Γράφει ο Javier Tolcachier*

Είναι σα μια υπόθεση πιστολάδων στην υπερβολικά Εγγύς Δύση. Το κεφάλαιο έχει μπει σε ένα ξέφρενο αγώνα δρόμου για εισοδήματα και δεν ανέχεται το ελάχιστο κόστος που εγγυάται ένα υποκατάστατο κοινωνικής ειρήνης. Η αυτοματοποίηση και η συνακόλουθη εξαφάνιση θέσεων εργασίας – σε πολλές αλλοτριωτικές περιπτώσεις – δεν έφερε απελευθέρωση παρά αβεβαιότητα και οπισθοδρόμηση σε μια ανανεωμένη δουλεία.

Με τη σειρά τους, εκατομμύρια αγρότες εξορισμένοι από την αγροτική ζωή δε βρίσκουν πλέον εργασία στις βιομηχανικές ζώνες των μεγαλουπόλεων, παρά μόνο απλή και καθαρή ένδεια. Τα εργοστάσια προτιμούν ρομπότ, αποσύρονται σε άλλες αγορές εργασίας πολύ πιο «φιλικές» ή απλά φυγαδεύουν τα κέρδη τους στον Γαργαντούα της κερδοσκοπίας, που καταλήγει να καταπίνει την φαντασία ενός καπιταλισμού, κάποτε παραγωγικού.

Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγουν από την αθλιότητα, μάζες μεταναστών ξεκινούν το ταξίδι σε άλλους τόπους, συναντώντας πεδιάδες, τείχη, θάλασσες, ποτάμια, συνοριακή αστυνομία και κάθε είδους εμπόδιο στο δρόμο. Στην περίπτωση που φτάσουν σώοι στον πολυπόθητο παράδεισο, τους περιμένει η υπερεκμετάλλευση, η διάκριση και η επώδυνη νοσταλγία της εξορίας, που μετά βίας κατευνάζεται από την επίγνωση ότι η οικογένειά τους στην πατρίδα θα μπορούσε ένα επιβιώσει με τα ψίχουλα που αποκτήθηκαν στο μακρινό τόπο.

Για το αναίσθητο κεφάλαιο, εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένα προβλήματα προς επίλυση. Στην πλασματική αλλά επιβλητική προστιθέμενη αξία που προσφέρει η χρηματοπιστωτική οικονομία αντιτίθεται ένα «προστιθέμενο κόστος», κατάλοιπο της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων. Κόστος το οποίο, το κεφάλαιο, δεν είναι διατεθειμένο να χρεωθεί.

Χωρίς την απαραίτητη μεταφορά νέων εργαζομένων καταδικασμένων στην ανεργία, πώς θα όφειλαν να χρηματοδοτηθούν οι συνταξιοδοτήσεις των ηλικιωμένων; Οι οποίες σε πείσμα του ΔΝΤ είναι όλο και περισσότερες…; Πώς θα όφειλαν να πληρωθούν μισθοί σε δασκάλους και καθηγητές της δημόσιας εκπαίδευσης, σε επαγγελματίες της υγείας, σε κρατικούς υπαλλήλους; Πώς, αν αντί να το λύσει με φόρους ανάλογους με τα κέρδη του, το κεφάλαιο κρύβεται σε φορολογικά κρησφύγετα και ζητά μέσω των εκπροσώπων του να «εξαφανίσει το έλλειμμα»; Με άλλα λόγια, τις κοινωνικές επενδύσεις;

Στο ριζοσπαστικό του αμοραλισμό, το κεφάλαιο πηγαίνει ακόμα παραπέρα. Το έγκλημα της φοροδιαφυγής αντιπροσωπεύει μια διπλή συναλλαγή. Από τη μια πλευρά, απαλλάσσει με δόλιο τρόπο από τη φορολογική υποχρέωση. Από την άλλη, προκαλεί τεράστιες τρύπες στους δημόσιους προϋπολογισμούς, τρέχοντας στη συνέχεια να «βοηθήσει», για να αποκτήσει μυθικά τοκογλυφικά κέρδη. Ο κλέφτης γίνεται πλούσιος δανείζοντας στο θύμα αυτό που προηγουμένως του έκλεψε. Ζημία που τελικά μεταφέρεται στον πληθυσμό που υπόκειται σε αυτό το φαύλο καθεστώς.

Από την οπτική γωνία του κεφαλαίου, πρέπει να μειώνεις το Κράτος αλλά να μην το καταργείς. Διαφορετικά, ποιος θα αναλάμβανε το χρέος και θα εγγυόταν αργότερα αυτή την υπεργολαβία λεηλασίας; Στο οποίο πρέπει να προσθέσουμε την ανείπωτη έλξη της μαζικής κατανάλωσης, που εκφρασμένη σε ποσοστά, προσθέτει τοκογλυφικό κέρδος και καινούργιες χαρές στο κεφάλαιο, επιφυλάσσοντας για το λαό συγκεκριμένες μηνιαίες δυσκολίες.

Η υπεραξία εξάγεται σήμερα με ελλειπτικό τρόπο. Στην εξαφάνιση της άμεσης σχέσης κυρίου και δούλου αντιστοιχεί μια εξευγενισμένη ληστεία μέσω της καταναλωτικής πίστωσης και των φόρων που απαιτούνται για να πληρωθεί το χρέος του Κράτους.

Δικαστικός πόλεμος και άκρα δεξιά, χωροφύλακες του κεφαλαίου
Όπως σε κάθε προγενέστερη ιστορική εποχή, οι λαοί δε δέχονται παθητικά την κατάσταση. Παρακινημένοι από το φανερό καπιταλιστικό παραλογισμό βγαίνουν στους δρόμους για να απαιτήσουν δικαιώματα, ή τουλάχιστον, για να εμποδίσουν την κατάργησή τους. Οι λαϊκές οργανώσεις και η δυσαρέσκεια γέννησαν έτσι κυβερνήσεις και ηγέτες που κλήθηκαν να αναστρέψουν την αδικία ενός συστήματος για λίγους.

Αυτό ήταν ανυπόφορο για το συσσωρευμένο κεφάλαιο. Με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης που διαθέτει – δικών του ή νοικιασμένων με τη διαφήμιση – θα μπορούσε να συκοφαντήσει ή να δυσφημίσει τους επαναστάτες. Η διαφημιστική εκστρατεία έφερε το όνομα «διαφθορά» και ο στόχος ήταν να επεκτείνει τις υποψίες πάνω σε ο,τιδήποτε δε συμφωνούσε με την επιδεινούμενη αδικία.

Αυτή η διαφημιστική μηχανορραφία που εξυφαίνεται από επιδέξιους σεναριογράφους, γίνεται αποδεκτή και αναπαράγεται με ευκολία χάρη σε μια προκατάληψη που προϋπάρχει στον πληθυσμό σχετικά με ένα γενικευμένο κρεολικό «καιροσκοπισμό». Προκατάληψη που υποδεικνύει ότι δεν μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη στα χαρακτηριστικά ενός λαού πρόθυμου να παραβαίνει κανόνες και να αποκομίζει όφελος από αυτό.

Καιροσκοπισμός που, στις υπάρχουσες περιπτώσεις τελικά, δεν είναι δυνατό να αποδοθεί σε μια υποτιθέμενη τοπική «ιδιοσυγκρασία», παρά στο σύστημα δωροδοκιών που χρησιμοποιεί η επιχειρηματική πλουτοκρατία για τις δικές της διαπραγματεύσεις.

Η ευρωπαϊκή εικόνα ενός ιθαγενούς πληθυσμού που στερείται ηθικής, εξυπηρέτησε παλαιότερα σχέδια εξόντωσης και καταπίεσης και κατέληξε να πολιτογραφηθεί σε κοινωνικά τμήματα που τείνουν να ταυτίζονται με την καταπιεστική κουλτούρα. Από εκεί μέχρι να σκεφτεί κανείς ότι οι πληβείοι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να κυβερνήσουν για να τα «κλέψουν όλα», υπάρχει μόνο ένα βήμα.

Αλλά αν το ψέμα αποτύχει, πάντοτε μένει το μέσο της πολιτικής καταδίωξης, της απαγόρευσης και της καταπίεσης. Μέσο που χρησιμοποιείται ευρέως από όλους τους ισχυρούς της ιστορίας για να αποφύγουν την κατάργηση ή έστω τον περιορισμό των προνομίων τους.

Το δικαστικό κυνηγητό που βρίσκεται σε εξέλιξη ενάντια σε πολιτικούς και κοινωνικούς ηγέτες, ενάντια σε κοινωνικές οργανώσεις, ο επονομαζόμενος «νομικός πόλεμος» συνοδεύεται από εκτενείς εκστρατείες των μέσων ενημέρωσης για να συνεχίσουμε να αποδεχόμαστε την καινούργια παλιά προκατάληψη για το «λαϊκισμό» ή «την αριστερά». Ο στόχος είναι να αποδιοργανωθεί κάθε δυνατότητα λαϊκής αντίστασης και να εμποδισθεί η ανασύστασή της, κάμπτοντας το ηθικό των αγωνιστών και απομακρύνοντας τους θιασώτες της. Αυτές οι διαρκείς και καθημερινές εκστρατείες έχουν ανοίξει την πόρτα στη λαϊκή αγανάκτηση και στην κραυγή για γρήγορες και ριζικές λύσεις.

Ο νεοφασισμός βλασταίνει από αυτό τον επικοινωνιακό οχετό, μαζί με την έλλειψη μέλλοντος που προσφέρει ο πραγματικός υπαρκτός κεφαλαιοχρηματοπιστωτισμός. Είναι ο ίδιος παρανοϊκός δρόμος που αντέταξε το σύστημα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. για να αναχαιτίσει την πρόοδο των αναρχικών και σοσιαλιστικών ρευμάτων.

Η φασιστική ιδεολογία βρίσκει τη ρίζα της μια ακόμη φορά σε προϋπάρχουσες προκαταλήψεις, βολικά διευρυμένες και διαστρεβλωμένες μέσω ρητορικών μίσους. Αποφάσεις που θέτουν στο στόχαστρο τους μετανάστες, τις γυναίκες, την κοινότητα με διαφορετικό σεξουαλικό και συναισθηματικό προσανατολισμό και όλους τους χώρους με προσδοκίες και συμπεριφορές που αποκλίνουν από τη φαντασιακή πατριαρχικο-εκκλησιαστική νόρμα.

Η καπιταλιστική συντεχνία καλεί στη σκηνή λοιπόν προσωπικότητες που κραδαίνουν το ρόπαλο και υπόσχονται κυβερνήσεις για να «αποκαταστήσουν την τάξη». Τάξη που, τελικά, έχει χάσει πια την ισχύ της. Αταξία, που πνίγει τους λαούς.

Κρίσεις και προκαταλήψεις
Στην παρούσα συγκυρία, πολλαπλασιάζονται οι εκτιμήσεις για να κατανοήσουμε τη συνολική εικόνα και να επιτύχουμε το σωστό χημικό τύπο που θα μας επιτρέψει να βγούμε από το έλος της ιστορικής οπισθοδρόμησης. Είναι σωστό να υπολογίσουμε στην ανάλυση τις τωρινές αποτυχίες ενάντια σε αντικειμενικούς παράγοντες όπως οι προεκλογικές εκστρατείες χειραγώγησης με τη βοήθεια των μέσων και των κοινωνικών δικτύων, η φθορά των προοδευτικών κυβερνήσεων ή η υποβάθμιση των πρώτων υλών που επέτρεπαν μια κάποια αναδιανομή.

Καθώς επίσης και να υπογραμμίσουμε και να επανορθώσουμε την εγκατάλειψη της κοινωνικής εκπαίδευσης και κινητοποίησης, που προέρχεται εν μέρει από τις νέες υπευθυνότητες ενός τεράστιου γραφειοκρατικού κυβερνητικού μηχανισμού. Ή να θέσουμε το ζήτημα, χωρίς αυτομαστίγωμα, των παραχωρήσεων που έγιναν στους συντηρητικούς κύκλους, όπως για παράδειγμα η συνέχιση της συγκέντρωσης στον τομέα της επικοινωνίας, των τραπεζών και της έγγειας ιδιοκτησίας. Ακόμα και να προβληματιστούμε πάνω σε κάποια αντιδραστική στάση και προτεινόμενη αδράνεια στις προσεγγίσεις του επαναστατικού ή μεταρρυθμιστικού ιδανικού σε εποχές ιλιγγιώδους ταχύτητας.

Ωστόσο, καθίσταται αναγκαίο να φτάσουμε σε μεγαλύτερο βάθος, διακρίνοντας πόσο υποκειμενικές είναι οι ίνες που εφάπτονται σε αυτή τη διαλεκτική ανάμεσα σ΄ αυτό που αρνιέται να πεθάνει και σε αυτό που παλεύει να γεννηθεί. Γι αυτό το λόγο δεν ήταν αρκετό να βελτιώσουμε τις αντικειμενικές συνθήκες ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων για να εγγυηθούμε την περαιτέρω στήριξή τους στις πολιτικές που επιχειρούνται.

Πρόκειται για μια επίθεση βασισμένη σε ηθικές κατηγορίες (διαφθορά, αξίες, συμπεριφορές), οργανωμένη από ένα προνομιούχο τομέα του οποίου η μοναδική ηθική είναι η προστασία του εαυτού του.

Πρόκειται για συντηρητικούς λόγους που συσχετίζονται με την προσπάθεια αντίστασης στην καταιγίδα των αλλαγών που συγκρούεται με τις συνήθειες του χθες. Επιχειρήματα που συνδέονται στην ουσία τους με τη επιθυμία πολλών να γυρίσουν πίσω ή, τουλάχιστον, να σταματήσουν τους δείκτες ενός ρολογιού που κινείται με εκπληκτική ταχύτητα.

Τοποθετούμαστε στον ορίζοντα της ελπίδας των λαών απέναντι σε βίαια υποκείμενα που αντιπροσωπεύουν μόνο μια όξυνση του προβλήματος , των οποίων όμως ο λόγος εκμεταλλεύεται την επείγουσα ανάγκη.

Είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε δεόντως πώς η δεξιά έχει χρησιμοποιήσει τη δύναμη διαμαρτυρίας της κάθε γενιάς, που εξεγείρεται πάντοτε ενάντια στις δομές που κατασκεύασε η προηγούμενη γενιά. Κάθε γενιά έχει διαφορετική μνήμη και αυτό εξηγεί γιατί ένας νέος, γεννημένος μετά το τέλος μιας δικτατορίας, μπορεί να φτάσει να επικροτεί μια κυβέρνηση που ελέγχεται από τους στρατιωτικούς.

Παρόλο που όλα τα μέλη μιας γενιάς δεν υιοθετούν την ίδια πολιτική στάση, είναι απαραίτητο να διαβάζουμε και να λαμβάνουμε υπόψη τα σχέδια των νέων γενεών, αν φιλοδοξούμε να στηριχτούμε σε αυτούς για να επιχειρήσουμε βαθιές μεταρρυθμίσεις. Το να συμπεριλάβουμε τους νέους στην επανάσταση σημαίνει να είμαστε διατεθειμένοι να προσαρμόσουμε σχέδια που κυοφορήθηκαν παλιότερα αντί να επιβάλουμε με τη βία μια αδύνατη ευθυγράμμιση των νέων γενεών με εκείνα.

Η εγκατάλειψη, η απαλλοτρίωση της πνευματικότητας και οι ιερές αγελάδες του ορθολογισμού
Στο συστημικό τοπίο αποκλεισμού και ασφυξίας προστίθεται η κοινωνική ρήξη που προέρχεται από τη διάλυση των δεσμών. Μοναξιά και κοινοτικός ξεριζωμός που ενισχύονται από μια σκληρή ατομικιστική κουλτούρα, στο οποίο προστίθεται ένα τρομερό υπαρξιακό κενό που δε γεμίζει με την καταναλωτική εξάρτηση. Από ποιο κατάρτι να κρατηθεί κανείς σε αυτό το ναυάγιο;

Αυτή η έλλειψη σχέσεων και ένταξης, αυτή η κοινωνική εγκατάλειψη των περιφερειών είναι αυτό που διευκόλυνε την πολιτική πρόοδο της τοπικής εκδοχής του φονταμενταλισμού, τις νεοπεντηκοστιανές εκκλησίες διαφόρων τύπων.

Παρόλο που δεν είναι εύκολο να διαπεράσει κανείς το πυκνό στρώμα του σκοταδισμού, παρόλο που είναι πρόδηλο το σύστημα εμπορικής ανάπτυξης που διαθέτει και η αυτάρκης ευμάρεια που προσφέρει, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι υπάρχει στην προσκόλληση σε αυτές ένα στοιχείο αναγκαιότητας που δεν μπορεί να υποτιμηθεί στην ανάλυση. Είναι μειονέκτημα, αλλά πάνω από όλα επίδειξη υπεροψίας, να υποβιβάζουμε όσους στρατολογούνται σε αυτά τα ρεύματα χωρίς να κατανοούμε την ανάγκη που τους ωθεί.

Ο σύγχρονος κόσμος μαρτυρεί την παρακμή ενός σταδίου της ιστορίας που χαρακτηρίζεται από μια κακώς κατανεμημένη υλική πρόοδο που συγχέεται με την κατοχή αντικειμένων ως πηγή ζωτικού νοήματος. Σε αυτή την πορεία υποβαθμίστηκαν υπαρξιακά θέματα, ενώ ταυτόχρονα απαξιώθηκε, στο όνομα ενός παντοδύναμου θριαμβευτικού ορθολογισμού, κάθε παράγοντας πνευματικότητας ως εργαλείο υποτέλειας του λαού και τροχοπέδη ενός σκοτεινού μεσαιωνικού περάσματος.

Ίσως σε μια ανάκρουση της ιστορίας ή ενδεχομένως ωθούμενη από βαθιές ανάγκες, σήμερα η αναζήτηση νέων πνευματικών κατευθύνσεων είναι ένα αναμφισβήτητο δεδομένο της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ωστόσο, πρέπει να ανεχόμαστε την απαλλοτρίωση της πνευματικότητας, επιτρέποντας στις θρησκείες να την υποβαθμίζουν σε τελετουργία, έθιμο και υπακοή; Μπορεί άραγε να γίνει αποδεκτή η κάθετη κοινωνική διάρθρωση στο όνομα μιας υποτιθέμενης θεϊκής τάξης πραγμάτων, δικαιώνοντας έτσι την ανισότητα και την αδικία; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι παλιές ερμηνείες του πνευματικού έργου θα ήταν μια μοιραία παλινδρόμηση.

Αυτό καθιστά φανερό ότι οι μελλοντικές επαναστάσεις θα πρέπει να συμπεριλάβουν ως συστατικό της κοινωνικής τους ουτοπίας μια νέα πνευματικότητα, ευρεία, που να περιλαμβάνει την πολιτισμική διαφορετικότητα και να μην είναι κάθετα διαρθρωμένη, επικεντρωμένη στην ενσυναίσθηση και στην ανθρώπινη εξέλιξη. Ένα άυλο συστατικό συμβατό με το είδος κοινωνίας στην οποία αποβλέπουμε και που χρησιμεύει στις πλειοψηφίες ως στήριγμα και λάβαρο για να επιχειρήσουν τις απαραίτητες δομικές αλλαγές στην κοινωνική επιφάνεια.

Μια πνευματικότητα της οποίας η ελευθεριακή ηθική θα προωθήσει μετασχηματισμούς προς την ουσιαστική υπηρεσία της συλλογικής και γενικευμένης ευημερίας. Μια πνευματικότητα που δε θα ταπεινώνει παρά θα εξυψώνει το ανθρώπινο ον, μια ανθρωπιστική πνευματικότητα. Το να μην λαμβάνουμε υπόψη μας αυτό, συνεπάγεται ότι αφήνουμε το πεδίο ελεύθερο στον οπισθοδρομικό χώρο για να υποτάξει την ανθρώπινη ψυχή με άκαμπτες και αντιιστορικές συνταγές.

Αν το κεφάλαιο πολιτικοποιεί τη θρησκεία στη δεξιά, η αριστερά μπορεί να πνευματικοποιήσει την πολιτική, για να γίνει ο κόσμος μια εστία πραγματικής συμπόνιας και αξιοπρεπούς ζωής.

Από την άλλη πλευρά, από τη σκοπιά της ανάλυσης που πραγματοποιήσαμε, είναι φανερή η στρατηγική προτεραιότητα της ενίσχυσης της έννοιας της κοινότητας στην κοινωνική βάση. Μόνο από αυτή την αφετηρία, θα μπορέσουν να οικοδομηθούν οι καινούργιες ουτοπίες.

Διαφορετικά, θα συνεχίσουν να κερδίζουν με τις προκαταλήψεις. Και όχι μόνο με τις ξένες.

 

——————
* Ο Javier Tolcachier είναι ερευνητής του Κέντρου Ανθρωπιστικών Σπουδών της Κόρδοβα στην Αργεντινή και υπεύθυνος επικοινωνίας στο διεθνές πρακτορείο ειδήσεων Pressenza.
——————
Μετάφραση από τα ισπανικά για την ελληνική Pressenza: Μαρία Κολιάκου.