«Τα παιδιά της Ριτσώνας»[1], είναι η φωτογραφική απόδοση της ματιάς του Βασίλη Νίκα στη ζωή των παιδιών του καταυλισμού προσφύγων Ριτσώνα Εύβοιας. Το βλέμμα τους συμμαχεί με το βλέμμα του φωτογράφου, καταγράφοντας καρέ καρέ μια μαρτυρία που ζητά ισοτιμία πρόσωπο με πρόσωπο. Κοιτώντας τα, σαν κάπου από τις απαρχές της ανθρωπότητας να μας φτάνει η φωνή του Ποιητή: «Τα πρόσωπα των παιδιών είναι πατρίδες/ φερμένες εδώ απ’ τα τέσσερα σημεία της γης/ για ένα διάλογο αγάπης./ Κοινό το χορτάρι κι ο ήλιος/
και τα χέρια που παίζουνε./ Βλέπετε αυτά τα παιδιά/ που τα μάτια τους είναι γιομάτα ουρανό/ και αθωότητα;/ Είναι οι ίδιοι αυτοί/ που σκοτώθηκαν στους πολέμους/ ·που εξωσμένοι απ’ του κόσμου αυτού την αδιαίρετη
σκηνή/ επαιτήσανε το δικαίωμα/ να χαρούνε τη γη που τους γέννησε:/Να κάθονται πάνω της ή να πορεύονται,/ να μαζεύουν λουλούδια, να ψαρεύουν στις λίμνες,/ να σκάφτουν, να χτίζουν, να θαυμάζουν τον κόσμο/ μες απ’ των άσπρων τους σπιτιών τα παράθυρα/ δίχως φόβο· ασφαλείς και ισότιμοι/απέναντι στη βροχή »[2]
Μίλησα με τον Βασίλη Νίκα[3] για τη συνάντησή του με «Τα παιδιά της Ριτσώνας» και την τέχνη της φωτογραφίας.
Πώς βρέθηκες στη Ριτσώνα;
Περισσότερο από περιέργεια. Άκουσα ότι πάνω από χίλιοι άνθρωποι από τη Συρία και το Ιράν έφτασαν δίπλα στην πόρτα μου, στη Χαλκίδα. Eίχα μαζί τη φωτογραφική μηχανή μήπως και κάνω κανένα καρέ, αλλά βλέποντας όλα αυτά που συνέβαιναν εκεί, ένιωσα πως ήταν ανάγκη να σταθώ δίπλα τους παρά να φωτογραφίσω και τον πρώτο καιρό, μαζί με άλλους ανθρώπους φυσικά, βοηθούσα στη διανομή των φαγητών, των ρούχων, στην τακτοποίηση των αποθηκευτικών χώρων. Το βασικό βέβαια για τους ίδιους ένιωθα πως ήταν το χαμόγελο που τους δίναμε, η αίσθηση ότι υπάρχουν κάποιοι που θα τους κοιτάξουν, ενδεχομένως να νοιαστούν. Οι ίδιοι δεν γνώριζαν τι θα γίνει στο μέλλον τους. Δεν ήξεραν πόσο θα μείνουν. Πιανόντουσαν από έναν Έλληνα για να μάθουν αν η Ειδομένη είναι ακόμη ανοικτή. Την περίοδο αυτή είχε κλείσει, οπότε το μεγάλο κύμα των προσφύγων εγκλωβίστηκε εδώ.
Γιατί ειδικά τα παιδιά;
Προέκυψε. Ένα μήνα αφότου βρέθηκα στο camp, τράβηξα δυο – τρεις ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, στις οποίες ήταν παιδιά. Το να φωτογραφίσω μόνο παιδιά δεν ήταν άποψη αλλά αδυναμία, γιατί στρέφοντας το φακό στις γυναίκες διαπίστωσα ότι οι περισσότερες ήταν αρνητικές, βάζαν τα χέρια μπροστά, οπότε αφού είχα αποκλείσει τους άντρες αποφάσισα να φωτογραφίσω μόνο παιδιά.
Στην πορεία όμως, επειδή εγώ σαν παιδί διάβαζα ελάχιστα και όλη τη μέρα έπαιζα στο χωριό που μεγάλωσα, αυτό που πρόσεξα στη Ριτσώνα, ήταν η διάθεση των παιδιών για ολοήμερο, ελεύθερο, μη δομημένο παιχνίδι, αυτό που έκανα κι εγώ τότε στο χωριό. Έβλεπα τα παιδιά να παίζουνε με οτιδήποτε και να το κάνουν τα πάντα, από αυτοκινητάκι έως βαγόνι τραίνου. Με συγκίνησε αυτό γιατί είχα πολλά χρόνια να το δω. Τα παιδιά εδώ ως γνωστόν, δεν παίζουν.
Σε μια καίρια στιγμή βίαιης αποκοπής από τη γενέτειρα τους, βρίσκεσαι εκεί, να τα δεις, να τους απευθυνθείς, να ζητήσεις κάτι από αυτά, να τα καθρεφτίσεις σε ένα καρέ. Αισθάνεσαι ότι υπάρχει και κάποιος βαθύτερος λόγος γι΄αυτό;
Κοίτα! Πίσω από κάθε φωτογραφία είναι τα παιδιά μου. Ο βαθύτερος και ο πιο σημαντικός λόγος είναι τα παιδιά μου, τα πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής μου. Δεν είναι μια έκθεση που είναι πενήντα, εξήντα, παιδιά. Είναι τα δικά μου τα παιδιά πίσω από κάθε φωτογραφία.
Τι θυμάσαι έντονα από αυτά τα παιδιά;
Παίζαν, ήταν ευτυχισμένα. Εγώ το χαιρόμουνα πολύ αυτό. Όλη την ώρα χαμογελάγανε. Πολλά παιδιά που βλέπω στους δρόμο είναι μαραζωμένα. Θέλεις από το πολύ διάβασμα, θέλεις από την πολύ πίεση των γονιών για να γίνουν κάποιοι όταν μεγαλώσουν. Εκεί, μάλλον γιατί οι προσδοκίες των γονιών είναι πολύ μικρές, ίσως γιατί δεν έχουν προσδοκίες ούτε καν για την ίδια τους τη ζωή, τα παιδιά ήταν ελεύθερα τελείως. Ανέβαιναν στα δέντρα, έπαιζαν όλη μέρα, χωνόντουσαν στα χωράφια. Ναι μεν η έλλειψη της εκπαίδευσης ήταν πολύ σημαντικό αλλά όταν φτάσουν σε μια ηλικία 30- 40 ετών, νομίζω ότι τα παιδιά αυτά θα θυμούνται με νοσταλγία αυτές τις στιγμές. Δεν υπήρχε πίεση για κανένα λόγο, τι ώρα θα ξυπνήσουν, τι ώρα θα κοιμηθούν, δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση τον πρώτο καιρό. Αξίζει να ακουστεί αυτό, γιατί είναι πολύ σημαντικό. Στο πρόσωπο των παιδιών έβλεπες μόνο χαρά. Απλά, ως φωτογράφος, παίρνοντας κάποια κάδρα, στήνοντας τα παιδιά με τον τρόπο που ήθελα, έβγαλα μέσα από τις φωτογραφίες μου και την περιθωριοποίηση. Δεν ήταν ότι το είδα έτσι. Εγώ, ως προς το αφηγηματικό μέρος του έργου, ήθελα να στηθούν τα παιδιά κάποιες φορές με τέτοιο τρόπο. Στην έκθεση υπάρχει κι η χαρά και η λύπη και η περιθωριοποίηση και ο εγκλεισμός και ο θάνατος και όλα υπάρχουν, αλλά δεν είναι έτσι, το κάθε παιδάκι έτρεχε σαν τρελό. Έβλεπες ένα χαμόγελο από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Έχουν ονόματα; Θέλεις να μας συστήσεις κάποια;
Θυμάμαι τον Φαρούκ πάντα εξαφανισμένος, έτρεχε από εδώ κι από εκεί. Το μωράκι τη Σάφα. Έμεινε στο σπίτι μου μετά τη γέννησή της. Η Τζασμίν χαμογελαστή πάντα. Η Μούνια, παιδί Κούρδων τσιγγάνων από το Ιράν, ή θα γέλαγε ή θα έκλαιγε. Ζητούσε έτσι την προσοχή. Η Μπερεβάν από τα πιο έξυπνα παιδιά που έχω δει!
Πώς έχει εγγραφεί η Ριτσώνα μέσα σου;
Όταν ανεβήκαμε στη Ριτσώνα[4] δεν υπήρχε τίποτα. Ένας απέραντος λασπότοπος όταν έβρεχε. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό, ούτε διασκέδαση καμία. Ένας φίλος είχε την ιδέα να κάνουμε εξωτερικές κινηματογραφικές προβολές. Αυτός κατέβαζε ταινίες, εγώ παρείχα τον εξοπλισμό. Ήταν Απρίλης και έκανε ακόμη κρύο, αλλά ερχόντουσαν 150 παιδιά κάθε φορά. Δεκαπέντε με τριάντα παιδιά μας περίμεναν στην πόρτα. Την ώρα που εγώ έστηνα τον προτζέκτορα, καλούσαν όλα τα παιδιά του camp, φωνάζοντας «Film, film!!» Σε αυτό το μέρος βρήκα τα παιδιά γενικότερα μέσα από ένα τρελό αγκάλιασμα των προσφυγόπουλων. Από τις κινηματογραφικές προβολές που έγιναν, από τις καθημερινές φωτογραφίσεις. Η σχέση μου με τη Ριτσώνα ήταν παιχνίδι, ενδιαφέρον. Αν και είχα στο μυαλό μου ένα project είχα αφεθεί ως προς την εξέλιξη του όπως κυλούσε η μέρα. Δεν πήγαινα με το μυαλό μου στη Ριτσώνα, πήγαινα με την καρδιά μου. Οι προβολές σταμάτησαν το Δεκέμβρη. Είχαν έρθει πια, τηλεοράσεις κινητά, ίντερνετ. Δυο – τρεις μέρες που πήγαμε και είχε χιόνι αλλά τα παιδιά ήρθαν, ένιωσα ότι μάλλον προβάλλω τις ταινίες για δικές μου ανασφάλειες. Ένιωσα ότι το έκανα για να πω ότι προσφέρω, ενώ δεν υπήρχε πια ανάγκη. Τότε σταμάτησα τις προβολές.
Πολλά από αυτά τα παιδιά που φωτογράφισα έφευγαν σιγά σιγά. Όταν ήρθαν άλλα, έχασα την επαφή. Το camp άλλαζε συνεχώς από εβδομάδα σε εβδομάδα. Ερχόντουσαν, φεύγανε. Απέκτησα κι ενοχές στην πορεία. Στην αρχή έβλεπα μια λαχτάρα στο πρόσωπο τους όταν με βλέπανε. Μετά, η τριβή τους με πολλούς φωτογράφους από τα διάφορα διεθνή πρακτορεία στέγνωνε αυτή τη λαχτάρα Στέγνωνε και μέσα μου. Είχε αλλάξει όλο το camp. Στο τέλος δεν ήθελα να πηγαίνω. Εγώ αγάπησα το camp στην αρχή. Μετά άλλαξε πολύ με όλα αυτά. Ατυχώς δεν ολοκληρώθηκε το έργο αυτό όταν ήταν ζεστή η καρδιά μου. Αν ολοκληρωνόταν τους πρώτους οκτώ μήνες θα ήταν τα πράγματα διαφορετικά μέσα μου.. το υποστήριξα για τέσσερις μήνες με κρύα καρδιά.
Τι κρύωσε την καρδιά σου;
Είμαι ο εαυτός μου κι ανοίγομαι, όταν ο άλλος γνωρίζει ποιος είμαι. Τότε αφήνομαι. Αλλιώς δεν μπορώ να λειτουργήσω. Στην αρχή με τις προβολές, με τα παιχνίδια, ήταν ζεστά. Υπήρχε η απόλυτη επαφή. Μετά η επαφή αυτή χάθηκε. Γύριζα στο camp σαν ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε τον σκοπό για τον οποίο είχε έρθει ή αυτό που ήθελε να κάνει. Ναι μεν τα βαθύτερα κίνητρα μου, ήταν οι εσωτερικές μου ισορροπίες, αλλά ήθελα να βγει κάτι ανθρώπινο, να προβληματίσει ως προς το προσφυγικό.
Είχα στο μυαλό μου το παιδί από την Χαλκίδα που θα δει το project. Το παιδί αυτό που πάει στην ίδια τάξη με τα παιδιά από το camp της Ριτσώνας, να τα δει. Να μην τα βάλει στο περιθώριο.
Σε ό,τι έχει σχέση με το προσφυγικό κυριαρχεί γενικά το φωτορεπορτάζ, ώστε να δώσει μια γρήγορη συγκίνηση δείχνοντας το παιδί που πεινάει, που έχει μύγες στο σώμα. Η δουλειά μου απέχει από αυτό, εστιάζει στο ανθρώπινο στοιχείο με σεβασμό.
Γιατί όχι έγχρωμες φωτογραφίες;
Έτυχε την πρώτη φωτογραφία να την τραβήξω ασπρόμαυρη. Αν είχα τραβήξει την πρώτη φωτογραφία έγχρωμη και με είχε ενθουσιάσει, ενδεχομένως η ενότητα να ήταν έγχρωμη. Βέβαια ως ασπρόμαυρες απέκτησαν ένα στοιχείο άχρονο. Θα μπορούσαν αυτές οι φωτογραφίες να είναι οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Θα μας αφηγηθείς την ιστορία μιας φωτογραφίας;
Σε μια φωτογραφία είπα σε ένα παιδί: «κάτσε λίγο παραπάνω» κι αυτό ήταν ήδη κουρασμένο πολύ, κι όμως αυτή βγήκε μια υπέροχη φωτογραφία. Το παιδί ήταν εξαντλημένο μα κάτι μου έλεγε να συνεχίσω και το παιδί αυτό «Αααα!» κάνει ένα έτσι, γέρνει το κεφάλι του καθώς είχε τα χέρια ανοικτά, εμφανώς κουρασμένο, και βγήκε αυτή η φωτογραφία. Επειδή την τράβηξα Μεγάλη Τρίτη, εμένα μου έκανε κάτι σαν τον εσταυρωμένο του Νταλί. Αλλά ένας μαθητής μου, γύρισε και μου είπε: «Δεν βλέπω καμία σταύρωση εδώ, βλέπω το πέταγμα ενός αετού». Κι όντως, το βλέπω κι εγώ τώρα. Το πέταγμα υπερισχύει της σταύρωσης.
Το πρώτο σου κάδρο;
Στα 24 μου περίπου, στην πανελλήνια ορειβατική συνάντηση στα Βαρδούσια, βρέθηκα στην κορυφή του βουνού κι ένιωσα την ανάγκη να φωτογραφίσω το τοπίο. Η θέα είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα αγόρασα μια φωτογραφική μηχανή και το πρώτο που έκανα (χωρίς να γνωρίζω τι είναι καλλιτεχνική φωτογραφία, δεν είχα ιδέα, λίγα πραγματάκια), μπήκα στο τραίνο Οινόφυτα -Αθήνα κι άρχισα να τραβάω φωτογραφίες τους ανθρώπους.
Διδάσκεις φωτογραφία..
Για μένα η διδασκαλία είναι ό,τι σημαντικότερο έχω κάνει, κάνω και θα κάνω στη ζωή μου. Είναι το πάθος μου. Δηλαδή νιώθω δάσκαλος κι όχι φωτογράφος και γι΄αυτό φωτογραφίζω πάρα πολύ λίγο. Όταν τελείωσα από την Ριτσώνα, φωτογράφισα μόνο μια μέρα. Και τυχαία. Στο φαράγγι της Νέδα. Δεν είναι τόσο ότι θέλω να φωτογραφίζω, παρά μόνο όταν κάτι μου τρελαίνει το μυαλό. Για να λειτουργήσω φωτογραφικά πρέπει να έχω κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό μου και να μου σχίζει το μυαλό, πως να στο πω, όταν φωτογράφιζα στη Ριτσώνα όλο μου το μυαλό, όλη μου η καρδιά, όλο μου το πάθος ήταν εκεί.
Η φωτογραφία άλλαξε τη ματιά σου στη ζωή;
Ασφαλώς. Έχω γίνει καλύτερος άνθρωπος. Ο βαθύτερος λόγος να ασχοληθεί κάποιος με την τέχνη είναι γι αυτό. Δηλαδή για να ζήσει μια όντως ενδιαφέρουσα καλύτερη ζωή ή πιο ενδιαφέρουσα από ό,τι θα ζούσε, και για να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Χωρίς την τέχνη, τα πράγματα είναι άδεια.
Τι παραπάνω προσφέρει η τέχνη;
Μια πιο βαθιά ενδοσκόπηση στο ποιος είμαι, ποια η αναφορά του έργου μου στην κοινωνία, το πώς μπορείς να αποφύγεις παγίδες του στυλ «θέλω να αλλάξω την κοινωνία». Ακούω συχνά «κάνω φωτογραφία για να αλλάξω τον κόσμο». Εγώ δεν το πιστεύω. Είμαστε άνθρωποι σε πτώση. Δεν με ενδιαφέρει η αγιογραφία. Εγώ κάνω φωτογραφία για να είμαι ευτυχισμένος, προσπαθώ να κάνω φωτογραφία για να γίνω καλύτερος άνθρωπος, να έχω μια πλούσια καθημερινότητα που την έχω, να αυτοπραγματώνομαι. Σε ένα δυνατό βαθμό, ναι! Χωρίς τη φωτογραφία η ζωή μου θα ήταν ελλιπέστερη. Και φυσικά η χαρά της δημιουργίας είναι πολύ μεγάλη.
Τι χάνεται και τι διασώζεται σε ένα «κλικ»;
Εξαρτάται από τη προσέγγιση ή από την φιλοσοφική θεώρηση που έχεις φωτογραφίζοντας ή καθώς στέκεσαι στον οποιοδήποτε απέναντι. Πολλά πράγματα που μπορείς να τα έχεις μεγάλα στο μυαλό σου, την ώρα του «κλικ» χάνονται, αλλά αν έχεις μια βαθύτερη θεώρηση των πραγμάτων, πιστεύω ότι ανακαλύπτεις πράγματα ή στον άλλο ή στη στιγμή. Μπορεί κάτι όπως το βλέπουν τα μάτια των περισσότερων ανθρώπων, να είναι μικρό κι όταν φωτογραφηθεί να απογειωθεί ως στιγμή κι αυτό είναι σημαντικό.
Σίγουρα αυτό που έχει να κερδίσει κανείς είναι ότι κάθε σκέψη, κάθε «κλικ», όλο το σύνολο των διεργασιών που κάνει κανείς, λειτουργεί αθροιστικά κι ως προς την περαιτέρω εικαστική του πορεία αλλά και στη ζωή του, αρκεί να είναι βαθύ να μην είναι ρηχό.
Τι κάνει μια φωτογραφία καλή;
Βλέποντας μια φωτογραφία δεν έχεις ένα ασφαλές περιεχόμενο στο μυαλό σου με λέξεις. Κι όταν φωτογραφίζω κι όταν βλέπω φωτογραφίες μαθητών μου, μου αρέσει να σιωπώ. Έχω λάβει τόσα πολλά πράγματα με την καρδιά μου, που τί λέξη να πεις; Δεν μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα.
Είναι τί συγκίνηση σου προκαλεί μια φωτογραφία. Αλλά δεν είμαι υπέρ της συγκίνησης πάνω στην οποία θα αρθρωθεί λόγος. Είμαι υπέρ της συγκίνησης της σιωπής. Μπορεί να μην μπορώ να πω λόγια αλλά την κουβαλάω μέσα μου.
Υπάρχουν φωτογραφίες που μου προκαλούν ακόμη συγκίνηση. Ακόμη και τώρα, ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση του project, μετά από την έκθεση στη Θήβα, στη Χαλκίδα, στην Αθηναΐδα, στη Λειβαδιά, μου δείχνουν διαφορετικά πράγματα. Βλέπω ένα άλλο βάθος σε σχέση με αυτό που έβλεπα στην αρχή. Πολλές από τις φωτογραφίες είναι σα να τις βλέπω για πρώτη φορά.
Ένα έργο λειτουργεί σαν ένας ζωντανός οργανισμός. Δεν είναι κάτι το οποίο τελείωσε. Ο κάθε άνθρωπος θα δώσει τη δική του ερμηνεία. Ένα καλός δημιουργός, δημιουργεί τη βάση για πολλές αναγνώσεις. Έχει σημασία ένα έργο να μην είναι προφανές. Είναι μια φωτογραφία που ένα μωρό είναι τυλιγμένο με ένα τούλι και μοιάζει με έμβρυο. Άλλοι το περνούν για ζωντανό έμβρυο κι άλλοι για πεθαμένο.
Ο χρόνος και η φωτογραφία πως σχετίζονται;
Δεν τραβάω αναμνηστικές φωτογραφίες. Η σχέση μου με τη φωτογραφία δεν έχει το στυλ της ανάμνησης αλλά τη χαρά της δημιουργίας. Αυτή τη χαρά την πήρα στη Ριτσώνα εκατό τοις εκατό. Είμαι στη λογική να δημιουργείται κάτι και από εκεί και πέρα να λειτουργεί μέχρι εκεί που έχει τη δύναμη να πάει. Επειδή είμαι δάσκαλος πρέπει να μιλώ για τις φωτογραφίες. Κατά τα άλλα, δεν θα ήθελα να μιλώ. Φωτογραφίζω. Εκεί είναι. Δες τες!
———————–
[1] Η έκθεση πρωτοπαρουσιάστηκε το 2018 και έκτοτε έχει φιλοξενηθεί σε πολλούς σημαντικούς εκθεσιακούς χώρους της χώρας μας. Όλο το Σεπτέμβρη και μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 2018 η έκθεση παρουσιάζεται στο Παλιό Μεταξουργείο Σπάρτης στα πλαίσια μιας σειράς εκδηλώσεων με θεματικό τίτλο «Ανθρώπινες παλίρροιες», σε συνδιοργάνωση της ομάδας Activate Now // Ενεργοποίηση Τώρα: activateyourparticipation@gmail.com και της Λέσχη Φωτογραφίας Σπάρτης: lefospartis@gmail.com Ώρες και μέρες λειτουργίας της έκθεσης: 21:00 – 23:00 από Πέμπτη – Κυριακή. Είσοδος ελεύθερη.
[2] Νικηφόρος Βρεττάκος, «Διεθνής Παιδούπολη Πεσταλότσι», Τα ποιήματα, Τρία φύλλα, Αθήνα 1981, σ. 280-281.
[3] O Βασίλης Νίκας είναι φωτογράφος και δάσκαλος φωτογραφίας. Ατομικές του εκθέσεις έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 2017 κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Ευρυγώνιος» το φωτογραφικό του λεύκωμα με τίτλο «Τα παιδιά της Ριτσώνας». web site: http://www.photoenatos.gr/ instagram: https://www.instagram.com/vassilis_nikas/ – FB: https://www.facebook.com/VasilisNikas9os?fref=ts
[4] Για τη σημασία του κοινωνικού έργου στη Ριτσώνα, η γιαπωνέζα σκηνοθέτιδα Fuyuko Mochizuki δημιούργησε το 2016 το ντοκιμαντέρ με τίτλο “In the Eyes of Children”, που παρουσιάστηκε με επιτυχία σε σημαντικά διεθνή φεστιβάλ.