Τι θα πρέπει να γίνει με τα μνημεία προσώπων που συνδέονται ιστορικά με τον ρατσισμό; Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό όχι μόνο στις ΗΠΑ, έναν χρόνο μετά τα βίαια επεισόδια στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια, όπου οι οπαδοί της λευκής κυριαρχίας επιχείρησαν να αποτρέψουν την αποκαθήλωση του αγάλματος του Συνταγματάρχη Ρόμπερτ Λη. Στον Καναδά ξέσπασε μια παρόμοια μάχη, που αφορά την απομάκρυνση μνημείων που, σύμφωνα με τους διαδηλωτές, δοξάζουν την αποικιοκρατία και συμβάλλουν στην αποσιώπηση της ιθαγενικής κληρονομιάς της χώρας.
Της Gabriella Angeleti
Ο Τζον Μακντόναλντ (1815-1891) αποτελεί μια από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές στην ιστορία του Καναδά και ταυτόχρονα ένα πρόσωπο που τιμάται περισσότερο από όλους. Ο ρόλος του υπήρξε κεντρικός στην ένωση των βόρειων αποικιών στο έθνος του Καναδά και ίδιος έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας.
Όμως ο Μακντόναλντ ήταν επίσης υπεύθυνος για μια σειρά από νόμους που στόχευαν στην αφομοίωση των αυτόχθονων ομάδων στην λευκή κοινωνία, περιγράφοντάς τους συνήθως ως «αγρίους». Στο Μόντρεαλ, στις 17 Αυγούστου, ακτιβιστές έβαψαν ένα άγαλμα του Μακντόναλντ με κόκκινη μπογιά, λίγο μετά την αποκαθήλωση ενός άλλου αγάλματός του στη Βικτόρια.
Οι ανώνυμοι ακτιβιστές που ανέλαβαν την ευθύνη για την αλλοίωση του αγάλματος άφησαν πίσω φυλλάδια που έγραφαν ότι ο Μακντόναλντ «συνέβαλε ευθέως στη γενοκτονία των ιθαγενικών πληθυσμών, μέσα από τη δημιουργία ενός βάναυσου ιδρυματικού συστήματος εκπαίδευσης», στο οποίο τα παιδιά στέλνονταν αναγκαστικά σε οικοτροφεία όπου ζούσαν με αποστέρηση υλικών πόρων και υφίσταντο φυσική κακοποίηση.
«Τα αγάλματα του Μακντόναλντ πρέπει να απομακρυνθούν από τον δημόσιο χώρο και να τοποθετηθούν σε αρχεία και μουσεία, όπου ανήκουν ως ιστορικά τεχνουργήματα», γράφουν οι ακτιβιστές.
«Ο δημόσιος χώρος θα πρέπει να τιμά συλλογικούς αγώνες για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, και όχι τη γενοκτονία και τις αξίες της λευκής κυριαρχίας», σημειώνεται στο ίδιο φυλλάδιο.
Παράλληλα, στο Χάλιφαξ, δημιουργήθηκε τον Ιούλιο μια ειδική συμβουλευτική επιτροπή για να διαχειριστεί το ζήτημα των μνημείων του Έντουαρντ Κορνουάλις, του βρετανού συνταγματάρχη που εγκαθίδρυσε μια αποικία στην περιοχή. Το 1749, ως κυβερνήτης της αποικίας Nova Scotia, ο Κορνουάλις επικήρυξε με 10 γκινέες τη σύλληψη ή το σκαλπ κάθε ιθαγενούς της φυλής Mi’kmaq.
Η δεκαμελής επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των Mi’kmaq, δημιουργήθηκε με αφορμή το γεγονός ότι ένα μπρούτζινο άγαλμα του Κορνουάλις, που στεκόταν επί 85 χρόνια στο λιμάνι της πόλης, δέχτηκε συνεχείς ακτιβιστικές παρεμβάσεις και τοποθετήθηκε προσωρινά σε αποθήκη. Η επιτροπή θα συνεδριάσει το φθινόπωρο, οπότε και θα αποφασίσει τι πρέπει να γίνει με το άγαλμα αλλά και τους τρόπους με τους οποίους η πόλη οφείλει να τιμήσει τους ιθαγενικούς πληθυσμούς.
Μια παρόμοια ομάδα εργασία δημιουργείται στην Ορίλια του Οντάριο, όπου η επανεγκατάσταση ενός μνημείου προς τον εξερευνητή των αρχών του 17ου αιώνα Σαμουέλ ντε Σαμπλαίν αναβλήθηκε, μετά από διαμαρτυρίες για τον τρόπο που αυτό αναπαριστά τους ιθαγενικούς πληθυσμούς.
Το μνημείο, που βρισκόταν σε παραλιακό πάρκο της πόλης από το 1925 και απομακρύνθηκε πέρυσι για να συντηρηθεί, δείχνει τον Σαμπλαίν και «στις δύο πλευρές του, δύο αυτόχθονες με κουρέλια να σκύβουν στα πόδια του, με υποτακτικό τρόπο απέναντι στους ευρωπαίους νεοαφιχθέντες», λέει η ιθαγενικής καταγωγής καλλιτέχνις Αϊλάν Κουτσί.
To μνημείο του Σαμουέλ ντε Σαμπλαίν στον Καναδά
Το μνημείο περιλαμβάνει επίσης μια πλακέτα που γράφει ότι «ανεγέρθηκε για να τιμήσει την έλευση της λευκής φυλής στο Οντάριο».
Η Κουτσί λέει ότι φοβάται ότι τελικά το γλυπτό θα επιστρέψει σε δημόσια θέα, ενώ ο δήμαρχος της πόλης πρότεινε να ενσωματωθούν σε αυτό κάποια άλλα στοιχεία επανερμηνείας του ως μέρος της αναπαλαίωσής του.
«Ένα μνημείο –ακόμα κι ένα προβληματικό μνημείο– μας λέει κάτι για το παρελθόν, ακόμα κι αν είναι δυσάρεστο», λέει ο σύμβουλος πολιτιστικής κληρονομιάς Ρόμπερτ Μπιβάν. Ο ίδιος δηλώνει υποστηρικτής της ιδέας της ανέγερσης αντι-μνημείων που «αμφισβητούν το νόημα και τη δύναμη των αυθεντικών».
Τα αντι-μνημεία μπορούν να «αναπλαισιώσουν και να προσαρμόσουν ένα υπάρχον άγαλμα και να μετατρέψουν τόπους τιμής σε τόπους ντροπής, αν αυτό συμβαίνει σε κατάλληλα κλίμακα παρέμβασης», υποστηρίζει ο ίδιος.
«Απλώς το να αλλάξεις την πλακέτα που συνοδεύει το άγαλμα ενός μεγάλου ιππέα κατακτητή δεν θα μειώσει αρκετά τη δύναμή του ούτε θα δικαιολογήσει τη διαρκή παρουσία του, στον βαθμό που η πρόθεση αυτού του μνημείου είναι ο καταναγκασμός», σημειώνει ο Μπίβαν.
Όπως σημειώνει, το ζήτημα της αναπλαισίωσης προβληματικών μνημείων πυροδοτεί «χρήσιμους διαλόγους για το κατά πόσο υπάρχουν πιο σύνθετοι, διακριτικοί, καλλιτεχνικοί και δυνατοί τρόποι σχολιασμού και ανατροπής της τιμητικής αναφοράς από την απλή εγκατάσταση αυτών των μνημείων σε μουσεία».
«Κάποιος πρότεινε να περικυκλωθεί ένα από τα αγάλματα της Σάρλοτσβιλ με τεράστιο φράκτη, το οποίο είναι εξαιρετική ιδέα», σημειώνει ο Μπίβαν, υπογραμμίζοντας ότι αυτά τα μνημεία είναι τόσο σκανδαλώδη που δεν μπορούν να παραμείνουν στον δημόσιο χώρο, χωρίς να υπάρξει παρέμβαση. «Στην ίδια κατηγορία τοποθετώ και τα αγάλματα αυτών που ηθελημένα υποκίνησαν γενοκτονίες», υποστηρίζει ο Μπίβαν.
Σύμφωνα με την Κούτσι, «παρά το γεγονός ότι πολλά μουσεία και θεσμοί στον Καναδά κινούνται σε μια κατεύθυνση όπου η ιθαγενική τέχνη, κουλτούρα και οι πληθυσμοί εκπροσωπούνται σωστά και με σεβασμό, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα. Και η μεταφορά ενός αντικειμένου σε ένα μουσείο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα αναπαρασταθεί σωστά». Προσθέτει ότι τα αντι–μνημεία, έστω και με τη μορφή της περφόρμανς, «μπορούν να προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες σύνδεσης με την ιστορία μέσα από μια σύγχρονη οπτική».
Για την αντικειμενική κατανόηση του τι καθιστά προβληματικό ένα μνημείο, ο Μπίβαν αναφέρει ότι είναι σημαντικό να γίνει κατανοητή η πρόθεση πίσω από την κατασκευή του και το κοινωνικό κλίμα της εποχής.
Αναφερόμενος στα μνημεία της Σάρλοτσβιλ στις ΗΠΑ, ο Μπίβαν σημειώνει ότι «αυτά τα μνημεία δεν ανεγέρθηκαν στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο, αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα, για να χρησιμεύσουν ως σημάδια εξουσίας και διακρίσεων απέναντι στα εντεινόμενα αιτήματα των μαύρων Αμερικανών για ισότητα».
«Είναι ντροπή το γεγονός ότι στον Καναδά μέχρι τη δεκαετία του 1960 ανεγείρονταν ακόμα αγάλματα του Τζον Μακντόναλντ». Όπως επισημαίνει, το γεγονός ότι το άγαλμα του Κορνουάλις στο Χάλιφαξ χρονολογείται το 1931 αποδεικνύει ότι ανεγέρθηκε «για να ελέγξει και να καταστείλει».
«Κανένα άγαλμα δεν είναι ουδέτερο, αλλά ορισμένα είναι ηθελημένοι ψεύτες», καταλήγει ο Μπίβαν.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Art Newspaper, στις 27 Αυγούστου 2018.
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr