάδα προς την Γερμανία και οι καταστροφικές συνέπειες τους στο δικαίωμα της οικογενειακής ζωής και του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού», εξετάζει τις σημαντικές αλλαγές που έγιναν τα τελευταία τρία χρόνια και τις πρόσφατες πρακτικές των γερμανικών αρχών σχετικά με την εφαρμογή της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης βάση του Κανονισμού Δουβλίνου για αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα, που ζουν χωρισμένοι από τους συγγενείς τους στη Γερμανία. Το νομικό σημείωμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πρακτικές αυτές βασίζονται σε μια εξαιρετικά αυστηρή και εσφαλμένη εφαρμογή του Κανονισμού του Δουβλίνου και οδηγούν στην συρρίκνωση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση και την οικογενειακή ζωή, των δικαιωμάτων των παιδιών και άλλων ατομικών δικαιωμάτων.
Η έρευνα βασίστηκε σε πληροφορίες και συμπεράσματα που αντλήθηκαν από περιπτώσεις οικογενειακής επανένωσης όπου οι δύο οργανώσεις παρείχαν νομική στήριξη, στατιστικά στοιχεία, ανάλυση αποφάσεων των γερμανικών δικαστηρίων και πληροφορίες που δημοσιοποίησαν οι ελληνικές και γερμανικές αρχές. Το νομικό σημείωμα αποτελείται από αναλύσεις, νομολογίες, επεξηγηματικές υποθέσεις, καθώς και λεπτομερές χρονοδιάγραμμα των εξελίξεων που συνδέονται με τις διαδικασίες οικογενειακής επανένωσης για τους πρόσφυγες που επιθυμούν να επανενωθούν με τις οικογένειές τους στη Γερμανία μετά το κλείσιμο του Βαλκανικού διαδρόμου.
Η RSA και η PRO ASYL επισημαίνουν την σοβαρή ανησυχία τους για τις συστηματικές απορρίψεις των γερμανικών αρχών ασύλου επηρεάζοντας πρωτίστως την οικογενειακή ενότητα ατόμων που έχουν ήδη υποστεί διωγμούς εμφύλιες συγκρούσεις και πόλεμο αλλά και το βέλτιστο συμφέρον και την ευημερία των παιδιών προσφύγων που συχνά έχουν διαχωριστεί από τις οικογένειές τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, η πρακτική αυτή σηματοδοτεί μια ανησυχητική πολιτική απόφαση να μην ληφθούν υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα, οι αρχές και η κοινοτική νομοθεσία με στόχο την αποτροπή των αφίξεων και τον εγκλωβισμό των προσφύγων στα νοτιοανατολικά σύνορα της ηπείρου, μακριά από τον ευρωπαϊκό Βορρά και σε ακατάλληλες συνθήκες.
Οι δύο οργανώσεις προτρέπουν τις γερμανικές αρχές να αναθεωρήσουν την τρέχουσα εφαρμογή του Κανονισμού του Δουβλίνου και να το ερμηνεύσουν ως σύνολο κριτηρίων και θεμελιωδών αρχών (όπως η οικογενειακή ενότητα και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού) και όχι μόνο ως τυπικούς κανόνες και προθεσμίες. Η επιλεκτική συμμόρφωση με τμήματα του Κανονισμού, παραβλέποντας τις κύριες αρχές και τις αξίες που καθορίζει, συνιστά παραβίαση του ίδιου του Κανονισμού και αντιβαίνει στις αρχές της χρηστής διοίκησης και του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.
Οι γερμανικές αρχές οφείλουν να συμμορφωθούν με τις θεμελιώδεις αρχές όπως επικυρώθηκαν από τα γερμανικά δικαστήρια στις αποφάσεις που διατάσσουν την άσκηση του δικαιώματος της διακριτικής ευχέρειας και τον σεβασμό των αρχών της οικογενειακής ενότητας και του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν πληρούνται οι επίσημες προθεσμίες αλλά και να μην εφαρμόζουν τις αποφάσεις επιστροφών των αιτούντων άσυλο και των αναγνωρισμένων προσφύγων στην Ελλάδα, οι οποίες έχουν εκδοθεί από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης της Γερμανίας.
Η Γερμανία καθώς και άλλα ευρωπαϊκά κράτη δεν μπορούν να παραβλέπουν το γεγονός ότι παρά την όποια πρόοδο, το σύστημα υποδοχής της Ελλάδας παραμένει ανεπαρκές και αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις και κενά στην προστασία των ατόμων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, είναι αυτονόητο ότι οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο εξακολουθούν να αναγκάζονται να φύγουν από την Ελλάδα για να βρουν ασφάλεια και αξιοπρέπεια.
Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο σύστημα του Δουβλίνου και τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της ΕΕ, έχουν την ευθύνη να τηρούν και να παρακολουθούν την εφαρμογή των βασικών αρχών και αξιών του Κανονισμού Δουβλίνου και των προτύπων του Κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (CEAS), καθώς και να εφαρμόζουν ένα πραγματικό σύστημα «κοινής ευθύνης». Δυστυχώς, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ είναι εκ προθέσεως παθητικά απέναντι στις παραβιάσεις των προτύπων ασύλου και παραμένουν υπόλογα παράλληλα με τα κράτη μέλη που παραβιάζουν τον Κανονισμό.