Ενώ η εργασία έχει δεχθεί πλήγματα στην Ελλάδα, ειδικά τον καιρό της οικονομικής ύφεσης, η εμπιστοσύνη των εργαζομένων στον συνδικαλισμό και τις συλλογικές διεκδικήσεις εμφανίζεται περιορισμένη. Οι παθογένειες των ελληνικών συνδικάτων είναι αδιαμφισβήτητες.
Λαύριο, ξημερώματα 8ης Απριλίου 1896
Στα μεταλλεία της περιοχής 1.800 εργάτες ανέβηκαν από το μεταλλευτικό φρέαρ – βάθους 182 μέτρων όπου δούλευαν, έκλεισαν όλες τις εισόδους και κήρυξαν την πρώτη μεγάλη απεργία στην Ελλάδα.
Η απεργία έληξε μετά από 14 μέρες με την επέμβαση του στρατού, που άφησε πίσω 4 εργάτες νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Το μόνο που πέτυχαν οι απεργοί ήταν μια μικρή αύξηση του μεροκάματου, ενώ στα μεταλλεία του Λαυρίου εγκαταστάθηκε μόνιμα στρατιωτικό σώμα, προκειμένου να αποτρέψει νέες εξεγέρσεις.
Ο απεσταλμένος του «Ριζοσπάστη» στην περιοχή το 1929 με την αφορμή μιας ακόμη απεργίας, περιγράφει τις άθλιες συνθήκες που παραμένουν 33 χρόνια μετά: «Το Λαύριο απασχολεί σήμερα πάνω από 2.500 εργάτες που δουλεύουν στα Μεταλλεία (…) Δουλεύοντας ένα ολόκληρο 8ωρο τη μέρα, είναι υποχρεωμένοι λόγω του γλίσχρου μεροκάματου που παίρνουν, να δουλεύουν υπερωρίες, που ανεβάζουν έτσι τις ώρες δουλειάς σε 12 και να φτάσουν το μάξιμουμ μεροκάματό τους στις 60 δραχμές. Ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους κινδύνους είναι η μολυβδίασις που παθαίνουν όλοι σχεδόν και σε σημείο που ύστερα από μερικά χρόνια να αχρηστεύονται εντελώς. Ο γιατρός της Εταιρίας Αλεξάνδρου τους είπε ξεκάθαρα: Αν κόψω ένα κομμάτι κρέας από πάνω σας και το πετάξω σε σκυλί ασφαλώς θα ψοφήσει».
Αθήνα, Απρίλιος – Μάιος 2019
Ακόμα ένας εορτασμός για την Εργατική Πρωτομαγιά δεν ήταν κοινός, αφού προγραμματίστηκαν πάνω από 2 ξεχωριστά συλλαλητήρια. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο ενδεικτικό του κατακερματισμού του εγχώριου συνδικαλισμού: στις 6 Μαΐου, το πρωτοδικείο Αθηνών θα ορίσει προσωρινή διοίκηση η οποία θα επιχειρήσει να οργανώσει ξανά, μετά τις 2 αποτυχημένες προσπάθειες που έχουν προηγηθεί, το 37ο Συνέδριο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ).
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι της χώρας φαίνεται να είναι παγερά αδιάφοροι για τα διαλυτικά φαινόμενα που έχουν οδηγήσει τις αντιμαχόμενες πλευρές στις δικαστικές αίθουσες. Εδώ και πολύ καιρό, άλλωστε, έχει παγιωθεί η απομαζικοποίηση των συνδικάτων, δεδομένου ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα, η συμμετοχή δηλαδή των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στα σωματεία, δεν ξεπερνά το 10%.
Το κλίμα πόλωσης μεταξύ των παρατάξεων έχει φέρει ξανά στο φως τις χρόνιες παθογένειες του συνδικαλιστικού κινήματος, τις οποίες δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν οι εξεγερμένοι εργάτες του Λαυρίου, πριν 123 χρόνια: την έλλειψη διαφάνειας στην ανάδειξη συνδικαλιστικών εκπροσώπων (δίνουν και παίρνουν οι αλληλοκατηγορίες για νοθεία), τα φαινόμενα εργοδοτικού συνδικαλισμού, την ακραία κομματικοποίηση και, τελικά, την πλήρη απομάκρυνση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ από τα εργατικά συμφέροντα.
Έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της, η κορυφαία οργάνωση των εργαζομένων στην Ελλάδα μοιάζει με βαριά ασθενή και σίγουρα η παρέμβαση του κράτους, μέσω της δικαιοσύνης, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε κάποια θεραπεία.
Ψωμί και Τριαντάφυλλα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στις ΗΠΑ ξεσπάει το κίνημα «Justice for Janitors». Λίγα χρόνια πριν τη μεγάλη κρίση του 2008, ήταν οι πιο σκληρά εργαζόμενοι/ες της αμερικανικής εργατικής τάξης, οι μετανάστες/τριες που δούλευαν στην καθαριότητα με χαμηλά μεροκάματα και χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, που αγωνίστηκαν για βασικά εργατικά δικαιώματα.
Και γιατί να σε εμπιστευτώ, ποια ήταν η τελευταία φορά που δούλεψες σε συνεργείο καθαριότητας;
Ο Κεν Λόουτς, σε μία χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας «Ψωμί και Τριαντάφυλλα», η οποία βασίστηκε στον αγώνα των Janitors, «βάζει» τη μετανάστρια καθαρίστρια Ρόζα (Elpidia Carrillo) να ρωτάει τον συνδικαλιστή Σαμ (Adrien Brody): «Και γιατί να σε εμπιστευτώ, ποια ήταν η τελευταία φορά που δούλεψες σε συνεργείο καθαριότητας;».
Αυτή η απόκριση αποτελεί το μείζον ερώτημα για τον οργανωμένο συνδικαλισμό σήμερα: Πώς η συλλογική δράση θα γίνει ξανά ελκυστική για τον κόσμο της Εργασίας, σε μία εποχή κατά την οποία ο συνδικαλισμός μοιάζει να μην έχει χώρο για το πρεκαριάτο της εποχής, τους επισφαλώς εργαζόμενους, τους μετανάστες, τις γυναίκες.
Επιστροφή στα Συνδικάτα
Ένας ανοιχτός και μεγάλος διάλογος, ώστε να ξεπεραστεί η κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος, φαίνεται να είναι η αυτονόητη πρόταση, σύμφωνα με τον Δημήτρη Κατσορίδα, Επιστημονικό Συνεργάτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ – ΓΣΕΕ). Επιπλέον, η θέσπιση ενός «ηλεκτρονικού μητρώου μελών και συνδικαλιστικού βιβλιαρίου, ώστε να διασφαλίζονται αδιάβλητες εκλογικές διαδικασίες και η καθιέρωση περιορισμένων θητειών και η εναλλαγή των οργάνων» είναι κινήσεις εκσυγχρονισμού του παγιωμένου συνδικαλιστικού τρόπου, λέει.
Για να υπάρξει μία επανεκκίνηση του εργατικού κινήματος, χρειάζεται η διευκόλυνση ένταξης στα συνδικάτα όλων των ευέλικτων μορφών εργασίας
Τα συνδικάτα, σύμφωνα με τον ίδιο, οφείλουν να προσελκύσουν τα τμήματα των εργαζομένων που παραμένουν, ακόμη, έξω από τις δομές του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, όπως οι νέες κατηγορίες υπαλλήλων και τεχνικών, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, οι αλλοδαποί εργαζόμενοι, οι γυναίκες, καθώς επίσης ο μεγάλος αριθμός των ανέργων και των επισφαλώς απασχολούμενων.
Την ίδια άποψη συμμερίζεται ο Γιάννης Κουζής, καθηγητής Εργασιακών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Για να υπάρξει μία επανεκκίνηση του εργατικού κινήματος, χρειάζεται (μεταξύ άλλων) η διευκόλυνση ένταξης στα συνδικάτα όλων των ευέλικτων μορφών εργασίας, των ψευδοαπασχολούμενων με μπλοκάκι, η δημιουργία συνδικάτων σε χώρους πολυκλαδικών δραστηριοτήτων, καθώς και η συνδικαλιστική εκπροσώπηση σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με επιχειρησιακή επιτροπή του κλάδου αφού μόνο το 2% του συνόλου των μικρών επιχειρήσεων τη διαθέτουν.»
«Η ακραία κομματικοποίηση έφτασε στο αποκορύφωμά της με τις μάχες μηχανισμών ενόψει του 37ου Συνεδρίου», συνεχίζει ο Καθηγητής, «το οποίο τελικά έχει τιναχτεί στον αέρα. Για τις αντιπαραθέσεις φέρει ευθύνη το σύνολο των παρατάξεων. Ένα συνδικαλιστικό κίνημα επί της ουσίας διασπασμένο, που δεν μπορεί καν να διοργανώσει κοινό εορτασμό την Πρωτομαγιά, δεν είναι ικανό να παρέμβει εκεί όπου ζουν και εργάζονται οι νέες εκφάνσεις της Εργασίας», καταλήγει o κ. Κουζής.
Ο Δημήτρης Κατσορίδας θα προσθέσει πως «η λύση δεν είναι οργανωτική, αλλά πρωτίστως πολιτική και ιδεολογική, με την έννοια ότι τα συνδικάτα θα πρέπει να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη τους, ξανά, στους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στις νέες γενιές, ούτως ώστε να πάψουν να τα θεωρούν γραφειοκρατικά, αναξιόπιστα, χειραγωγήσιμα και με έντονες κομματικές πολώσεις».
Η απόκτηση πιο ευέλικτων δομών, ώστε να περάσει η λήψη των αποφάσεων σε χαμηλότερα επίπεδα οργάνωσης, με μεθόδους άμεσης δημοκρατίας, είναι απαραίτητη συμπληρώνει ο κ. Κατσορίδας, δίνοντας επιγραμματικά το στίγμα της συζήτησης που το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να ανοίξει, πρώτα και κύρια με τους εργαζόμενους.
Οι ήρωες οποιασδήποτε ιστορίας, όπως συμβαίνει και στις ταινίες του Λόουτς, δεν είναι παρά οι καθημερινοί άνθρωποι που αντιστέκονται στην εκμετάλλευση.