του Javier Tolcachier* –  Φωτογραφίες: Edú León

Πνίγονται στη Μεσόγειο, απελαύνονται στα Βαλκάνια, διώκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης στην Άπω και Μέση Ανατολή, κρατούνται στην Ευρώπη, υφίστανται διακρίσεις στη Νότια Αμερική, βία στην Κεντρική Αμερική και την Αφρική. Τους έχουν ληστέψει τις αποταμιεύσεις τους για να πληρώσουν το πέρασμα, να διασχίσουν τα σύνορα ή να πάρουν βίζα. Επιβιώνουν σε στρατόπεδα και παραπήγματα, υπερπλήρη σε αστικές περιφέρειες, κρυμμένοι σε γειτονιές χαμηλού εισοδήματος ή κλειδωμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης περιμένοντας την επόμενη απέλασή τους.

Παντού το σύστημα τους εκδιώκει, τους περιορίζει, τους κακομεταχειρίζεται, τους φυλακίζει και τους επιτίθεται. Σε πολλά μέρη οι μετανάστες βρίσκουν αποστροφή, καχυποψία, μίσος. Υπάρχουν όμως και ευαίσθητα όντα που συνεισφέρουν το μερίδιό τους στην ανθρωπότητα βάζοντας τους εαυτούς τους στη θέση εκείνων που βρίσκονται μακριά  από το καθημερινό τους περιβάλλον και τους αγαπημένους τους.

Ενώ ένας σημαντικός αριθμός μεταναστών τρέπονται σε φυγή λόγω της βίας και του πολέμου, πολλοί περισσότεροι αυτό-εξορίζονται εξαιτίας της έλλειψης δυνατοτήτων ή παρακινούμενοι από την αυταπάτη της εργασίας με καλύτερο εισόδημα για τους ίδιους ή για να δώσουν οικονομική βοήθεια σε όσους έχουν μείνει πίσω.

Δεν είναι μόνο εκείνοι που διασχίζουν τα σύνορα που μεταναστεύουν. Επίσης, εκείνοι που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο, εκείνοι που εκδιώκονται από την επικράτειά τους με την επέκταση των γεωργικών τσιφλικιών, με την κατασκευή τεράστιων έργων, με την καταστροφή από τα ορυχεία, με την εξαφάνιση των πηγών βιοπορισμού στις αγροτικές περιοχές ή με την ενθάρρυνση μιας υποτιθέμενης βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης στην πόλη.

Σχεδόν όλοι, μέσα ή έξω από τη χώρα γέννησής τους, αντιμετωπίζουν κίνδυνο, εκμετάλλευση, διαχωρισμό, μερική ή ολική απώλεια δικαιωμάτων και παρόλα αυτά συνεχίζουν το επικίνδυνο ταξίδι τους, αναζητώντας αυτό που φαντάζονται ότι θα είναι μια καλύτερη ζωή.

Αυτό που παρακινεί τη μετανάστευση δε βρίσκεται μόνο στους τόπους προέλευσης

Υπάρχουν 250 εκατομμύρια διεθνείς μετανάστες, οι μισοί από τους οποίους είναι γυναίκες και κορίτσια.

Περισσότεροι από 65 εκατομμύρια έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν λόγω πολέμου ή δίωξης, έξι φορές περισσότεροι από μια δεκαετία πριν. Το ένα τρίτο αυτών των ανθρώπων θεωρούνται πρόσφυγες και οι μισοί από τους πρόσφυγες είναι παιδιά.

Συνήθως επισημαίνεται ως αιτία της μετανάστευσης αυτό που συμβαίνει στους τόπους προέλευσης. Πρέπει να προστεθεί, ωστόσο, ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση στους τόπους προορισμού είναι επίσης μία από τις δυνάμεις που ενθαρρύνουν το φαινόμενο. Λόγω της επισφαλούς κατάστασης, οι μετανάστες αναγκάζονται να κάνουν εργασίες που ο τοπικός πληθυσμός δεν επιθυμεί να αναλάβει, με χαμηλότερους μισθούς και χειρότερες από το κανονικό συνθήκες εργασίας ή χωρίς δικαιώματα. Στις χώρες με συγκέντρωση πλούτο, ένας ψυχρός υπολογισμός τους επιτρέπει μερικές φορές να εργαστούν επίσημα, έτσι ώστε η συμβολή τους να εξισορροπήσει τη χρηματοδότηση των κρατών με γηραιούς πληθυσμούς.

Και αν όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, ως κακοπληρωμή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες εξαπλώνεται η ξενοφοβία ως μια μορφή χειραγώγησης της καθιερωμένης εξουσίας, κατηγορώντας τους μετανάστες -όπως συνέβη σε άλλες ιστορικές στιγμές συστημικής κρίσης- για τον κοινωνικό στραγγαλισμό που αυτές οι ίδιες δυνάμεις παράγουν μέσω της παράλογης αναζήτησης κέρδους.

Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική αγανάκτηση δεν αποσκοπεί στη μετατροπή άδικων δομών, αλλά εκφορτίζεται στον αλλοδαπό ως μια βαλβίδα κάθαρσης. Ο λόγος απόρριψης του μετανάστη χρησιμεύει επίσης ως εφαλτήριο για τον πολιτικό οπορτουνισμό των δεξιών διακηρύξεων, οι οποίες, εάν προχωρήσουν, είναι αναπόφευκτα ένα προοίμιο για μεγαλύτερη αδικία και καταστολή του ίδιου του τοπικού πληθυσμού.

«Έρχονται για να πάρουν αυτό που είναι δικό μας»

Το προηγούμενο επιχείρημα είναι συνήθως μια φράση που χρησιμοποιείται από εκείνους που πανηγυρίζουν, χωρίς να έχουν ιδιαίτερη αξία από μόνοι τους, ως «ντόπιοι» ή ημεδαποί του τόπου (πέραν του γεγονότος ότι στην ιστορία τους συνήθως έχουν σημάδια μετανάστευσης ισοδύναμα με αυτά στα οποία τώρα αντιδρούν). Η κλοπή που φοβούνται τόσο πολύ σίγουρα υπάρχει. Ωστόσο, οι κλέφτες είναι άλλοι.

Πώς υπολογίζουμε την οικονομική ζημιά που προκάλεσε η αποικιοκρατία για 500 χρόνια στις περιοχές του Νότου; Πόσο ασήμι, χρυσό, ξυλεία, είδη, μπανάνες, ζάχαρη, κακάο, καφέ, καουτσούκ, διαμάντια, πετρέλαιο πήραν οι αυτοκρατορίες; Πόσες ανθρώπινες ζωές πήραν χωρίς να προσφέρουν καμία αποζημίωση; Πόση εργασία σκλάβων εκμεταλλεύτηκαν χωρίς αμοιβή ή κοινωνική άνοδο; Πόση μεταποιητική ανάπτυξη εμπόδισαν για να πουλήσουν τα δικά τους προϊόντα; Για τους τόκους στην προκειμένη περίπτωση – με αυτά τα μαθηματικά που διαμορφώνουν με ζήλο όταν είναι αυτοί οι πιστωτές – όλα τα χρήματα του Βορρά δεν θα αρκούσαν για να αποζημιώσουν τις ζημίες που προκλήθηκαν.

Ήρθαν και πήραν με τη βία ό,τι ήταν «δικό μας».

Δεν άγγιξαν ένα τέτοιου μεγέθους αδίκημα και ξανά, μέσω αναγκαστικών δανείων και αμφιλεγόμενων πιστώσεων, οι τράπεζες του Βορρά συνέχισαν να λεηλατούν τα έθνη της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας κατά τη μετα-αποικιακή περίοδο και μέχρι το τέλος του εικοστού αιώνα. Τα χρέη αυξήθηκαν και δε γινόταν να πληρωθούν, ενώ διέφυγαν πολύτιμοι πόροι που θα επέτρεπαν την τοπική ανάπτυξη χωρίς εξάρτηση.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας: «Μεταξύ του 1980 και του 2000, ο Τρίτος Κόσμος αποζημίωσε τους πιστωτές του λίγο περισσότερο από 3.450.000.000.000 δολάρια (εάν θέλουμε να υπολογίσουμε τις αποζημιώσεις που έγιναν από ολόκληρη την περιφέρεια, θα πρέπει να προσθέσουμε περισσότερα από 640 δισεκατομμύρια δολάρια που επέστρεψαν οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Συνολικό ποσό για την Περιφέρεια: περίπου 4.100.000.000.000 δολάρια (Παγκόσμια Τράπεζα, GDF, 2001)» [1]

Αυτά ούτε καν έφτασαν, αλλά και πάλι πήραν τα «δικά μας».

Αλλά τίποτα δεν αρκούσε για την απληστία των οικονομικών ομίλων του Βορρά. Έτσι, με τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες ως ένα νεο-αποικιακό επιχείρημα, οι επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν και έγιναν ιδιοκτησία των διεθνών εταιρειών. Εάν υπήρχαν προβλήματα, δηλαδή αν προσπαθούσαμε να ανακτήσουμε την δικαιοδοσία για τους φυσικούς πόρους ή τις εθνικές στρατηγικές εταιρείες, έπρεπε να λύσουμε τις διαμάχες σε περιοχές που κυβερνούνται από τον Βορρά, πληρώνοντας για άλλη μια φορά τεράστια ποσά.

Ήρθαν, έφυγαν και ούτως ή άλλως πήραν τα πάντα. Ή σχεδόν τα πάντα, αφήνοντας ναι, οικολογική, οικονομική και ανθρώπινη ζημιά που δύσκολα επιδιορθώνεται.

Ταυτόχρονα, το «ελεύθερο εμπόριο» πολλαπλασιάστηκε και εφαρμόστηκε, πράγμα που σήμαινε ότι ο Νότος θα μπορούσε να συνεχίσει να εξάγει πρωτογενή προϊόντα με αθέμιτη ανταλλαγή κεφαλαιουχικών αγαθών ή κατασκευών, χωρίς τελωνειακή προστασία για την ανάπτυξη των εθνικών βιομηχανιών. Ξανά, ήρθαν για αυτό που είναι «δικό μας».

Και τέλος εμφανίστηκε το διαδίκτυο, με το οποίο με ένα κλικ κάποιος εμπορεύεται, υποχρηματοδοτεί, εκμεταλλεύεται και πώς να μη το δει κανείς, «το δικό μας» καταπνίγεται για πολλοστή φορά. Το δικό μας που -εξ ου και τα εισαγωγικά- δεν ήταν ποτέ πραγματικά δικό μας. Επειδή στο Νότο, η ιδιοκτησία ήταν σχεδόν πάντα στα χέρια των ολιγαρχών και των κυβερνήσεων που ο Βορράς τοποθέτησε και καθαίρεσε όταν δεν ήταν πια χρήσιμοι. Δεν άφησαν ούτε την αξιοπρέπεια της κυριαρχίας, την πήραν και αυτήν.

Με αυτό το ιστορικό, πώς γίνεται οι κυβερνήσεις του Βορρά να διαμαρτύρονται επειδή πολλοί άνθρωποι φθάνουν τώρα για να διεκδικήσουν τουλάχιστον κάποια ψίχουλα μιας κλεμμένης πρόνοιας; Οι κυβερνήσεις που στήνουν τοίχους και φράκτες, που στήνουν συνοριακούς στρατούς, είναι οι ίδιες που συνεχίζουν να πουλούν όπλα που αναγκάζουν εκατομμύρια ανθρώπους να μεταναστεύσουν απεγνωσμένα.

Αυτοί που ισχυρίζονται ότι προσφέρουν «ανθρωπιστική βοήθεια» είναι οι ίδιοι που συνεχίζουν να λεηλατούν τους πόρους σαν κάτι φυσικό ή ηθικό.

Πόσο αφελείς, κυνικές και υποκριτικές είναι οι κυβερνήσεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, που διακηρύσσουν την υπεράσπιση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και κατηγορούν άλλα έθνη πως τα παραβιάζουν! Πόσο ψευδής και αβάσιμος ο λόγος τους! Αντί να μιλάνε για αυτό που πρέπει να γίνει, θα πρέπει να ξεκινήσουν δίνοντας ένα παράδειγμα. Μια γιγαντιαία και δίκαιη ιστορική αποκατάσταση περιμένει τη σειρά της χωρίς καθυστέρηση. Μέρος αυτής είναι η καθιέρωση μιας οικουμενικής ιθαγένειας.

Οικουμενική Ιθαγένεια, για έναν κόσμο χωρίς τείχη

Τον Ιούνιο του 2017, η διορατική κυβέρνηση του Έβο Μοράλες διοργάνωσε στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας το Παγκόσμιο Λαϊκό Συνέδριο για έναν Κόσμο χωρίς Τείχη προς την Οικουμενική Ιθαγένεια. Στην τελική διακήρυξή του, η ανθρώπινη κινητικότητα είναι αδιαμφισβήτητα αξιοπρεπής ως «ένα δικαίωμα που έχει ρίζες στην ουσιαστική ισότητα του ανθρώπου».

Όσον αφορά τη συστημική ρίζα του θέματος, το κείμενο – που προτείνουμε να το διαβάσετε ολόκληρο – δηλώνει: «Έχουμε εξακριβώσει ως κύριες αιτίες αυτής της κρίσης τις ένοπλες συγκρούσεις και τις στρατιωτικές παρεμβάσεις, την κλιματική αλλαγή και τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες μεταξύ και εντός των κρατών. Αυτές οι καταστρεπτικές καταστάσεις έχουν την προέλευσή τους στην κυρίαρχη παγκόσμια τάξη, η οποία με την υπερβολική της απληστία για κέρδος και την οικειοποίηση κοινών αγαθών δημιουργεί βία, προωθεί ανισότητες και καταστρέφει τη Μητέρα Γη. Η μεταναστευτική κρίση είναι μια από τις εκδηλώσεις της συνολικής κρίσης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης».

Οι συμμετέχοντες στη λαϊκή σύνοδο κορυφής συνοψίζουν σε δέκα σημεία ένα προτεινόμενο πρόγραμμα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η αφαίρεση «των φυσικών τοίχων που χωρίζουν τους λαούς, των αόρατων νομικών τειχών που διώκουν και ποινικοποιούν, τα νοητικά τοιχώματα που χρησιμοποιούν το φόβο, τις διακρίσεις και την ξενοφοβία για να μας χωρίσουν μεταξύ μας τα αδέρφια. Παρομοίως, καταγγέλλουμε τα μιντιακά τείχη που αποκλείουν ή στιγματίζουν τους μετανάστες και δεσμευόμαστε να προωθήσουμε τη δημιουργία εναλλακτικών μέσων επικοινωνίας».

Άλλες προτάσεις ήταν, η απόρριψη της ποινικοποίησης των μεταναστών, η εκτροπή πόρων από τον πόλεμο σε προγράμματα ένταξης, η καταπολέμηση «των εγκληματικών δικτύων που διακινούν ανθρώπους και η διακήρυξη της εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων ως εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας».

Ως θεμελιώδης δήλωση, το έγγραφο αυτό προτρέπει «να ξεπεραστεί η ηγεμονική προοπτική της μεταναστευτικής πολιτικής που θέτει τη διαχείριση της μετανάστευσης με «τακτικό, οργανωμένο και ασφαλή» τρόπο, σε ένα ανθρωπιστικό όραμα που επιτρέπει την υποδοχή, την προστασία, την προώθηση και την ένταξη των μεταναστών».

Η αναφορά σε μια «τακτική, οργανωμένη και ασφαλή» μετανάστευση δεν είναι τυχαία, δεδομένου ότι πρόκειται για τους βασικούς όρους της Παγκόσμιας Συμφωνίας για τη Μετανάστευση που υπογράφηκε στο Μαρακές (Δεκέμβριος 2018), στην οποία τελικά προσχώρησαν 156 χώρες (από τις 193 που συνθέτουν το Σύστημα των Ηνωμένων Εθνών).

Η συμφωνία είναι μη δεσμευτική γύρω από είκοσι τρεις στόχους που, παρά το γεγονός ότι επικυρώνει εγγυήσεις για βασικά δικαιώματα όπως «μέτρα κατά της εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων, αποφυγή του διαχωρισμού των οικογενειών, χρήση της κράτησης μεταναστών μόνο ως τελευταία επιλογή αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των παράτυπων μεταναστών να λαμβάνουν υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση στις χώρες προορισμού τους» [2], δεν προχωρά πέρα ​​από το status quo ενός κόσμου άνισων ευκαιριών ζωής.

Στο κείμενο, τα κράτη δεσμεύονται να συνεργαστούν με τις αποστολές έρευνας και διάσωσης όσον αφορά τη διάσωση των μεταναστών, μια προϋπόθεση που δείχνει το πλήρες ψεύδος με τις καθημερινές διώξεις, τις φυλακίσεις και την έλλειψη βοήθειας προς τους μετανάστες.

Επιπλέον, οι υπογράφοντες της συμφωνίας υπόσχονται να «εξασφαλίσουν μια «ασφαλή και αξιοπρεπή» επιστροφή στους μετανάστες που απελάσονται και να μην απελάσουν εκείνους που αντιμετωπίζουν «πραγματικό και προβλέψιμο κίνδυνο» θανάτου, βασανιστηρίων ή άλλης απάνθρωπης μεταχείρισης». Ο κίνδυνος αυτός υπολογίζεται από μια γραφειοκρατία που δρα σύμφωνα με τις παραμέτρους και τις απαιτήσεις ενός εύπορου κόσμου.

Δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει περισσότερα από ένα διεθνές σύστημα, του οποίου ο τωρινός άξονας είναι να προστατεύει και να μην επηρεάζει τα συμφέροντα της εξουσίας. Εν ολίγοις, κάτω από την προστασία της εθνικής νομοθεσίας και του «ορθολογισμού», η συμφωνία αυτή εξασφαλίζει στις χώρες υποδοχής ότι θα έχουν μετανάστευση σύμφωνα με τη δική τους τάξη, τις δικές τους ανάγκες και τη δική τους ευκολία. Ωστόσο, χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, η Χιλή, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Δομινικανή Δημοκρατία, η Πολωνία, η Εσθονία, η Βουλγαρία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Αυστραλία θεώρησαν πάρα πολλές τις εγγυήσεις και απέσυραν την έγκρισή τους.

Μια ανθρωπιστική οπτική της μετανάστευσης

Η μετάβαση προς ένα ανθρωπιστικό όραμα για τη μετανάστευση σημαίνει να απαλλαγούμε από ένα φεουδαρχικό βλέμμα, αγκυροβολημένο στην υποταγή των ανθρώπων σε μια ταυτότητα με βάση τη φύση, φυσικά τοποθετημένη και ακίνητη. Οι τεράστιες ευκολίες που έχουν επιτευχθεί στην ανθρώπινη κινητικότητα, η συντόμευση του χρόνου και του χώρου ενθαρρύνουν να αρθούν τα εμπόδια στην ελεύθερη μετακίνηση.

Τα εμπόδια στην οικουμενική υπηκοότητα, στην ελεύθερη και καλοδεχούμενη μετεγκατάσταση των ανθρώπων οπουδήποτε στη Γη, αποτελούν εμπόδια προηγούμενης εποχής, αλλά και αντιφάσεις που προκύπτουν από το συμφέρον για διατήρηση παράνομων παροχών εις βάρος της οδύνης των άλλων.

Ο νεοφιλελευθερισμός προωθεί την ελεύθερη κινητικότητα του κεφαλαίου και του εμπορίου χωρίς σύνορα, ενώ ταυτόχρονα ποινικοποιεί και χρησιμοποιεί τους φτωχούς μετανάστες. Έτσι, οι χώρες με τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη αρνούνται να μοιραστούν τη γνώση και την τεχνολογική ανάπτυξη με τόπους όπου υπάρχει μόνο έλλειψη και στη συνέχεια απωθούν όσους χτυπούν την πόρτα τους ζητώντας βοήθεια.

Αντίθετα, με την υιοθέτηση μιας ανθρωπιστικής διάστασης στη μετανάστευση υποστηρίζεται θερμά η ιδέα της ανανεωμένης συνάντησης πολιτισμών και ανθρώπων, εκτιμάται ειλικρινά και αποτελεσματικά η αξία και η ισότητα κάθε ιδιαίτερης ταυτότητας. Μοιράζονται οι καρποί της συλλογικής ανθρώπινης προσπάθειας που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια αιώνων, χωρίς καμία απαίτηση.

Αναγνωρίζεται η δικαιοσύνη για να αναλάβει την ιστορική αποκατάστασης της αποικιοκρατικής εκδίωξης και το κλείσιμο ενός μεγάλου ιστορικού κεφαλαίου των οικονομιών που βασίζονται στον πόλεμο. Δονείται με τη δυνατότητα συνεργασίας, αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης μεταξύ των λαών.

Εμπνεόμενοι από μια ανθρωπιστική οπτική σημαίνει να γιορτάζουμε τη μετανάστευση, αναγνωρίζοντας την ιστορική πορεία των ανθρώπινων ομάδων προς τους ορίζοντες της συμβολής και της ένωσης. Εν συντομία, σημαίνει να αναλάβουμε την ενότητα της διαφορετικότητας ως ένα έργο προς ένα κοινό χώρο, το Παγκόσμιο Ανθρώπινο Έθνος.

 

(*) Ο Javier Tolcachier είναι ερευνητής στο Κέντρο Ανθρωπιστικών Μελετών στην Κόρδοβα της Αργεντινής και γράφει στο διεθνές πρακτορείο ειδήσεων Pressenza.

[1] Toussaint, Eric. Οι μεταφορές από το νότο προς το βορρά. Το χρηματιστήριο ή η ζωή. Τα χρηματοοικονομικά εναντίον των λαών. CLACSO (2004) Μπουένος Άιρες.

[2] Παγκόσμια Συμφωνία για τη Μετανάστευση, τι υποχρεώσιες και τι πλεονεκτήματα έχει; Ηνωμένα Έθνη. https://news.un.org/es/story/2018/12/1447231 στις 20/07/2019

Μετάφραση: Pressenza Athens