Εδώ και τρία χρόνια το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS) έχει αναλάβει να ξαναγράψει το εθνικό παρελθόν της χώρας, προκειμένου να διαπλάσει ένα εκλογικό σώμα ευνοϊκά προσκείμενο προς τις θέσεις του.
Του Pawel Machcewicz
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass–world.gr
Σε πολλές χώρες, η Ιστορία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των λαϊκιστών της Δεξιάς: προσφέρει ευκαιρίες προπαγάνδας που τους επιτρέπουν να επηρεάσουν τη σκέψη των ψηφοφόρων τους, να τους συσπειρώσουν γύρω από συνθήματα αποκατάστασης της περηφάνιας του εθνικού παρελθόντος, και να τους κινητοποιήσουν απέναντι στους «ξένους», οι οποίοι υποτίθεται ότι θέτουν σε κίνδυνο την εθνική και θρησκευτική ενότητα.
Αυτοί οι «ξένοι» είναι συχνά ένα συστατικό κομμάτι της εκάστοτε κοινωνίας – οι «κοσμοπολίτικες» και «εξευρωπαϊσμένες» ελίτ που έχουν χάσει κάθε επαφή με το έθνος τους και τον «απλό άνθρωπο» της χώρας τους.
Μπορεί αυτά τα συνθήματα, όπως και το κοινωνικό σχέδιο που εισηγούνται, να ανήκουν στο ομοιογενές ρεπερτόριο των αντιπάλων της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ΕΕ, ωστόσο η περίπτωση της Πολωνίας παραμένει ξεχωριστή.
Εδώ και τρία χρόνια, η Πολωνία κυβερνάται από ένα κόμμα για το οποίο η ιστορία αντιπροσωπεύει μια εμμονή, καθώς και ένα από τα βασικά εργαλεία επικοινωνίας με τους οπαδούς του και στιγματισμού όσων θεωρούνται εχθροί του. «Η ιστορική πολιτική» είναι ένα από τα κεντρικά συνθήματα του προγράμματος του υπερσυντηρητικού κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη», που βρίσκεται στην εξουσία.
Σύμφωνα με τους πολιτικούς του συγκεκριμένου κόμματος, οι ίδιοι αποτελούν τους αποκλειστικούς φορείς της πολωνικής ιστορίας. Όπως υποστηρίζουν, όλοι οι άλλοι χώροι, είτε αυτοί ανέλαβαν στο παρελθόν την πολιτική εξουσία είτε έπαιξαν κάποιο ρόλο στη «διακυβέρνηση των ψυχών», υπήρξαν αδιάφοροι για την εθνική ιστορία, ή ακόμα χειρότερα οδηγήθηκαν σε αυτό που η κυβέρνηση περιγράφει ως «παιδαγωγική της ντροπής».
Αυτός ο όρος αναφέρεται στη μελέτη των μαύρων σελίδων της πολωνικής ιστορίας, όπως ο αντισημιτισμός. Ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη για αυτόν τον ισχυρισμό περιγράφεται ο δημόσιος διάλογος που διεξήχθη για το έγκλημα του Τζεντβάμπνε το 1941, όταν οι πολωνοί κάτοικοι αυτού του χωριού δολοφόνησαν τους εβραίους γείτονές τους, υποκινούμενοι από τους Γερμανούς.
Από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του, το «Νόμος και Δικαιοσύνη» έχει αναλάβει να ξαναγράψει την πολωνική ιστορία, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στο όραμα του κόμματος και να ελκύει ένα εκλογικό κοινό που θα του εκφράσει την προτίμησή του στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Έτσι, ο Λεχ Βαλέσα δεν περιγράφεται πλέον ως ο χαρισματικός ηγέτης της απεργίας των εργατών στα ναυπηγεία του Γκντανσκ το καλοκαίρι του 1980 ή ως ο ηγέτης του κινήματος «Αλληλεγγύη» σε όλη τη δεκαετία που ακολούθησε, αλλά ως μυστικός πράκτορας των Υπηρεσιών Ασφαλείας του κομμουνιστικού καθεστώτος που κατόπιν υποδείξεως του τελευταίου καθοδήγησε την πολιτική αντιπολίτευση και τον μετασχηματισμό της Πολωνίας σε δημοκρατικό σύστημα.
Στη θέση του Λεχ Βαλέσα, το κόμμα προωθεί τη φιγούρα του Λεχ Καζίνσκι, αποθανόντος αδελφού του Προέδρου του κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη» Γιάροσλαβ Καζίνσκι, που είναι ένας από τους ισχυρότερους άνδρες της Πολωνίας.
Ο Λεχ Καζίνσκι ήταν επίσης ακτιβιστής της «Αλληλεγγύης», που διαδραμάτισε, ωστόσο, δευτερεύοντα ρόλο. Σήμερα, ο ρόλος τους παρουσιάζεται ως πολύ καθοριστικότερος από ό,τι προκύπτει από τα ιστορικά γεγονότα, με τον κρατικό μηχανισμό προπαγάνδας να αφιερώνεται στην οικοδόμηση της λατρείας ενός τεθνεώτος πολιτικού, επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει τον τραγικό θάνατό του στo αεροπορικό δυστήχημα του Σμολένσκ το 2010.
Επιπλέον, οργανώνεται μια νομοθετική επιχείρηση που επιδιώκει να διαστρέψει τον τρόπο αφήγησης της ιστορίας.
Τον Ιανουάριο, ψηφίστηκε μια τροποποίηση στον νόμο που αφορά το Ινστιτούτο Eθνικής Mνήμης, η οποία άνοιγε τον δρόμο για την καταδίκη με ποινή φυλάκισης έως τρία χρόνια οποιουδήποτε θεωρείτο ότι παρουσίαζε τη στάση των Πολωνών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τρόπο που να υπονοεί τη «συνυπευθυνότητα του πολωνικού έθνους» στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος των Εβραίων και των Ουκρανών.
Υπό την πίεση των ΗΠΑ και του Ισραήλ, η κυβέρνηση απέσυρε τις διατάξεις που αφορούσαν την ποινή φυλάκισης για όποιον έθετε το ζήτημα της πολωνικής συμμετοχής στην εξόντωση των Εβραίων, αλλά οι οικονομικές κυρώσεις παρέμειναν ενεργές.
Κυρώσεις θεσμοθετήθηκαν, επίσης, για όποιους παρουσίαζαν την πολωνο-ουκρανική διαμάχη με τρόπο «λανθασμένο». Οι εισαγγελικές Αρχές διεξάγουν αυτή τη στιγμή έρευνα για έναν ιστορικό που εξέφρασε δημοσίως τις απόψεις του πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Το πιο εντυπωσιακό πεδίο αυτής της μάχης για την ιστορία έχει υπάρξει το Μουσείο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου του Γκντανσκ. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά μουσεία της Πολωνίας, την πρωτοβουλία για την ίδρυση του οποίου έλαβε το 2008 ο Ντόναλντ Τουσκ, τότε πρωθυπουργός της Πολωνίας.
Στόχος του Μουσείου ήταν να προβάλλει την πολωνική ιστορία μέσα από το πρίσμα της εμπειρίας και άλλων χωρών που έλαβαν μέρος στον πόλεμο. Το «Νόμος και Δικαιοσύνη» επιτέθηκε σε αυτόν τον σχεδιασμό, απαιτώντας να προβληθεί μόνον η θέση των πολωνικών πληθυσμών.
Η συγκριτική προσέγγιση θα απειλούσε, σύμφωνα με το κόμμα, την πολωνική ιδιαιτερότητα, θα κινδύνευε να μειώσει τον ηρωισμό των Πολωνών και τη βαρύτητα όσων υπέφεραν.
Ο Γιάροσλαβ Καζίνσκι είχε τότε ανακοινώσει ότι αν το κόμμα του κέρδιζε τις εκλογές, θα άλλαζε την έκθεση του Μουσείου, με τρόπο που να παρουσιάζει την «πολωνική οπτική γωνία». Μετά την ανάληψη της εξουσίας, το 2015, η κυβέρνηση του «Νόμος και Δικαιοσύνη» προσπάθησε αρχικά να εμποδίσει τα εγκαίνια του Μουσείου, που είχε τότε σχεδόν ολοκληρωθεί.
Τελικά, το Μουσείο εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο του 2017, de facto και ενάντια στους πολιτικούς διοικητές του, μέσα σε κλίμα μεγάλης έντασης. Αμέσως μετά, οι δημιουργοί του Μουσείου απομακρύνθηκαν και η έκθεση άρχισε κομμάτι-κομμάτι να τροποποιείται προκειμένου να αποτυπώσει την προσέγγιση της ιστορίας ενός κόμματος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Libération, στις 16 Οκτωβρίου 2018.
Για τον συγγραφέα
Ο Pawel Machcewicz είναι Καθηγητής της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών. Υπήρξε ένας εκ των δημιουργών του Μουσείου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου του Γκντανσκ και ήταν ο πρώτος Διευθυντής του από το 2008 έως 2017.