Κλείνουν σήμερα επτά χρόνια από το πιο βίαιο πογκρόμ της μεταπολίτευσης.

Τα ξημερώματα της 1ης Μαϊου 2012, ξεκίνησαν διαδοχικές αστυνομικές σκούπες στην περιοχή της Ομόνοιας κατά τις οποίες προσήχθησαν εκατοντάδες γυναίκες που υποβλήθηκαν σε εξαναγκαστικές εξετάσεις αίματος για τον HIV, έναν ιό που με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο.

 

Όσα καταγγέλθηκαν για το τι συνέβη τις επόμενες ώρες και μέρες είναι λίγο πολύ γνωστά. Τριάντα γυναίκες δέχθηκαν την HIV διάγνωση μέσα σε βαν του ΚΕΕΛΠΝΟ, σε κάποιες περιπτώσεις από αστυνομικούς και σε παραβίαση των νόμιμων διαδικασιών εξέτασης και κοινοποίησης της διάγνωσης. Χωρίς να γνωρίζουν γιατί βρέθηκαν ξαφνικά υπό συνθήκες κράτησης -και με κάποιες να εμφανίζουν στερητικά από χρήση ουσιών- οι γυναίκες συνελήφθησαν για το κακούργημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης κατά συρροή. Η επιπλέον αβάσιμη κατηγορία παράνομης πορνείας έδωσε ώθηση σε μια χωρίς προηγούμενο πολιτική και μιντιακή εκστρατεία στιγματισμού και παραπληροφόρησης. Φωτογραφίες των “ιερόδουλων με AIDS” έκαναν το γύρο των δελτίων ειδήσεων, καθώς οι γυναίκες οδηγούνταν σε υπόγεια κελιά των φυλακών Κορυδαλλού, σε απομόνωση από τις άλλες κρατούμενες.

 

Μοναδική νομική αιτιολόγηση της επιχείρησης αποτέλεσε η υγειονομική διάταξη 39Α, που είχε υπογράψει λίγες βδομάδες νωρίτερα -χωρίς την απαραίτητη σύμπραξη τεσσάρων υπουργών- ο φερόμενος ως εμπνευστής της επιχείρησης, πρώην Υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος. Η 39Α ήταν μια πρόχειρη ανασύνταξη του Αναγκαστικού Νόμου  2520 του 1940 για την καθαριότητα σε καταστήματα και επιχειρήσεις, με προσθήκη μιας μεγάλης λίστας από λοιμώδη νοσήματα. H ελονοσία, η χολέρα, ο HIV και η Ηπατίτιδα C αναφέρονταν χωρίς αξιολόγηση επικινδυνότητας και τρόπου μετάδοσης. Ευάλωτες ομάδες όπως οι χρήστες ουσιών, τα θύματα trafficking και οι μετανάστες, φωτογραφίζονταν σύσσωμες στη διάταξη ως δημόσια απειλή. Η αποκομιδή απορριμάτων για την “εξυγίανσιν χώρων” του Α.Ν. 2520 ταυτιζόταν έτσι με την αποκομιδή ανθρώπων, τα βακτήρια των εστιατορίων με τους ρετροϊούς, οι αποχετεύσεις με τα ανθρώπινα σώματα. Με μια μόνο ασαφή αναφορά στην ανάγκη παρέμβασης των αρχών για εξέταση σε περίπτωση “ένδειξης” λοίμωξης, η 39Α δεν ήταν παρά μια κακογραμμένη νομική πρόφαση για αστυνομική καταστολή.

 

Ο Ανδρέας Λοβέρδος έκανε σειρά μιντιακών εμφανίσεων τις μέρες των συλλήψεων και ενώ οι φωτογραφίες των γυναικών δημοσιεύονταν παντού μαζί με τα προσωπικά τους στοιχεία. Ο τότε Υπουργός Υγείας επέμενε στην αναγκαιότητα της επιχείρησης, επικαλούμενος μεγάλη αύξηση σε νέα κρούσματα HIV, που είχε διαπιστωθεί εκείνο το διάστημα στους χρήστες (κυρίως στους άντρες). Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, Υπουργός της αστυνομίας που επιτέλεσε την επιχείρηση μαζί με το ΚΕΕΛΠΝΟ έγραψε για φαρισαϊσμό όσων διαμαρτύρονταν, στους οποίους σύντομα προστέθηκαν διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και το τμήμα του ΟΗΕ, UNAIDS.

 

Το αφήγημα της “υγειονομικής βόμβας” περνούσε όμως ήδη στη συνείδηση των τηλεθεατών μέσω μιας μπερδεμένης, σεξιστικής εικονογραφίας. Ρεπορτάζ γυναικών που σέρνονταν από αστυνομικούς φωνάζοντας έξω από οίκους ανοχής -όπου είχε προηγηθεί η σύλληψη μιας γυναίκας, στις 27 Απριλίου- έπαιζαν στα δελτία παράλληλα με βίντεο αρχείου από σεξεργάτριες με μίνι και ψηλές μπότες και τις φωτογραφίες των συλληφθέντων με σκισμένα παπούτσια και εμφανή τα σημάδια της χρήσης στα σώματά τους. Στο δελτίο του Σκάι, μπροστά από μια οθόνη με ένα φλεγόμενο γυναικείο αβατάρ, ο Νίκος Ευαγγελάτος παρουσίαζε ρεπορτάζ που ανέφεραν πως ανάμεσα στις συλληφθείσες βρίσκονταν και ανήλικες. Στην κρατική τηλεόραση, η Έλλη Στάη, περιέγραφε ατάραχη τις εικόνες της προσαγωγής των γυναικών στην Ευελπίδων.

 

Οι δημοσιογράφοι και θεσμικοί παράγοντες που είτε συναίνεσαν, είτε απέφυγαν να καταδικάσουν ανοιχτά την κατασταλτική επιχείρηση είναι πολλοί για να ονομαστούν σε ένα κείμενο.  Ιδιαίτερη αναφορά ίσως πρέπει να γίνει στον δήμαρχο Γιώργο Καμίνη, που περιορίστηκε σε μια δήλωση για την αντιμετώπιση του νομικού καθεστώτος των οίκων ανοχής, κάνοντας λόγο για κατάσταση που “θέτει σε κίνδυνο χιλιάδες συμπολίτες μας.” Ο ισχυρισμός ότι το HIV ενδημούσε στους οίκους ανοχής της Αθήνας, διαδόθηκε χωρίς στοιχειοθέτηση σε επιδημιολογικά δεδομένα και οι σκούπες συνεχίστηκαν για μήνες, με την αστυνομία να πραγματοποιεί χιλιάδες προσαγωγές και εξαναγκαστικές εξετάσεις, συν δέκα ακόμα διαγνώσεις, στην ρατσιστική επιχείρηση Ξένιος Δίας.

 

Καμία επίσημη έρευνα για την υπόθεση δεν έγινε γνωστή. Ο γιατρός του ΚΕΕΛΠΝΟ Ευάγγελος Λιάπης, που παραβίασε το ιατρικό απόρρητο στα κανάλια, συνέχισε να ασκεί το ιατρικό λειτούργημα. Οι αστυνομικοί που πραγματοποίησαν προσαγωγές για δήθεν τέλεση παράνομης πορνείας σε δεκάδες διαφορετικά σημεία της Αθήνας μέσα σε ελάχιστη ώρα την πρώτη νύχτα της σκούπας δεν παραπέμφθηκαν σε πειθαρχικό. Η πρώην πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ Τζένη Κρεμαστινού αποχώρησε αθόρυβα το 2015, με τη λήξη της θητείας της μαζί με τον γενικό διευθυντή Θόδωρο Παπαδημητρίου, του οποίου η παρουσία και στο διοικητικό συμβούλιο του ελληνικού παραρτήματος του Ινστιτούτου Παστέρ είχε ήδη προκαλέσει τη διαμαρτυρία της προέδρου του Ινστιτούτου στη Γαλλία, προς τον τότε υπουργό υγείας Μάκη Βορίδη, χωρίς αποτέλεσμα.

 

Η πιθανότητα περεταίρω διερεύνησης της υπόθεσης έλαβε ένα ακόμα χτύπημα το 2014, με την εισαγγελική απόρριψη της μήνυσης που κατατέθηκε κατά των υπευθύνων, από πέντε γυναίκες και ελληνικές οργανώσεις. Ο εισαγγελέας εφετών ανέφερε στην απόφασή του ότι η αιμοληψία ήταν νόμιμη ανακριτική πράξη που δεν προκάλεσε πόνο ή άγχος στα θύματα.

 

Εν τω μεταξύ, το πολιτικό ξέπλυμα της επιχείρησης συνεχίζεται. Ο Αλέξης Τσίπρας, που απέσυρε την 39A το 2015, υπουργοποίησε για δεύτερη φορά το 2018 τον αναπληρωτή του Λοβέρδου, Μάρκο Μπόλαρη. Η Νέα Δημοκρατία προήγαγε σε αντιπρόεδρο τον Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος είχε επαναφέρει την 39Α to 2013 -μετά την πρώτη της κατάργηση από τη Φωτεινή Σκοπούλη- προκαλώντας έτσι νέα διεθνή κατακραυγή, μεταξύ άλλων και από την Francoise Barre-Sinoussi, τη Νομπελίστα ιολόγο που αναγνώρισε τον ιό HIV το 1983.

 

Η ΕΣΗΕΑ δεν κάλεσε ποτέ σε απολογία ούτε έναν δημοσιογράφο. Ο μόνος επαγγελματίας δημοσιογράφος που άκουσε τη φωνή της συνείδησής του και απολογήθηκε δημόσια για τη συμμετοχή του στην μιντιακή δόμηση της σκευωρίας ήταν ο Γιώργος Καράγιωργας του Έθνους. Ο δε Ανδρέας Λοβέρδος διατηρεί σταθερό βήμα σε όλα τα ΜΜΕ, επιδιδόμενος κατά καιρούς σε υπεράσπιση των πράξεών του, αποστέλλοντας μάλιστα μόλις πριν μια βδομάδα εξώδικο σε δημοσιογράφους της ΕΡΤ που αναφέρθηκαν στη διαπόμπευση, στο οποίο αναφέρεται ακόμα στις γυναίκες ως “εκδιδόμενες.” Ο πρώην Υπουργός επικαλείται συχνά την εισαγγελική εντολή που οδήγησε στην δημοσίευση των φωτογραφιών, αποπροσανατολίζοντας έτσι τη δημόσια συζήτηση απ’την ουσία της επιχείρησης, που ήταν οι εξαναγκαστικές εξετάσεις και η διασπορά πανικού για ένα αντιμετωπίσιμο νόσημα.

 

Μέχρι στιγμής, μια και μοναδική συγγνώμη έχει δοθεί εκ μέρους του ιατρικού κατεστημένου για την υπόθεση, απ’τον Προέδρο του ΚΕΕΛΠΝΟ, Θεόφιλο Ρόζενμπεργκ, που το 2016 χαρακτήρισε τα όσα έγιναν υπό την ηγεσία των προκατόχων του “κατάπτυστα”. Η συγγνώμη του Ρόζενμπεργκ μπορεί να είναι η τελευταία που θα ακουστεί από επίσημα χείλη. Δεν θα υπάρξουν ποινικές επιπτώσεις για τους υπεύθυνους μιας και τυχόν αδικήματα, έχουν παραγραφεί.

 

Οι κατηγορίες κατά των γυναικών έχουν εν τω μεταξύ καταρρεύσει στα δικαστήρια. Η εκστρατεία καταστολής έληξε με αθωώσεις και τρεις περιπτώσεις μιας μικρής αποζημίωσης για άδικη φυλάκιση. Ελλείψει οποιασδήποτε καταγγελίας, μετάδοσης ή απόδειξης τέλεσης παράνομης πορνείας, πόσο μάλλον σκοπούμενης μετάδοσης εν γνώσει της οροθετικότητας, η μιντιακή υστερία για γυναίκες που “σπέρνουν το θάνατο” μοιάζει από την απόσταση του χρόνου με μια νοσηρή περφόρμανς από άλλη εποχή.

 

Η υπόθεση του 2012 όμως δεν ανήκει σε μια άλλη εποχή. Οι νομικές και πολιτικές συνθήκες και τα επιδημιολογικά δεδομένα για τον HIV αφήνουν ακόμα ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων διώξεων. Οι χρήστες ουσιών, οι σεξεργάτες, οι μετανάστες και πρόσφυγες παραμένουν ευάλωτοι σε ποινικοποίηση με αφορμή την HIV λοίμωξη.

 

Οι συνεχιζόμενες αναφορές στην υπόθεση των οροθετικών γυναικών στη δημόσια σφαίρα προβάλλουν απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο κυρίως το θυμικό, ανάγοντας τα γεγονότα του 2012 σε ένα σχεδόν συμβολικό σημείο αναφοράς της εξαθλίωσης, της προπαγάνδας και καταστολής που ενδήμησε τα χρόνια της κρίσης. Στον καταγγελτικό αυτό λόγο έχει συμβάλλει και η δημοσιοποίηση του θανάτου δυο απ’τις γυναίκες (μέχρι στιγμής ο συνολικός αριθμός όσων δεν είναι πια εν ζωή είναι οκτώ). Ο Ανδρέας Λοβέρδος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τα περισσότερα βέλη, είναι ο τέλειος “κακός” σε μια ιστορία με τέλεια θύματα.

 

Αυτό που λείπει είναι μια κοινή πρόταση για την αλλαγή των συνθηκών που έκαναν δυνατή την ποινικοποίηση του HIV/AIDS στη χώρα μας.

 

Κατά τη γνώμη μου, μια τέτοια πρόταση πρέπει να συμπεριλαμβάνει τα εξής:

  1. Βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου για τη σεξεργασία στην Ελλάδα, με αποποινικοποίησή της και για τα άτομα που εκδίδονται στο δρόμο, χωρίς υποχρέωση εξετάσεων ή απειλή προσαγωγής για όσους δεν διαθέτουν κατάλληλα έγγραφα.

 

Η δίωξη του 2012 ίσως να μην είχε πραγματοποιηθεί αν η Ελλάδα είχε υιοθετήσει το μοντέλο της Νέας Ζηλανδίας, όπου αποποινικοποιείται η σεξεργασία, με μόνη εξαίρεση περιπτώσεις καταναγκασμού.

 

Η δίωξη του 2012 εργαλειοποιούσε όλες τις προκαταλήψεις γύρω απ’την σεξεργασία ως ένα μείγμα εξαθλίωσης και παραβατικότητας που πρέπει να ελέγχεται απ’την αστυνομία. Παρόμοιες προκαταλήψεις συμμερίζεται και μέρος του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα που ζητά ακόμα την αστυνόμευση αυτής της μορφής εργασίας μέσω της ποινικοποίησης του πελάτη, χωρίς καμία εμπειρική απόδειξη ότι τέτοια μέτρα έχουν θετικά αποτελέσματα. Οι φωνές που ζητούν το Σκανδιναβικό μοντέλο ποινικοποίησης του πελάτη, συντηρούν ουσιαστικά ένα καθεστώς αστυνόμευσης κατά των ανθρώπων που εργάζονται στο σεξ. Η πλήρης αποποινικοποίηση αντίθετα, είναι το αίτημα διεθνώς όλων των οργανώσεων και σωματείων σεξεργασίας μιας και βελτιώνει την ασφάλεια και τα δικαιώματα όσων εργάζονται στο σεξ, ενώ απομακρύνει την αστυνομία από περιοχές που ζουν και άλλοι ευάλωτοι πληθυσμοί.

 

  1. Άμεση ενίσχυση των προγραμμάτων περίθαλψης, στέγασης, παροχής επιδομάτων και μείωσης βλάβης σε όλους τους ενεργούς χρήστες ουσιών.

 

Τα στατιστικά δεδομένα για την χρήση ουσιών στην Ελλάδα δείχνουν ότι παρά την μείωση των νέων κρουσμάτων HIV μετά το 2013, οι πραγματικοί αριθμοί παραμένουν ανησυχητικά υψηλοί συνιστώντας “συνεχιζόμενη επιδημία”. Η ανταλλαγή χρησιμοποιημένων συριγγών είναι ακόμα διαδεδομένη σε μεγάλο ποσοστό χρηστών ενέσιμων ουσιών, πράγμα που απαιτεί τη στήριξη πολιτικών μείωσης βλάβης με διανομή καθαρών συριγγών, καθώς και κινητών μονάδων και μόνιμων Χώρων Ελεγχόμενης Χρήσης.

 

Η ταύτιση της χρήσης ουσιών με τη σεξεργασία στην υπόθεση του 2012 είχε ως προφανή στόχο την υπευθυνοποίηση και των χρηστών, ακριβώς την περίοδο που οι μνημονιακές πολιτικές ελάττωναν τα προγράμματα street work για διανομή προφυλακτικών και καθαρών συρριγών στις πιάτσες. Η υπευθυνοποίηση είχε ξεκινήσει το 2011, όταν παρουσία του Ανδρέα Λοβέρδου, ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας για τον HIV, Μάριος Λαζανάς  είχε ισχυριστεί μπροστά σε δημοσιογράφους ότι πολλά νέα κρούσματα HIV στους χρήστες γίνονταν αυτόκλητα προς αναζήτηση επιδομάτων. Η μη στοιχειοθετημένη αυτή αναφορά έγινε αργότερα και σε έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο οποίος τελικά ζήτησε συγγνώμη.

 

Όποια πολιτική δράση εναντιώνεται στις τακτικές Λοβέρδου, οφείλει να αποδεχτεί την τεκμηριωμένη συμβολή της μείωσης βλάβης  στον περιορισμό των λοιμώξεων και να διευκολύνει την πρόληψη της λοίμωξης κυρίως στους άστεγους χρήστες και χρήστριες, που αποτέλεσαν τη βασική ομάδα που στοχοποιήθηκε το 2012.

 

 

  1. Μια πρόταση για ξεκάθαρη νομοθετική διατύπωση στον ποινικό κώδικα που να απαλάσσει τους ανθρώπους που ζουν με τον ιό HIV από οποιαδήποτε νομική υποχρέωση κοινοποίησης της οροθετικότητάς τους σε σεξουαλικούς συντρόφους, είτε εργάζονται στο σεξ είτε όχι.

 

Δεν υπάρχει καμία επιστημονική λογική σε παρεμβάσεις προστασίας της δημόσιας υγείας που προορίζουν αποκλειστικά τους σεξεργάτες σε εξαναγκαστική εξέταση αντί για ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Η HIV λοίμωξη μεταδίδεται πιο εύκολα από άντρα σε γυναίκα ενώ οι άντρες πελάτες γνωρίζουν ότι οι σεξεργάτριες είναι εξ’ορισμού άτομα που συνευρίσκονται με πολλούς ανθρώπους, ενώ δεν ισχύει κατ’ανάγκην το αντίστροφο. Μια απόλυτη απαίτηση προς τους οροθετικούς για κοινοποίηση της κατάστασής τους δεν λαμβάνει υπόψιν το μέγεθος του στιγματισμού της λοίμωξης στην Ελληνική κοινωνία, όπως φάνηκε και στην πρόσφατη υπόθεση του οροθετικού άντρα που εκδιώχθηκε από την εργασία του μετά από διαμαρτυρία των συναδέλφων του – δεχόμενος τελικά αποζημίωση απ’το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για αναίτια απόλυση.

 

Επιπλέον, η απειλή ποινικών διώξεων για μη κοινοποίηση του ιού έρχεται σε αντίθεση τόσο με τα επιστημονικά δεδομένα για το βαθμό μεταδοτικότητας του HIV αλλά και με μια ανθρωπιστική και αποτελεσματική τακτική προσέγγισης των ομάδων που δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε διάγνωση ή θεραπεία. Ήδη από το 2008, Ελβετοί ειδικοί πρότειναν τον τερματισμό διώξεων κατά οροθετικών ατόμων που έχουν μη ανιχνεύσιμο ιϊκό φορτίο, με την επιστημονική αιτιολόγηση ότι δεν μπορούν να μεταδώσουν τον ιό. Η Ελβετική Διακύρηξη συμβάδισε με τα ευρήματα διαδοχικών επιστημονικών ερευνών, με πιο πρόσφατες τις κλινικές δοκιμές Partner 1 και 2 που έδειξαν μηδενική μετάδοση του HIV σε οροασύμβατα ζευγάρια. Ανάμεσα σε χιλιάδες συμμετέχοντες που στις εν λόγω δοκιμές έκαναν έγκαιρη αντιρετροϊκή αγωγή και σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη δεν παρατηρήθηκε ούτε μια μετάδοση. Τα επιστημονικά αυτά δεδομένα οδήγησαν τελικά το 2018 το UNAIDS στην έκδοση της τεκμηρίωσης Undetectable=Untransimittable (Μη ανιχνεύσιμο=Μη μεταδοτικό) που επαληθεύει τη μη μεταδοτικότητα. Η περεταίρω διάθεση τα τελευταία χρόνια των φαρμάκων Προφύλαξης Πριν Την Έκθεση (PrEP), που εμποδίζουν τη μόλυνση από τον ιό HIV, έχει δώσει ένα ακόμα εργαλείο αντιμετώπισης του ιού. Μια τακτική προστασίας της δημόσιας υγείας πρέπει να μεριμνήσει για εύκολη πρόσβαση στα φάρμακα αυτά και στην Ελλάδα.

 

Η αποδοχή του U=U δεν παροτρύνει το κοινό σε απροφύλακτη επαφή. Εδραιώνει αντίθετα την αντιμετώπιση του HIV ως ζήτημα δημόσιας υγείας και όχι ποινικής καταδίκης. Ταυτόχρονα ενδυναμώνει στιγματισμένες ομάδες, ενθαρρύνοντάς τες προς αναζήτηση θεραπείας. Το U=U διέψευσε την υστερία του 2012 διατυπώνοντας αυτό που ήταν ήδη γνωστό στους Έλληνες πολιτικούς: ότι πρόληψη είναι η θεραπεία και όχι η βίαιη προσαγωγή και εξέταση.

 

Οι νομικές ακρότητες ποινικοποίησης οροθετικών δεν είναι φυσικά ελληνική αποκλειστικότητα. Η υπόθεση του 2012 αποτέλεσε παγκόσμια πρωτοτυπία λόγω της μαζικότητας των συλλήψεων, όμως η Ελλάδα δεν είχε ποτέ τα πρωτεία στην ποινικοποίηση του ιού. Οι διώξεις κατά οροθετικών, κυρίως gay, σεξεργατών και έγχρωμων ανθρώπων παρουσίασε αύξηση στις Δυτικές χώρες, αμέσως μετά την έλευση της αντιρετροϊκής θεραπείας. Η Σουηδία έφτασε να ποινικοποιεί κάθε σεξουαλική πράξη με οροθετικό άτομο ως σεξουαλική επίθεση, κάνοντας ακόμα και περιπτώσεις συναινετικής επαφής ανάμεσα σε οροασύμβατα συναινούντα ζευγάρια παράνομη, καταπατώντας έτσι και το δικαιώμα των οροθετικών στην αναπαραγωγή. Στις ΗΠΑ, εισαγγελείς έχουν ανασύρει στο παρελθόν αντιτρομοκρατικού νόμους για τα βιολογικά όπλα για να αιτιολογήσουν την εγκληματοποίηση οροθετικών σωμάτων.

 

Η επιθετική εργαλειοποίηση της νομοθεσίας έχει ευτυχώς δεχτεί έντονη κατακραυγή και τεκμηριωμένες αντιδράσεις τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας σε σταδιακή απόσυρση άδικων ευρέων νόμων που υπονομεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η κυβέρνηση του Οντάριο στον Καναδά, του παγκόσμιου πρωταθλητή διώξεων κατά οροθετικών ατόμων ακόμα και χωρίς μετάδοση και με χρήση προφυλακτικού, αποφάσισε πρόσφατα την παύση των διώξεων για όσους διατηρούν μη ανιχνεύσιμο φορτίο για τουλάχιστον έξι μήνες. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν και εκείνα αρχίσει να λαμβάνουν υπόψιν τους το U=U. Σε μια απόφαση σταθμό για τα δικαιώματα των οροθετικών στην Ελλάδα, το Β’ Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών αποφάσισε το 2018 την αθώωση άντρα με σταθερά μη ανιχνεύσιμο φορτίο βρίσκοντας ανυπόστατη την κατηγορία της σύντροφου του για δόλια απόπειρα μετάδοσης. Παρά το θετικό της απόφασης αυτής, οι συνεχιζόμενες ελλείψεις στα Ελληνικά νοσοκομεία των ειδικών αντιδραστηρίων για την εξέταση του φορτίου HIV -και άρα για νομική τεκμηρίωση της μη μεταδοτικότητας- αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο εκδικητικών μηνύσεων και κατασταλτικών ενεργειών, κυρίως κατά ομάδων με μειωμένη πρόσβαση στη θεραπεία και την εξέταση.

 

 

Είναι καίριας σημασίας το ότι η μιντιακή προπαγάνδα του 2012 στηρίχτηκε στην κατασκευή μιας σειράς από εξομοιώσεις: η HIV λοίμωξη ταυτίστηκε με την εκδηλωμένη ασθένεια του AIDS, οι χρήστριες με τις σεξεργάτριες, η σεξουαλική επαφή ανθρώπων θετικών στον HIV με τη σωματική βλάβη. Τίποτα από αυτά δεν είχε εμπειρική ή επιστημονική βάση. Είχε όμως μιντιακή και πολιτική στήριξη καθώς και αποδοχή από μερίδα της κοινής γνώμης. Οι υποθέσεις που αναδεικνύονται συνήθως στα ΜΜΕ αφορούν κατηγορίες δόλιας μετάδοσης, δηλητηριάζοντας έτσι ένα ευρύ κοινό με ένα στιγματιστικό στερεότυπο, που δεν περιγράφει τη συμπεριφορά χιλιάδων άλλων ανθρώπων.

 

Είναι πιο εύκολο όμως να καταγγέλλουμε όσους διαιωνίζουν αυτό το στίγμα μέσω προπαγάνδας, παρά να εξετάσουμε τις προκαταλήψεις και παρανοήσεις που το τροφοδοτούν και οι οποίες ενδημούν ακόμα και εντός των πιο ανεκτικών πολιτικών τάσεων. Ένα κοινωνικό μέτωπο κατά της παραπληροφόρησης λοιπόν, οφείλει να κινηθεί προς σαφή νομική κατοχύρωση των δικαιωμάτων όσων ζουν με τον HIV, ώστε να συνευρίσκονται σεξουαλικά, να εργάζονται ή και να κάνουν χρήση ουσιών, χωρίς την απειλή φυλάκισης και διαπόμπευσης. Μια σαφής νομική οδηγία για αποποινικοποίηση του ιού, θα απομακρύνει τον κίνδυνο επανάληψης μια μαζικής δίωξης εναντίον όλων των ομάδων των οποίων οι συνθήκες ζωής τέμνονται με έναν αυξημένο κίνδυνο της HIV λοίμωξης. Η προστασία της δημόσιας υγείας δεν προωθείται με καταστολή, αλλά με περισσότερα δικαιώματα και καλλιέργεια εμπιστοσύνης προς τις υπηρεσίες υγείας. Οι γιατροί και οι ακτιβιστές που αφιερώνονται στην προσέγγιση ευάλωτων ανθρώπων, δούλεψαν σκληρά τα τελευταία επτά χρόνια για να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη όσων στιγματίστηκαν βάναυσα και διασύρθηκαν ως κοινοί εγκληματίες. Η προστασία της δημόσιας υγείας όμως επιβάλλει και την αλλαγή νομοθεσίας που θα αποκλείει τακτικές, τις οποίες η επιστήμη και η κοινότητα των πολιτών διεθνώς, έχουν ξεκάθαρα πλέον καταδικάσει.

 

Κλείνοντας, η υπόθεση των οροθετικών έχει λήξει δικαστικά, με μόνη εκκρεμότητα την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο οποίο έχει κατατεθεί αίτηση αποζημίωσης για οκτώ από τα θύματα με τη συνδρομή της εθελοντικής Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα των Μεταναστών και Προσφύγων. Οι Έλληνες φορολογούμενοι θα πληρώσουν τυχόν αποζημιώσεις, όπως πλήρωσαν και την άσκηση πυγμής της αστυνομίας και του ΚΕΕΛΠΝΟ, που είχε τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ τις πρώτες παραπλανητικές εξαγγελίες.

 

Ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο Μάκης Βορίδης, ο Μάρκος Μπόλαρης είναι ακόμα στη Βουλή. Είναι υποχρέωση, όσων αναγνωρίσαμε την αγριότητα, να αφαιρέσουμε κάθε νομικό και πολιτικό εργαλείο απ’τη φαρέτρα τόσο των ίδιων όσο και πολλών άλλων που συμμερίζονται τις απόψεις τους.

 

Το πογκρόμ του 2012 μπορεί να είναι παρελθόν, έχει όμως εγκαθιδρύσει ένα απειλητικό προηγούμενο. Εάν αποτύχουμε να αλλάξουμε τις συνθήκες που το επέτρεψαν, η επανάληψη μιας ακραίας επιχείρησης στο μέλλον, θα είναι και δική μας ευθύνη.

 

Η Διεθνής Εκστρατεία U=U (Μη ανιχνεύσιμο=Μη μεταδοτικό)