«Aufstehen». Θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε αυτή τη λέξη ως επιτακτικό «ξεκίνημα» ή, πιο λιτά, «Σηκωθείτε». Πρόκειται για το νέο κίνημα στους κόλπους της γερμανικής Αριστεράς, που παρουσιάστηκε επισήμως στις 4 Σεπτεμβρίου.
Της Johanna Luyssen
Εμπνεόμενο κυρίως από το Podemos και την Ανυπότακτη Γαλλία [France Ιnsoumise], το Aufstehen σκοπεύει να οργανωθεί πέραν των πολιτικών διαχωρισμών. Απευθύνεται, λοιπόν, σε οικολόγους, ψηφοφόρους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που νιώθουν ότι έχουν διαψευσθεί, ψηφοφόρους που απέχουν, απογοητευμένους και «αντι-συστημικούς» εργάτες που θα μπορούσαν να δουν σε αυτό το κίνημα μια εναλλακτική απέναντι στην άκρα δεξιά του AfD.
Στo σάιτ του, που τέθηκε σε λειτουργία στις 4 Αυγούστου, το κίνημα επικαλείται τη «συγγένειά» του με προσωπικότητες όπως ο Μπέρνι Σάντερς, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, αλλά και ο Μπόμπ Μάρλεϊ και το κομμάτι του «Get Up, Stand Up».
Ιδρύτρια του κινήματος –που σκοπεύει να ασκήσει πίεση στα παραδοσιακά κόμματα προς μια πιο κοινωνική κατεύθυνση– είναι η Σάρα Βάγκενκνεχτ, 49 ετών. Συν-πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Αριστερού Κόμματος Die Linke, στην Μπούντεσταγκ, η Βάγκενκνεχτ είναι ένα πολιτικό πρόσωπο ιδιαίτερα δημοφιλές αλλά και αμφιλεγόμενο.
Ανάμεσα στα «ταμπού» που επιδιώκει να ανατρέψει, ένα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την πολιτική της οικογένεια: το μεταναστευτικό ζήτημα. Η Σάρα Βάγκενκνεχτ υποστηρίζει, λοιπόν, ότι η Αριστερά θα πρέπει να εκπροσωπήσει μια «διαφορετική μεταναστευτική πολιτική».
Σε ομιλίες της, που συχνά φλερτάρουν με την ρητορική του AfD, διατείνεται ότι θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος «στην ήσυχη συνείδηση της Αριστεράς αναφορικά με την κουλτούρα της υποδοχής».
Όπως εκτιμά η ίδια, η προώθηση των ανοιχτών συνόρων είναι μια ιδέα «αφελής», ενώ προσθέτει ότι «μεγαλύτερος αριθμός οικονομικών μεταναστών θα σήμαινε περισσότερος ανταγωνισμός για τους χαμηλά αμοιβόμενους στο πεδίο της εργασίας».
Ολοένα και πιο σκληρά μέτρα
Πρόκειται για ένα φλέγον ζήτημα στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Από το 2015, οι πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν πάψει να διχάζονται αναφορικά με την πολιτική της υποδοχής που προωθούσε τότε η Άνγκελα Μέρκελ.
Έκτοτε, το AfD, που ιδρύθηκε το 2013, κέρδισε ένα σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων, και αυτή τη στιγμή αποτελεί την μεγαλύτερη αντιπολιτευόμενη δύναμη στον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό.
Κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2017, η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε στη μεταναστευτική πολιτική, τους πρόσφυγες και το Ισλάμ, ωθώντας την κυβέρνηση να υιοθετήσει στη συνέχεια ολοένα και πιο σκληρά μέτρα: θέσπιση ετήσιου πλαφόν υποδοχής προσφύγων, καθώς και περιορισμούς στο ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης.
Πρόσφατα, το μεταναστευτικό βρέθηκε στο επίκεντρο μιας έντονης ενδοκυβερνητικής κρίσης ανάμεσα στην Άνγκελα Μέρκελ και στον συντηρητικό Υπουργό Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ. Σε μια αρκετά θορυβώδη επίδειξη υποκριτικής συμπεριφοράς, ο Ζεεχόφερ απείλησε ότι θα παραιτηθεί, αλλάζοντας γνώμη στη συνέχεια.
Τελικά, η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή μια συμφωνία για το μεταναστευτικό που προωθούσε τη δημιουργία κέντρων κράτησης των προσφύγων, η οποία αποδοκιμάστηκε σφοδρά από την Αριστερά.
Οι θέσεις της Σάρα Βάγκενκνεχτ για τη μετανάστευση διαφοροποιούνται από αυτές του κόμματός της. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του τελευταίου συνεδρίου της Die Linke, τον Ιούνιο, αποδοκιμάστηκε και γιουχαΐστηκε από μέρος του σώματος.
Αυτές οι θέσεις χαροποιούν, πάντως, την άκρα δεξιά, παρά το γεγονός ότι η Βάγκενκνεχτ αποστασιοποιείται από αυτήν, όταν ερωτηθεί. Ήδη, όμως, από το 2016, μετά από σεξουαλικές επιθέσεις που σημειώθηκαν στην Κολωνία, στις 31 Δεκεμβρίου 2015, προκάλεσε μεγάλη αναταραχή, δηλώνοντας ότι «όσοι κάνουν κατάχρηση του δικαιώματος της φιλοξενίας, χάνουν αυτό το δικαίωμα» – μια ρητορική τυπική του AfD, που έκανε τον τωρινό ηγέτη του κόμματος Αλεξάντερ Γκάουλαντ να τρίβει τα χέρια του.
Το 2016, μετά από την τρομοκρατική επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου, σχολίαζε, με τον ίδιο στρατευμένο τόνο: «Όχι μόνο δεν υπάρχει έλεγχος στο άνοιγμα των συνόρων, αλλά η αστυνομία εξαντλείται στο να είναι αναποτελεσματική. Δεν διαθέτει ούτε τους ανθρώπινους πόρους ούτε τις τεχνικές για να αντιμετωπίσει τον πραγματικό κίνδυνο».
Ένα πολιτικό τοπίο σε μετάλλαξη
Τι αναζητά η Σάρα Βάγκενκνεχτ; Γνωρίζει πολύ καλά ότι η Die Linke εξακολουθεί να χάνει ψήφους από το AfD, κυρίως στην ανατολική Γερμανία. Ότι στις εκλογές το κόμμα δεν κατάφερε να περάσει το ποσοστό του 10%.
Πιστεύει, επίσης, ότι τα νέα κινήματα πολιτών, από τα οποία εμπνέεται το Aufstehen, κατορθώνουν να γοητεύσουν, «ψαρεύοντας όλα τα ψάρια». Είδε, επίσης, με ενδιαφέρον τον Ζαν Λυκ Μελανσόν να συγκεντρώνει το 19% των ψήφων στις τελευταίες Προεδρικές στη Γαλλία. Προσπαθεί, λοιπόν, να συγκεντρώσει συμπαθούντες, χρησιμοποιώντας δυνατά συνθήματα όπως: «οι λομπίστες έχουν πολλά χρήματα, εμείς έχουμε τους ανθρώπους».
[…]
Mια δημοσκόπηση, που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες μέρες για λογαριασμό του περιοδικού Focus, δείχνει ότι το 1/3 των ερωτηθέντων θα μπορούσε δυνητικά να ψηφίσει το Aufstehen, αν το κίνημα ήταν κόμμα.
Σημάδι ότι το γερμανικό πολιτικό τοπίο είναι σε διαδικασία μεταλλαγής είναι το γεγονός ότι ορισμένα μέλη της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) δεν αποκλείουν πια συνεργασίες σε περιφερειακό επίπεδο με την Die Linke.
Η συγκεκριμένη συζήτηση ξεκίνησε μέσα στον λήθαργο του καλοκαιριού από τον Ντανιέλ Γκούντερ, υπουργό-πρόεδρο του Σλέσβιχ-Χόλνσταϊν. Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, είπε ο ίδιος, πρέπει να δράσει «χωρίς παρωπίδες». Μια εντυπωσιακή άποψη, που ανάγκασε την Άνγκελα Μέρκελ να πάρει τον λόγο. «Δεν είμαι ευνοϊκά διακείμενη απέναντι σε μια συνεργασία με την Die Linke, εδώ και πολλά χρόνια», δήλωσε κατηγορηματικά η καγκελάριος.
Καθώς οι περιφερειακές εκλογές του 2019 πλησιάζουν, σε πολλά ομοσπονδιακά κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας, αυτή η ρητορική είναι πιθανόν να καμφθεί μπροστά στον ολοένα και πιο χειροπιαστό κίνδυνο μιας νίκης του AfD.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Libération, στις 24 Αυγούστου 2018.
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr