Η Judith Butler έχει γράψει: “Η σεξουαλική συναίνεση είναι ένα περίπλοκο ζήτημα.” H Αμερικανίδα φιλόσοφος δεν πιστεύει ότι ο νόμος μπορεί να παρέχει τη γλώσσα που χρειαζόμαστε για να διαπραγματευτούμε τις σεξουαλικές μας επαφές.

Η Διεθνής Αμνηστία όμως διαφωνεί. Στην ιστοσελίδα της καμπάνιας της προς εγγραφή του όρου συναίνεση στο Άρθρο 336 του νέου Ποινικού Κώδικα για το βιασμό, ένα σύντομο βίντεο-animation, παραγωγής ενός αστυνομικού τμήματος στην Αγγλία, συγκρίνει τη σεξουαλική πράξη με μια πρόταση για τσάι. Το βίντεο χρησιμοποιεί το χιούμορ και την υπερπερίληψη για να εξηγήσει τη συναίνεση. To κείμενο της ΔΑ προσθέτει: “Το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός. Είναι τόσο απλό. Ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι.”

Η δημόσια κατακραυγή που ακολούθησε τη δημοσίευση του πρώτου σχεδίου του Άρθρου 336 έδειξε ότι ούτε τα χιουμοριστικά βίντεο, ούτε τα δικαιωματικά συνθήματα μπορούν να συλλάβουν τα όρια της γλώσσας του νόμου. Οι αντιδράσεις εστίασαν στο ότι το σχέδιο νομοθετούσε κλιμάκωση του βιασμού σε δυο διαφορετικής βαρύτητας αδικήματα. Το πρώτο, (Παράγραφος 1), απέδιδε μια κακουργηματική κατηγορία εξαναγκασμού του θύματος με άσκηση ή απειλή σωματικής βίας, και κάθειρξη έως 15 χρόνια· το δεύτερο, (Παράγραφος 5) νομοθετούσε ένα πλημμέλημα, με εκτίσημη αντί για εξαγοράσιμη ποινή τουλάχιστον 3 ετών, για εξαναγκασμό του θύματος μέσω απειλής σε παράνομη πράξη. Η γενετήσια κατάχρηση μέσω μη παράνομων πράξεων, ποινικοποιούνταν ξεχωριστά στο Άρθρο 343, που ανέφερε περιπτώσεις ψυχολογικής αδυναμίας, υπηρεσιακής εξάρτησης ή βιωτικής ανάγκης. Το σχέδιο αναγνώριζε έτσι τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, αυστηροποιώντας ωστόσο το προηγούμενο νομικό πλαίσιο με κατάργηση της μετατροπής και διεύρυνση της ερμηνείας του εξαναγκασμού όσο και, δυνητικά, των υποθέσεων που θα φτάνουν στα δικαστήρια.

Παρόλ’ αυτά, δικαιωματικές οργανώσεις, φορείς και φεμινιστικές ομάδες και πρωτοβουλίες, έκριναν σύσσωμες πως αυτή η αυστηροποίηση δεν ήταν αρκετή. Με βασική αναφορά τη διατύπωση της Σύμβασης της Ίστανμπουλ,[1] την οποία η Ελλάδα επικύρωσε το 2018, απαίτησαν να οριστεί ο βιασμός ως κακούργημα και αποκλειστικά ως “απουσία συναίνεσης,” χωρίς καμία οριοθέτηση του εξαναγκασμού ή αναγνώριση της αναλογικότητας. Σε ανακοίνωσή της η ΔΑ μίλησε για “απαράδεκτο” σχέδιο ενώ οι ομάδες Καμία Ανοχή, και Χωρίς Συναίνεση είναι Βιασμός, κατήγγειλαν ότι η κυβέρνηση “κάνει το βιασμό πλημμέλημα,” φράση που διαδόθηκε γρήγορα απ’το μεγάφωνο των σόσιαλ μίντια και των ΜΜΕ. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου, ανακοίνωσε τελικά τροποποίηση του νόμου βάζοντας στη θέση της πλημμεληματικής κατηγορίας μια εξαιρετικά ευρεία αναφορά σε “γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος” με ποινή έως 10 χρόνια. “Δεν μπορεί αυτό το Υπουργείο […] να εμφανίζεται ότι υπερασπίζεται βιαστές,” είπε ο Καλογήρου. Το κίνημα έσπευσε να χαιρετήσει την “ιστορική νίκη”.

Πράγματι, είναι δύσκολο να δει κανείς αυτή την νίκη ως κάτι λιγότερο από ιστορική. Και αυτό όχι μόνο γιατί για πρώτη φορά ένα κίνημα με φεμινιστική κατεύθυνση κατάφερε να ωθήσει μια κυβέρνηση σε άτακτη νομοθετική υποχώρηση, αλλά και γιατί οι ιδεολογικές αποχρώσεις της πίεσης που ασκήθηκε έχουν μια μακρά διεθνή ιστορία, μια ιστορία σπαρμένη με νομικά αδιέξοδα και παράπλευρα θύματα.

 

Φυλακιστικός φεμινισμός
Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα στις 6 Ιουνίου μπορεί να περιγραφεί ως νίκη του φυλακιστικού φεμινισμού (=“carceral feminism”). Ο όρος ανήκει στη φεμινίστρια κοινωνιολόγο Elizabeth Bernstein[2] που αναλύοντας τις πολιτικές anti-trafficking περιέγραψε μια όλο και διογκούμενη μερίδα του φεμινιστικού κινήματος που στηρίζει την ποινικοποίηση και τη φυλάκιση ως τακτική καταπολέμησης της έμφυλης βίας, ενισχύοντας κατά συνέπεια τις αντεγκληματικές πολιτικές, την ανεξέλεγκτη κρατική καταστολή και την εδραίωση του εγκλεισμού ως λύση για βαθιά εδραιωμένα κοινωνικά προβλήματα. Ο φυλακιστικός φεμινισμός απαιτεί μια ιδιαίτερη νομοθετική αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας, περισσότερες καταδίκες και μεγαλύτερες ποινές.

Η πολιτική αυτή τακτική έχει τις ρίζες της στο Αμερικανικό δευτεροκυματικό φεμινιστικό κίνημα, που ήδη από τη δεκαετία του ‘70 έκανε το βιασμό και την ενδοοικογενειακή βία κεντρικό σημείο του αγώνα του, σε μια προσπάθεια να ανατρέψει τη θεσμοθετημένη καχυποψία της ποινικής δικαιοσύνης απέναντι στις γυναίκες. Οι φεμινίστριες οδηγήθηκαν από έναν δίκαιο θυμό για την εκδίκαση υποθέσεων όπου το ερωτικό παρελθόν και η αμφίεση των γυναικών ερμηνεύονταν ως τεκμήρια συναίνεσης, αλλά και από τη διάδοση των λεγόμενων “μύθων του βιασμού” που καλλιεργούν αστήριχτες στατιστικά φήμες για δήθεν υψηλά ποσοστά ψευδών καταγγελιών. Στην πορεία όμως, το κίνημα εναγκαλίστηκε με τις συντηρητικές πολιτικές “tough on crime” και τη Χριστιανική δεξιά. Οι φεμινίστριες συνέβαλλαν έτσι στην εντατικοποίηση της κρατικής βίας κατά φυλετικοποιημένων ομάδων, ΛΟΑΤΚΙ, σεξεργατών και κατώτερων ταξικών στρωμάτων, εκθέτοντας αναπόφευκτα και περισσότερες ευάλωτες γυναίκες σε αστυνομική βία και απέλαση, στο όνομα της προστασίας τους.[3] Με την πάροδο του χρόνου, τα ποσοστά εγκλεισμού σεξουαλικών δραστών εκτοξεύτηκαν (κατά 60% μεταξύ 1996 και 2010) με μια ταυτόχρονη διεύρυνση των σεξουαλικών αδικημάτων και ποινών τους, και την επέκταση της καταγραφής των δραστών σε δημόσια μητρώα, που πλέον περιλαμβάνουν και ανήλικους, σε κάποιες Πολιτείες ακόμα και παιδιά 9 ετών. Ο παραλογισμός της κατασταλτικής αυτής κλιμάκωσης δεν ενέπνευσε μια επανεξέταση των κατευθύνσεων του κινήματος, που συνέχισε να ασκεί επιρροή στην ποινική δικαιοσύνη, με το βιασμό και την συναίνεση να εργαλειοποιούνται ακόμα περισσότερο στην πολιτική του ατζέντα.

 

Πώς έχουν ορίσει όμως οι φεμινίστριες τη συναίνεση;
Τo πρωταρχικό σύνθημα του πρώιμου κινήματος ήταν το “όχι σημαίνει όχι”, που κατήγγειλε δικαστικές αθωώσεις όπου οι ενάγουσες δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι αντιστάθηκαν σωματικά στον βιασμό τους. Το σύνθημα όμως δεν κάλυπτε περιπτώσεις όπου μια γυναίκα παγώνει από φόβο και δεν μιλάει. Έτσι, ακολούθησε το σύνθημα “ναι σημαίνει ναι”, εισάγοντας την ιδέα της “καταφατικής συναίνεσης” (=affirmative consent). Η καταφατική συναίνεση περιγράφηκε ως κάτι που δίνεται ξεκάθαρα πριν κάθε σεξουαλική επαφή.

Η εγγραφή των ναι και των όχι στο πεδίο της νομοθεσίας όμως, αποδείχτηκε περίπλοκη. Στις ΗΠΑ, η εξέτασή της συναίνεσης σε συνάρτηση με την ένταση από δευτερεύοντες δείκτες, όπως ο εξαναγκασμός, η κατάχρηση εξουσίας και η απάτη, αποτελεί ακόμα έναν νομικό γρίφο. Ο ατελής ορισμός της συναίνεσης δυσκολεύει την εκδίκαση υποθέσεων, όπου απουσιάζουν τεκμήρια σωματικής βίας, βάζοντας συχνά και πάλι τη γυναίκα στο εδώλιο. Οι νόμοι παρουσιάζουν μεγάλη ασυμφωνία ανάμεσα στις Πολιτείες, με τη φυσική βία να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα των καταδικαστικών αποφάσεων. Υποθέσεις εξαναγκασμού που καταγγέλονται στον εργασιακό χώρο, όπου ο βαθμός της εξάρτησης του θύματος δεν τεκμηριώνεται εύκολα, σπάνια φτάνουν στα δικαστήρια.[4] Στην δε Αγγλία, όπου ο βιασμός ορίζεται ήδη στο νόμο ως απουσία συναίνεσης, οι ένορκοι καλούνται να εξισορροπούν την εξέτασή της, αποφασίζοντας όχι μόνο για το αν το θύμα έχει συναινέσει αλλά και για το αν ο θύτης πίστευε ότι το θύμα συναινεί σε συγκεκριμένη πράξη. Οι μεγάλες ποινές λειτουργούν και αυτές στο να αποτρέπουν την καταδίκη “πέραν πάσης αμφιβολίας”.

Το φεμινιστικό κίνημα συνεχίζει όμως να στηρίζει τη νομοθέτηση της καταφατικής συναίνεσης ως μέσο ανατροπής της σεξουαλικής βίας. Η συναίνεση έχει κατά κάποιον τρόπο παγκοσμιοποιηθεί. Η κατευθυντήρια γραμμή της Σύμβασης της Ίστανμπουλ, που συνιστά ένα πλαίσιο αρχών αλλά όχι πλήρες νομοθέτημα, παρέχει μια δικαιωματική εγκυρότητα στα Ευρωπαϊκά κράτη, ώστε να αλλάζουν τη νομοθεσία τους. Χώρες όπως η Ισλανδία, η Ισπανία και η Σουηδία υιοθετούν το κείμενο της Σύμβασης, “ανοίγοντας” τον νομικό ορισμό της συναίνεσης ως κάτι που πρέπει να δίνεται λεκτικά ή να εκδηλώνεται “απερίφραστα.” Οι διατυπώσεις αυτές όμως σκοντάφτουν νομοτελειακά στις θεμελιώδεις κατακτήσεις του Διαφωτισμού στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Νομικοί επισημαίνουν την ασάφεια αλλά και πιθανή αντισυνταγματικότητα των νόμων, για το ότι παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας, μεταφέροντας το βάρος της απόδειξης στον κατηγορούμενο, αντί για την κατηγορούσα αρχή, δηλαδή το κράτος.

Το ενοχλητικό αγκάθι του τεκμηρίου της αθωότητας είναι ένας λόγος που η νομοθέτηση της καταφατικής συναίνεσης επικρίνεται έντονα και στην γενέτειρά της, τις ΗΠΑ. Η καθηγήτρια του Harvard, Janet Halley[5] είναι ανάμεσα στους νομικούς που έχουν κατακεραυνώσει έναν νόμο της Καλιφόρνια, που ψηφίστηκε για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας στα πανεπιστήμια. Το κείμενό του είναι ένα δείγμα του πως η καταφατική συναίνεση μπορεί να αποκτήσει στη νομική γλώσσα μια σχεδόν υπερβατική διάσταση, με κίνδυνο εγκληματικοποίησης πράξεων της ιδιωτικής σφαίρας που είναι σχεδόν αδύνατον να διατυπωθούν με σαφήνεια σε νόμους, πόσο μάλλον να τεκμηριωθούν στα δικαστήρια.

Σύμφωνα με τον Καλιφορνέζικο νόμο, ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδεικνύει ότι έλαβε εύλογα και αντικειμενικά μέτρα προς την εξασφάλιση της συναίνεσης και ότι αυτή του δόθηκε συνειδητά και εθελοντικά. Δεν προσδιορίζεται όμως το αν η συναίνεση πρέπει να εκδηλώνεται με λέξεις ή συμπεριφορικές ενδείξεις, ή και τα δυο. Το “ναι” δεν είναι ούτε σαφές ούτε αρκετό. Τί μένει λοιπόν; Μένει η υποκειμενική κατανόηση της συναίνεσης από την ενάγουσα, με τον κατηγορούμενο να πρέπει αντιθέτως να τεκμηριώνει ότι έλαβε “αντικειμενικά” βήματα για να σιγουρευτεί ότι είχε τη συναίνεσή της. “Εάν ο κατηγορούμενος πει ότι η γυναίκα επικοινώνησε τη συναίνεσή της, η άρνησή της ότι το εννοούσε θα υποσκάψει την αξία της απόδειξής του,” γράφει η Halley.

O ιστορικός στόχος του φεμινιστικού κινήματος να μην αμφισβητείται δικαστικά η πειθώς της γυναίκας, έχει οδηγήσει έτσι σε μια συνθήκη που διαιωνίζει, σύμφωνα με την Halley, πατριαρχικά πρότυπα αντρικής υπευθυνότητας και γυναικείας ευθραυστότητας. Οι γυναίκες καλούνται να “αναπαραστούν” τη συναίνεσή τους, θέτοντάς την στην αντικειμενική κρίση των αντρών: “Οι άντρες ενεργητικοί και οι γυναίκες παθητικές στο σεξ· οι γυναίκες υποκειμενικές και οι άντρες αντικειμενικοί· οι γυναίκες με συναισθήματα και οι άντρες με λογική· […] έχουμε ξανακούσει ποτέ αυτές τις ιδέες;”

Ενθαρρύνεται έτσι όπως προσθέτει η “αυθαίρετη εφαρμογή μιας ηθικής τάξης” και αυτή η ηθική τάξη θα στραφεί αναπόφευκτα εναντίον όσων θεωρούνται σεξουαλικά ανεξέλεγκτοι: μαύροι, μετανάστες και άντρες χαμηλών ταξικών στρωμάτων. “Η καμπάνια υπέρ προϋποθέσεων καταφατικής συναίνεσης είναι ξεκάθαρα δεξιά”, προσθέτει η Halley.

Από την εκστρατεία διαμαρτυρίας εναντίον του άρθρου 336 στην Αθήνα – φωτογραφία από την ActionAid Ελλάδας.

 

Οι προβληματισμοί της Halley βρίσκουν ευθεία ανταπόκριση στη δημόσια συζήτηση για το βιασμό στην Ελλάδα. Κάθε κριτική στην αναγωγή της υποκειμενικότητας της γυναικείας μαρτυρίας σε απαράβατο κανόνα που πρέπει με κάποιον τρόπο να νομοθετηθεί, αντιμετωπίζεται από το φεμινιστικό κίνημα ως δικαιολόγηση της έμφυλης βίας, με μόνο επιχείρημα ότι πρέπει να πιστεύουμε τα θύματα. Τόσο οι διασαφηνίσεις του Υπουργείου για τον ΠΚ όσο και τοποθετήσεις νομικών και μελών της νομοπαρασκευαστικής ομάδας του, που με αφορμή τις διαμαρτυρίες αποπειράθηκαν να χαράξουν τα όρια ανάμεσα στην συνθηματολογία και την επιστήμη, θάφτηκαν μέσα στο θόρυβο ενός ομαδοποιημένου θυμικού. Το ερώτημα του πώς θα εκδικάζουν άραγε το νέο νόμο τα δικαστήρια δεν αναλύθηκε με την ψυχραιμία που του άρμοζε. Καμία δημόσια τοποθέτηση δεν εξέφρασε περισσότερο το αδιέξοδο αυτής της αντιπαράθεσης όσο η δήλωση της Συριζαίας βουλεύτριας Αννέτας Καββαδία, η οποία σύμφωνα με ρεπορτάζ αναρωτήθηκε: “Ο βιασμός, δηλαδή, ο οποίος δεν μπορεί να αποδειχθεί δεν είναι βιασμός;” Το ερώτημα της Καββαδία επιλύθηκε τελικά, όχι με επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά με έναν εν θερμώ συμβιβασμό. Η προεκλογική συναίνεση είναι όντως απλό πράγμα.

 

Το εμπόριο και η παρακολούθηση
Τα αδιέξοδα της πολιτικής αναλαμβάνουν να διευθετήσουν -εκτός Ελλάδας προς το παρόν- το εμπόριο και η παρακολούθηση. Εταιρείες στο εξωτερικό κατασκευάζουν εφαρμογές συναίνεσης (=consent apps), με ειδικά “κουμπιά πανικού” και ενσωματωμένα τεστ μέθης. Οι εφαρμογές είναι αμφίβολο ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα δικαστήρια, η ηλεκτρονική όμως αρχειοθέτηση της ιδιωτικής ζωής όσων εμπλέκονται σε δικαστικές υποθέσεις βιασμού έχει πάρει ήδη το δρόμο της εκεί που έχει βαρύτητα. Η Αγγλική αστυνομία ζητά όλο και περισσότερο τα αρχεία των γυναικών από τα κινητά και τα λάπτοπ τους προκειμένου να διερευνήσει τις όλο και αυξανόμενες καταγγελίες. Τον τελευταίο χρόνο, εκατοντάδες υποθέσεις εγκαταλείφθηκαν πριν φτάσουν καν στα δικαστήρια. Αφορμή υπήρξε η κατάρρευση μιας υπόθεσης στην οποία η αστυνομία δεν έδωσε εγκαίρως στην υπεράσπιση τα sms της ενάγουσας, που φερόταν να έχει γράψει σε φίλους της ότι αγαπούσε τον κατηγορούμενο. Τα sms δεν έφτασαν στα δικαστήρια για να εξεταστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες στάλθηκαν. Πολλές όμως γυναίκες έχουν δει το ηλεκτρονικό τους αποτύπωμα, που συντάχθηκε υπό συνθήκες εξαναγκασμού ή για αποφυγή περαιτέρω επαφής με το θύτη, να στρέφεται εναντίον τους. Οι περισσότερες αρνούνται να υπογράφουν “φόρμες συναίνεσης” και να παραδίδουν τεκμήρια της ιδιωτικής τους ζωής και του παρελθόντος τους στην αστυνομία. Καθώς οργανώσεις και γυναίκες ανακοινώνουν ότι θα κινηθούν νομικά κατά του νέου μέτρου, η Αγγλική κυβέρνηση σχεδιάζει ήδη, με τη συνεργασία της τεχνολογικής βιομηχανίας, τη βελτίωση των μεθόδων συλλογής και καταγραφής ηλεκτρονικών αρχείων για καταγγελίες βιασμού. Οι μαζικές εξομολογήσεις γυναικών δεν φαίνεται να οδηγούν στη μαζική δικαίωση. To #metoo συναντιέται τελεολογικά με το #SurveillanceState.

Οι παράπλευροι κίνδυνοι ποινικοποίησης και παραβίασης απόρρητων δεδομένων δεν αφορούν μόνο όσους προβαίνουν σε καταγγελίες αλλά και όσους βρίσκονται στο εδώλιο ως παράπλευρα θύματα των υπερβολικά διευρυμένων νόμων. Ακτιβιστές στην Αγγλία έχουν καταδικάσει τον νομικό ορισμό του βιασμού ως απουσία συναίνεσης, με αφορμή καταδίκες τρανς ατόμων για μη κοινοποίηση της ταυτότητας φύλου τους σε σεξουαλικούς συντρόφους. Η συναίνεση αποσύρεται αναδρομικά σε αυτές τις υποθέσεις, με το ασαφές κριτήριο της απάτης. Χιλιάδες οροθετικοί άνθρωποι έχουν επίσης φυλακιστεί σε δυτικές χώρες, αντιμετωπίζοντας πολύχρονες ποινές και καταγραφή σε μητρώα σεξουαλικών δραστών, επειδή δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι κοινοποίησαν την οροθετικότητά τους σε συντρόφους πριν την επαφή. Η συναίνεση αποσύρεται κι εκεί από τους ενάγοντες, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν έχει υπάρξει δόλος, μετάδοση του ιού ή σωματική βλάβη και χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η παγκόσμια επιστημονική συναίνεση για το ότι η αποτελεσματική θεραπεία του ιού HIV μηδενίζει τη μεταδοτικότητα. Αν και οι νόμοι αυτοί μεταρρυθμίζονται σταδιακά σε χώρες όπως ο Καναδάς και οι ΗΠΑ, έχουν καταστήσει ήδη σαφές ότι οι διευρυμένες ερμηνείες της συναίνεσης εδραιώνουν στη νομολογία κοινωνικά στερεότυπα για τα μη κανονικοποιημένα σώματα.

Η συναίνεση ως βασικός δείκτης της νόμιμης σεξουαλικής επαφής, αφήνει το πεδίο ανοιχτό και στην Ελλάδα, ώστε ένα συντηρητικό δικαστικό σώμα να κρίνει παρόμοιες υποθέσεις με βάση τις προκαταλήψεις του για όσες συμπεριφορές κρίνει απεχθείς. Η βεβαιότητα του κινήματος, όπως εκφράζεται στη δήλωση της Διεθνούς Αμνηστίας ότι το σεξ “πρέπει να αποτελεί εθελοντική και ελεύθερη επιλογή για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη” παρακάμπτει το ότι για κάποιους εμπλεκόμενους, η συναίνεση δίνεται και λαμβάνεται σε καθεστώς διάκρισης.

Αυτή η περίπλοκη πολιτική εικόνα, πλαισιώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες μέσα σε ένα κλίμα απειλής και μιντιακής αισθητικοποίησης. Ακόμα και σάιτ όπως το Πρώτο Θέμα, που υιοθετεί όρους κιτρινισμού για καταγγελίες βιασμού, έδωσαν βήμα στις φεμινιστικές διαμαρτυρίες σε μια φαινομενική προσπάθεια να κάνουν αντικυβερνητική προπαγάνδα.

Εν τω μεταξύ, το Ελληνικό κίνημα της συναίνεσης συγκέντρωσε διάσπαρτες δικαιωματικές τάσεις, από φιλελεύθερες μέχρι και αντεξουσιαστικές συλλογικότητες, με αντικρουόμενους στόχους. ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεις όπως το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών αλλά και η οργάνωση σεξεργατών Red Umbrella Athens συναντήθηκαν πολιτικά με αφορμή το Άρθρο 336 με τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Δυο Φύλων, έναν φορέα που στηρίζει το Σκανδιναβικό μοντέλο ποινικοποίησης των πελατών της σεξεργασίας, αρνούμενη σε πρόσφατο πόρισμά της ότι η οικονομική συναλλαγή στο σεξ συνιστά εκούσια συνεύρεση. Το κίνημα δεν συμφωνεί ούτε εντός του λοιπόν για το τι είναι ακριβώς η συναίνεση. (Κατά μεγάλη ειρωνία, ο επίμαχος διαχωρισμός του ΠΚ ανάμεσα σε παράνομες και μη παράνομες πράξεις εξαναγκασμού, αναγνώριζε μια διαφοροποίηση ανάμεσα στη γενετήσια επιθυμία και πράξη, και άρα το δικαίωμα του ατόμου να παρέχει γενετήσια ικανοποίηση στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης, μια διευκρίνηση που εναρμονίζεται εμμέσως και με το δικαίωμα στη σεξεργασία). Απουσία μιας ενωτικής διαμαρτυρίας που θα απαιτήσει να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά τους, οι σεξεργάτες θα συνεχίσουν έτσι να ζουν σε καθεστώς ημι-παρανομίας και υπό τον νέο ΠΚ. Πώς άραγε όσοι από αυτούς δεν έχουν νόμιμη άδεια ή ταυτοποιητικά έγγραφα ή όσοι κάνουν, έστω και μειοψηφικά, χρήση παράνομων ουσιών, θα επικαλούνται την απουσία συναίνεσης ενώπιον των δικαστηρίων ή ακόμα χειρότερα, υπό συνθήκες κράτησης σε αστυνομικά τμήματα;

 

Ο ρόλος της φυλακής
Η μεγαλύτερη ίσως αντίφαση του φεμινιστικού κινήματος αφορά στο ρόλο της ίδιας της φυλακής, ως χώρο αναπαραγωγής και νομιμοποίησης της σεξουαλικής βίας. Η φυλακή είναι ένα θέατρο της “κουλτούρας του βιασμού.” Οι παραβιαστικοί σωματικοί έλεγχοι, το λεγόμενο “σκύψε βήξε”, οι βιασμοί και βασανισμοί κρατουμένων δεν λαμβάνονται υπόψιν ως σεξουαλική βία στον κινηματικό λόγο για εξίσωση αδικημάτων και μεγαλύτερες ποινές. Το επιχείρημα που ακούστηκε αυτές τις μέρες ότι δεν υπάρχει βιασμός “light,” προκειμένου να εκφραστεί μια αποστροφή για την τρίχρονη πλημμεληματική ποινή του πρώτου σχεδίου του ΠΚ, δεν γέννησε τον συνειρμό ότι δεν υπάρχουν ούτε light κελιά.

Κανένας επίσης προβληματισμός δεν αναδύεται για το ποιες ομάδες ανθρώπων θα προσάγονται, θα διώκονται και θα καταδικάζονται και ποιοί θα χαίρουν ευνοϊκότερης μεταχείρησης. Ο ευφημισμός της “ατιμωρησίας” αποτελεί την μόνη απάντηση στον ταξικό και ρατσιστικό χαρακτήρα της τιμωρίας. Η Διεθνής Αμνηστία εξέφρασε μέχρι και την πίστη της ότι η νομοθετική αλλαγή, αν και δε θα “εξαλείψει” τους βιασμούς, “θα συμβάλλει στην αλλαγή των κοινωνικών και ατομικών συμπεριφορών.” Η ένδεια εγχώριων στατιστικών στοιχείων δεν επιτρέπει μια εμπεριστατωμένη αποδόμηση αυτής της πρόβλεψης. Έρευνες όμως σε άλλες χώρες έχουν δείξει ότι η φυλακή αυξάνει την εγκληματικότητα και τον κίνδυνο υποτροπής των αποφυλακισθέντων. Η απειλή της φυλακής ως αποτρεπτικός παράγοντας της σεξουαλικής βίας δεν έχει βάση σε επιστημονικά δεδομένα.

Η φεμινιστική τάση προς ποινικοποίηση προσπερνά αυτήν την ευρύτερη εικόνα, εστιάζοντας συχνά σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Όπως και στις ΗΠΑ, αλλά και την Ισπανία με τη δίκη της “αγέλης των λύκων,” το Ελληνικό κίνημα προβάλλει άγρια εγκλήματα όπως γυναικοκτονίες, την ίδια στιγμή που ζητά να γίνει αντιληπτός ο βιασμός ανεξάρτητα από την άσκηση φυσικής βίας. Επιστρατεύει έτσι το νόμο για την αντιμετώπιση μιας σειράς πράξεων, τα οποία ένα συλλογικό φαντασιακό ορίζει ως εξίσου αποτρόπαια. (H δευτεροκυματική φεμινίστρια Catharine MacKinnon έχει πει: “Από πολιτικής άποψης, αποκαλώ βιασμό κάθε φορά που μια γυναίκα κάνει σεξ και νιώθει ότι έχει παραβιαστεί.”)

Τα δε συνθήματα και πανό του κινήματος παρουσιάζουν τους “βιαστές” ως μια ομογενοποιημένη ομάδα. Ο καταγγελτικός λόγος έχει όμως και την αντίστροφη συνέπεια: να ομογενοποιεί τα θύματα. Ένας διαφαινόμενος πατερναλισμός λαμβάνει ως δεδομένο ότι τα θύματα όχι μόνο υποφέρουν όλα το ίδιο αλλά ότι αναζητούν σίγουρα δικαίωση στην ποινική τιμωρία.

 

Τί θέλουν όμως πράγματι τα θύματα;
Πώς επηρεάζονται οι γυναίκες από την εμπλοκή τους στην ποινική δικαιοσύνη; H εγκληματολόγος Barbara Hudson αντηχεί τις απόψεις της Halley, όταν λέει ότι οι ενάγουσες σε δίκες βιασμού υποχρεώνονται στο να παρουσιάζουν μια αφήγηση πόνου που στηρίζεται σε μια φαλλοκεντρική αντίληψη της γυναικείας σεξουαλικής προσβασιμότητας, ως κάτι τόσο πολύτιμο που η παραβίασή του φέρει μια μοίρα “χειρότερη και από θάνατο.” Οι νομικές αναπαραστάσεις του βιασμού ενισχύουν σύμφωνα με τη Hudson, “στερεότυπα για την αντρική και γυναικεία σεξουαλικότητα που διαιωνίζουν τη σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών.”[6]
Γνωρίζουμε σίγουρα ότι πολλές γυναίκες επανατραυματίζονται από την ανακριτική διαδικασία. Η ποινική δικαιοσύνη δεν πλαισιώνει ανακουφιστικά την εξομολόγησή τους. Κάποιες χώρες έχουν αρχίσει να μεταρρυθμίζουν δειλά το ποινικό μοντέλο με πρωτοβουλίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης[7], όπου οι γυναίκες επιλέγουν να συναντήσουν τους θύτες τους σε ειδικές συνεδρίες, υπό επίβλεψη και ψυχολογική υποστήριξη. Παραδείγματα εναλλακτικών πρακτικών στα ποινικά δικαστήρια δείχνουν θετικά αποτελέσματα στη Νότια Αυστραλία αλλά και σε πρωτοβουλίες μετασχηματικής δικαιοσύνης για σεξουαλική βία στις ΗΠΑ, που οργανώνονται χωρίς καμία συνεργασία με το ποινικό σύστημα. Αν και η εμπειρική γνώση για αυτές τις εναλλακτικές πρακτικές είναι περιορισμένη, τα μέχρι τώρα παραδείγματα δείχνουν ότι για κάποιες γυναίκες, η αναγνώριση της ευθύνης από το δράστη μπορεί να έχει μεγαλύτερη αξία από τη φυλάκισή του[8].

Σε μια από τις σπάνιες υποθέσεις αποκαταστατικής δικαιοσύνης για υπόθεση βιασμού, που είδε το φως της δημοσιότητας στην Αγγλία, μια γυναίκα αναζήτησε την αποκαταστατική συνεδρία με αφορμή τη δήλωση του δικαστή προς τον κατηγορούμενο ότι είχε “καταστρέψει τη ζωή της.” Η γυναίκα είπε αργότερα ότι δεν ήθελε ο άντρας αυτός “να νομίζει ότι έχει αυτή τη δύναμη [πάνω της…] Αλλά δεν ήθελα να έχει και αυτό το βάρος.” Αυτό που θέλουν κάποιες γυναίκες λοιπόν είναι να μιλήσουν και να ακουστούν, χωρίς τις επιταγές πατριαρχικών αφηγήσεων. Η φεμινιστική συνθηματολογία κατά του βιασμού που αναφέρεται στις νεκρές που δεν είναι παρούσες στις διαμαρτυρίες, εξαιρεί κάποιες φωνές που είναι ακόμα εδώ αλλά έχουν κάτι διαφορετικό να πουν. Η γυναικεία μαρτυρία ενσωματώνεται μόνο όταν συμβαδίζει με συγκεκριμένα ιδεολογικά προτάγματα, όπου ο φεμινισμός αναζητά δικαίωση από τους ίδιους μηχανισμούς που παραδοσιακά καταπιέζουν τις γυναίκες.

 

Προς το παρόν, η δημόσια συζήτηση για το βιασμό στην Ελλάδα κάνει την πιθανότητα αποκαταστατικής αντιμετώπισης της σεξουαλικής βίας να φαντάζει αδύνατη, και παρά τη στροφή του νέου κώδικα προς εναλλακτικές φυλάκισης – για τη νεανική παραβατικότητα. Η εξάλειψη του βιασμού μετατίθεται έτσι σε ένα απώτερο μέλλον όπου επικρατεί ένα φεμινιστικό όραμα από απλές, εθελοντικές, καταφατικές προτάσεις για τσάι, και γεμάτες φυλακές.

 

—————————–

Πηγές:

[1] Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας.
[2] Sex, Trafficking, and the Politics of Freedom, Elizabeth Bernstein
[3] Anti-Carceral Feminism and Sexual Assault—A Defense: A Critique of the Critique of the Critique of Carceral Feminism, Chloë Taylor
[4] The Failure of Consent: Re-Conceptualizing Rape as Sexual Abuse of Power, Michal Buchhandler-Raphael
[5] The Move to Affirmative Consent, Janet Halley
[6] Restorative Justice and Gendered Violence: Diversion or Effective Justice? Barbara Hudson
[7] Anti-Carceral Feminism and Sexual Assault—A Defense: A Critique of the Critique of the Critique of Carceral Feminism, Chloë Taylor
[8] ‘I Just Wanted Him to Hear Me’: Sexual Violence and the Possibilities of Restorative Justice, Clare McGlynn, Nicole Westmarland, Nikki Godden