Οι χαοτικές διαπραγματεύσεις για το Brexit ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και την EE εύκολα συσκοτίζουν ορισμένα σταθερά στοιχεία: οι Συντηρητικοί έχουν δώσει προτεραιότητα στην εσωκομματική τους διαμάχη έναντι της επίτευξης μιας συμφωνίας, ενώ η Ευρώπη των 27 βρίσκεται σε πλεονεκτική διαπραγματευτική θέση.
Του Luke Cooper
H λησμονημένη, πλέον, συζήτηση για τον «λογαριασμό του διαζυγίου» –ύψους άνω των 35 δισεκατομμυρίων στερλινών– ήταν προάγγελος όσων θα επακολουθήσουν: η ΕΕ θα καθορίσει τη θέση της και η συμφωνία θα είναι πολύ κοντά στην προσφορά του ευρωπαϊκού μπλοκ.
Η διαδικασία που προβλέπεται από το Άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει σχεδιαστεί ώστε να ενισχύει σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση αποχώρησης τη θέση των χωρών που παραμένουν στο μπλοκ. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων, έχει λειτουργήσει ακριβώς όπως θα επιθυμούσαν οι εμπνευστές του Άρθρου: ο χρόνος που περνά χωρίς να επιτυγχάνεται συμφωνία δίνει τεράστιο πλεονέκτημα στην ΕΕ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΕΕ δεν επιθυμεί να επιτευχθεί μια συμφωνία. Οι διαπραγματευτές έχουν μάλιστα προτείνει να προσφέρουν στην Τερέζα Μέι μια γενική πολιτική διακήρυξη για τη μελλοντική σχέση ΕΕ-Μεγάλης Βρετανίας, η οποία θα συμπληρώνει τη νομικά δεσμευτική συνθήκη αποχώρησης, που θα επικεντρώνεται στα δικαιώματα των πολιτών, τις οικονομικές υποχρεώσεις και τα ιρλανδικά σύνορα.
Από αυτές τις τρεις διαστάσεις, το ζήτημα των ιρλανδικών συνόρων είναι εκείνο που απειλεί να οδηγήσει τις διαπραγματεύσεις σε κατάρρευση.
O «μηχανισμός ασφαλείας για τη Βόρεια Ιρλανδία» που προτείνει η ΕΕ –σύμφωνα με τον οποίο η επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας θα παραμείνει μέσα στις ρυθμιστικές και τελωνειακές δεσμεύσεις της ΕΕ, με ελεύθερα ελέγχων ιρλανδικά σύνορα– θεωρείται απαράδεκτος από τη βρετανική κυβέρνηση που εξαρτάται από τις ψήφους του ιρλανδικού συντηρητικού κόμματος DUP.
Ακόμα κι αν οι Συντηρητικοί συσπειρώνονταν γύρω από τη Μέι σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, τα ιρλανδικά σύνορα θα παρέμεναν τεράστια πρόκληση για τη διασφάλιση μιας πλειοψηφίας υπέρ της συμφωνίας.
Για αυτόν τον λόγο το σχέδιο Τσέκερς ήταν ένας εξαιρετικά κακός υπολογισμός. Θα το απέρριπτε ούτως ή άλλως η ΕΕ επειδή θα εγκαθίδρυε μια επιλεκτική χρήση των προνομίων της ενιαίας αγοράς, αλλά σε κάθε περίπτωση το συγκεκριμένο σχέδιο πυροδότησε αντιδράσεις και στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του Brexit. Αν αυτοί κρατήσουν τον λόγο τους και ψηφίσουν κατά της συμφωνίας της Μέι, τότε η Μεγάλη Βρετανία θα βαδίζει ταχύτατα προς μια μεγάλη πολιτική κρίση.
Οι ελάχιστα συγκαλυμμένες φιλοδοξίες ηγεσίας που εκφράστηκαν στο συνέδριο των Συντηρητικών –με τους επίδοξους διεκδικητές της ηγεσίας να επιδεικνύουν τα ευρω-σκεπτικιστικά διαπιστευτήριά τους σε μέλη με γελοίες θέσεις εναντίον της ΕΕ– απλώς βαθαίνει αυτή τη δυναμική της κρίσης και διαβρώνει περαιτέρω ό,τι έχει απομείνει από την επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας στις Βρυξέλλες.
Η Μέι μπορεί να διαπραγματεύεται ακόμα μια δελεαστική συμφωνία για το Brexit στην Ευρώπη, όμως η πιθανότητα να την περάσει από τη Βουλή είναι περιορισμένη. Αν μπορέσει να συμφωνηθεί κάποιου είδους μηχανισμός ασφαλείας για την Ιρλανδία, μια τέτοια συμφωνία θα βόλευε και την ΕΕ, καθώς η ίδια γνωρίζει ότι θα έχει ακόμα μεγαλύτερο πλεονέκτημα έναντι στης Βρετανίας από τη στιγμή που η χώρα θα είναι επισήμως έξω από το μπλοκ.
Ο τρόπος με τον οποίο θα απαντήσουν οι Εργατικοί σε αυτή την κατάσταση θα προσδιορίσει το είδος ηγεσίας που εκπροσωπεί ο Τζέρεμι Κόρμπιν. Η συμφωνία της Μέι δεν πρόκειται να περάσει ούτε μια ήπια εκδοχή των «έξι τεστ» των Εργατικών. Θα είναι πολύ αόριστη για να διασφαλίσει τα δικαιώματα των εργαζομένων, όρους προστασίας του περιβάλλοντος και των θέσεων εργασίας στον βρετανικό κατασκευαστικό τομέα, ζητήματα που έχουν θέσει ως προϋποθέσεις οι Εργατικοί.
Οι Εργατικοί έχουν δηλώσει ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα επιδιώξουν νέες εκλογές, όμως το κόμμα δεν έχει στη διάθεσή του την απλή πλειοψηφία που απαιτείται για την πρόταση μομφής προς την κυβέρνηση. Επιπλέον, ακόμα κι αν κέρδιζαν τις εκλογές, δεν θα είχαν αρκετό χρόνο για να διεξαγάγουν μια δική τους διαπραγμάτευση πριν τον Μάρτιο του 2019, που είναι η τελική προθεσμία με βάση το Άρθρο 50.
Η λογική ανάλυση της κατάστασης οδηγεί σε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα: η Βρετανία δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να ανακαλέσει μονομερώς την προσφυγή της στο Άρθρο 50. Όπως έχει πει ο εμπνευστής του Άρθρου λόρδος Τζον Κερ: «Το άρθρο έχει να κάνει με εθελοντική αποχώρηση, όχι με αποπομπή. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πάμε πουθενά αν σε οποιαδήποτε στιγμή, μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, αποφασίσουμε ότι δεν θέλουμε».
Πολλοί υπεύθυνοι στρατηγικής στο εσωτερικό των Εργατικών νιώθουν τρομοκρατημένοι με αυτή την προοπτική. Δεν θα σήμαινε κάτι τέτοιο προδοσία της ψήφου του Brexit; Ωστόσο, μια παύση αναστοχασμού είναι απαραίτητα αρνητική.
Οι Εργατικοί θα πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία να εμπλακούν σε έναν εθνικό διάλογο για τη σχέση της Βρετανίας με την Ευρώπη. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια τεράστια άσκηση διαβουλευτικής δημοκρατίας, ώστε να διερευνηθεί το είδος της σχέσης που επιθυμούν οι Βρετανοί με την Ευρώπη. Μια κεντρική στόχευση θα μπορούσε να είναι η διεύρυνση των οριζόντων μιας συχνά κοντόφθαλμης αντιπαράθεσης για το Brexit.
Οι Εργατικοί θα μπορούσαν να τραβήξουν τα αριστερά και κεντροαριστερά κόμματα στην Ευρώπη, ζητώντας προτάσεις που υπερβαίνουν το δίπολο «εμείς και αυτοί» –όπως αυτό εκφράζεται στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις– ικανές να συμβάλλουν στις προσπάθειες αλλαγής της Ευρώπης.
Μια παύση αναστοχασμού έχει ξεκάθαρα πλεονεκτήματα. Κανείς δεν θέλει ένα βεβιασμένο δημοψήφισμα εν μέσω μιας τρομακτικής πολιτικής κρίσης. Οι υπεύθυνοι στρατηγικής των Εργατικών υποστηρίζουν ότι οι επόμενες εκλογές θα καθοριστούν από το ποιος ελέγχει την αφήγηση περί «προδοσίας του Brexit». Όμως το πρόσφατο συνέδριο έδειξε ότι υπάρχει μια θετική εναλλακτική σε αυτό το σενάριο: ότι οι εκλογές μπορούν να κερδηθούν στη βάση του ποιος δίνει την καλύτερη δημοκρατική επιλογή στον βρετανικό λαό.
Το αποτέλεσμα μιας εθνικής γνωμοδότησης πάνω στη σχέση Βρετανίας και Ευρώπης και οι μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται το ευρωπαϊκό μπλοκ, θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Ευρώπη και εν τέλει να επικυρωθούν σε ένα δημοψήφισμα. Μια μεταρρυθμισμένη συμμετοχή στην ΕΕ θα μπορούσε να κερδίσει ευρύτερη υποστήριξη.
Καθώς η Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο μιας μη-συμφωνίας για το Brexit, το Κόμμα που συχνά κατηγορείται από τους αντιπάλους του ότι φέρνει το χάος, θα μπορούσε να συμβάλει στη διάσωση μιας βαθιά τραυματισμένης χώρας.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στον Guardian, στις 5 Οκτωβρίου 2018.
Για τον συγγραφέα
Ο Luke Cooper είναι επισκέπτης ερευνητής στο πρόγραμμα Europe’s Future του Institute for Human Sciences στη Βιέννη, λέκτορας διεθνούς πολιτικής στο Anglia Ruskin University και μέλος της καμπάνιας Another Europe Is Possible.