Δελτίο Τύπου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σχετικά με τη συμφωνία Εκκλησίας και Κράτους για την εκκλησιαστική περιουσία και τους μισθούς των κληρικών.
Η συμφωνία για τη διευθέτηση των περιουσιακών εκκρεμοτήτων της Εκκλησίας και για την υπηρεσιακή κατάσταση του κλήρου, αποτελεί αδιαμφισβήτητα θετική εξέλιξη κατά το μέρος που συνιστά μέτρο μερικού απεγκλωβισμού της μεγαλύτερης θρησκευτικής κοινότητας από την πολιτειακή εποπτεία. Με την προτεινόμενη Συμφωνία παραμένει στην ελληνική Πολιτεία το οικονομικό βάρος της μισθοδοσίας των Ελλήνων ιερωμένων, πλην όμως η διαχείρισή της περνά εφεξής στην Εκκλησία. Ενώ η διαχείριση της μισθοδοσίας των κληρικών από την Εκκλησία βαίνει προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας, το αυτό δεν ισχύει για την ισόποση με τη μισθοδοσία των κληρικών επιχορήγηση προς την Εκκλησία, και μάλιστα στη βάση ενός γενικού συμψηφισμού με την αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας που παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο. Όσο δεν έχει γίνει καταγραφή αυτής της περιουσίας, ένας τέτοιος συμψηφισμός δεν είναι δυνατό να γίνει, και μάλιστα τη στιγμή που δεσμεύει εσαεί το ελληνικό δημόσιο να πληρώνει την Εκκλησία για τη μισθοδοσία των κληρικών. Μια τέτοια ρύθμιση ουσιωδώς παραβιάζει την θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση η συμφωνία αυτή είναι αδιανόητο να παρουσιάζεται ως «χωρισμός» ή ως επαρκής επίλυση του προβλήματος των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας. Αν και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η περιουσιακή και μισθοδοτική πτυχή δεν είναι παρά μόνον ένα μικρό και εν τέλει ήσσονος σημασίας μέρος του γενικότερου προβλήματος.
Η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, θεωρητικά δεδομένη ήδη από το 1975, παραμένει απραγματοποίητη και προφανώς δεν αρκεί οποιαδήποτε διακηρυκτική επιβεβαίωσή της. Πολιτειακοί αξιωματούχοι αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους όχι μόνο με θρησκευτικό όρκο αλλά και με επίσημη σύμπραξη κληρικών ως σύμβολο παράλληλης νομιμοποίησης, με βάση διατάξεις ρητά καταργημένες επίσης από το 1975. Η μύηση ανηλίκων σε θρησκευτικό δόγμα εκλαμβάνεται και ισχύει ως ονοματοδοσία, σε πείσμα διατάξεων που ισχύουν από το 1976. Στηριζόμενη στον Καταστατικό της Χάρτη που αποτελεί τυπικό νόμο του κράτους, η Εκκλησία της Ελλάδος αστυνομεύει κυριολεκτικά την άσκηση λατρείας άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών, γεγονός που ανάγκασε ακόμη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες αντιμετωπίζουν ποικίλα διαδικαστικά εμπόδια για τη θεσμική τους κατοχύρωση και την ίδρυση χώρων λατρείας, ενώ η Εκκλησία της Ελλάδος αδειοδοτεί η ίδια τον εαυτό της. Ορθόδοξοι και μη, δικάζονται υπό το βλέμμα θρησκευτικών συμβόλων ενώ τα φαινόμενα παραδικαστικής εκκλησιαστικής διαπλοκής ουδέποτε διαλευκάνθηκαν. Το σημαντικότερο: η εκπαίδευση, καθηλωμένη στο παρελθόν, θρησκεύει, προσεύχεται, εκκλησιάζεται και κατηχείται, σε ορισμένες περιπτώσεις με την «ευλογία» της δικαιοσύνης. Αυτά και άλλα, η Πολιτεία οφείλει να τα αντιμετωπίσει μονομερώς, σε διαβούλευση με τους πάντες αλλ’ όχι σε διαπραγμάτευση επί ίσοις όροις.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει δημοσιεύσει ήδη από το 2005 συνεκτική και τεκμηριωμένη πρόταση νόμου για τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας, αλλά και μέχρι σήμερα δεν παύει ν’ απευθύνεται, με επίκαιρες κάθε φορά εισηγήσεις, σε κυβερνήσεις και κόμματα και με προσφυγές στη Δικαιοσύνη. Η σχεδιαζόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί κατάλληλη ευκαιρία για συνολική επανεκτίμηση όλων των παραμέτρων του θέματος, δηλαδή τουλάχιστον μια καλή αρχή. Σε κάθε περίπτωση, η μισθοδοσία και η περιουσία δεν είναι η ουσία.