Στη Σπάρτη το πάλαι ποτέ ξενοδοχείο Ξενία[1], στέκει ερειπωμένο σε ένα καταπράσινο λόφο στο κέντρο της πόλης. Το αρχιτεκτονικό αυτό διαμάντι κτίστηκε το 1958 από τον αρχιτέκτονα Χ. Μπουγάτσο. Στο πέρασμα των χρόνων μετατράπηκε σε τσιμεντένιο κουφάρι, όπου το συλλογικό φαντασιακό το χρησιμοποίησε ως συμβολικό τόπο, για να εκφραστεί και με κάποιο τρόπο να υπάρξει. Με τη χορηγία της εγκατάλειψης, το ανοίκειο είχε ένα χώρο να τοποθετηθεί και να οριοθετηθεί συμβολικά. Και που; Ακριβώς στο κέντρο της πόλης! «Κανείς δεν πάει εκεί για καλό», έλεγαν. Η ερήμωση θρέφει ιστορίες αστικής μυθολογίας για σημεία και τέρατα, κολασμένους και αερικά. Άνθρωποι σαν σκιές βρίσκουν εδώ καταφυγή στα πάθη τους. Γκράφιτι «ντύνουν» την αγριότητα του πραγματικού, δημιουργώντας μια πολύχρωμη επιδερμίδα στο γυμνό κουφάρι του κτιρίου. Για τους εφήβους φαντάζει ως η μέγιστη δοκιμασία. Αναμετριούνται με τους φόβους τους προκαλώντας ο ένας τον άλλο να εισχωρήσουν στο χώρο-σώμα της πόλης που προκαλεί φόβο, να νιώσουν ατρόμητοι.

Ωστόσο το συμβολικό έχει πολλούς τρόπους να υπάρξει. Τελευταία στα τρομερά και φοβερά που λέγεται πως συμβαίνουν στο Ξενία, ακούστηκε κάτι διαφορετικό. Τόσο, που με οδήγησε για πρώτη φορά να το επισκεφθώ ώστε να «συναντήσω» τους αγγέλους της Άννας Δημητρίου. Με «περίμεναν», μέσα σε σκουπίδια, λεηλατημένα οικοδομικά υλικά, και συνθήματα μιας τυφλής οργής στους τοίχους. Θέλησα να μιλήσω με την αυτουργό αυτής της πράξης μετατροπής της αδράνειας σε δημιουργία. Του ανοίκειου σε ποίηση.

 

Άννα Δημητρίου, ποια είσαι;
Γεννήθηκα στον Κρόνο. Έχω μπλε βλέφαρα και μαύρες τρύπες για μάτια. Κάποτε είχα και μια σιέλ ουρά αλλά έφυγε με τα πολλά πλυσίματα. Μου αρέσουν οι λέξεις, τα εισαγωγικά, το γάλα και ο μετεωρισμός του έρωτα. Πλένω τα χέρια μου μόνο με σαπούνι. Οδηγώ έναν ασημένιο Άστρο-Καταστροφέα.. Αθήνα γεννήθηκα και μεγάλωσα. Μεγάλωσα που λέει ο λόγος. Ακόμα προσπαθώ. Σκηνοθέτις και εικαστικός. Ασχολούμαι με την εικόνα (video art) και τη συγγραφή[2].

Κάνεις εικαστικές παρεμβάσεις σε εγκαταλελειμμένα[3] κτίρια, μεταξύ των οποίων και τα ξενοδοχεία Ξενία. Τι σε οδήγησε σε αυτά;
Όλο αυτό ξεκίνησε πριν ενάμιση χρόνο. Όταν μάθαμε ότι ο πατέρας μου είναι άρρωστος. Μου στοίχισε. Έβλεπα παλιές φωτογραφίες μαζί του κυρίως εκείνες τις ροζ με τα ξεθυμασμένα χρώματα στα μαγιό, τα μαλλιά και τα βλέφαρα. Τον ανακαλούσα μέσα από τα ελληνικά καλοκαίρια που μου χάρισε. Ο πατέρας μου ήταν ένα κομμάτι από τον παλιό αυτό κόσμο που ήθελα να μην κατεδαφιστεί, να μην χαθεί. Ο πατέρας μου ήταν αυτό το πρότζεκτ. Και έτσι για να μην τον χάσω έβαλα ένα στοίχημα, ξέρετε ένα παιδικό χαζό στοίχημα, από αυτά που βάζαμε όταν ήμασταν μικρότεροι. Είπα πως θα κάνω μια καλλιτεχνική διαμαρτυρία και με την τέχνη μου θα προσπαθήσω να δώσω πίσω την ζωή που τους υποσχεθήκαν κάποτε. Την ζωή του πατέρα μου, ξαναλαέω, ο πατέρας μου ήταν το πρότζεκτ. Είπα πως εκείνος θα ζήσει μόνο μέχρι να προλάβω να τα κάνω όλα. Άρχισα λοιπόν έρευνα, βρήκα τις πρώτες μακέτες τους, τα πρώτα σχόλια κάποιες παλιές φωτογραφίες και ξεκίνησα να παίρνω σβάρνα όσα μπορούσα. Για να σας το πω και πιο απλά, πιστεύω στην αγάπη και στην καλοσύνη των ανθρώπων. Και ξέρω ότι θα τα καταφέρω. Γιατί, πιστεύω πως, ό,τι είναι γραμμένο να γίνει θα βρει τον τρόπο να συμβεί.

Πως αντιμετωπίζει η εικαστική σου διαμαρτυρία την άκαμπτη λειτουργία του γραφειοκρατικού μηχανισμού;
Τα Ξενοδοχεία “Ξενία” (Xenia Hotels) ήταν μέρος ενός Κρατικού Προγράμματος το οποίο στόχευε την ανάπτυξη του τουρισμού σε όλη την Ελλάδα, υπό την εποπτεία του Ε.Ο.Τ. Είχε τεθεί σε λειτουργία από το 1953 έως το 1974, ως μια από τις βασικές προτεραιότητες για την ανάκαμψη της οικονομίας. Τέλη της δεκαετίας του 90′, τα ΞΕΝΙΑ πήραν το δρόμο της μιζέριας και της εγκατάλειψης. Σήμερα η Ε.Τ.Α[4] μετράει 44 ξενοδοχειακές μονάδες τύπου “ΞΕΝΙΑ”, από τα οποία μόνο τα 11 είναι μισθωμένα και κάποια άλλα έχουν εν μέρει ή εν συνόλω παραχωρηθεί.
Επέλεξα να αντιμετωπίσω σαν καλλιτέχνης και κορίτσι των απύθμενων ελληνικών καλοκαιριών αυτά τα κτίρια, (με την τόσο μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και το βάρος του χρόνου πάνω τους να τα ρημάζει) σαν αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, και στοιχεία οργάνωσης και μορφοποίησης χώρου και όχι σαν εμπόδια σε σχέδια ανάπτυξης. “Αναβιώνοντας την αθωότητα του ελληνικού καλοκαιριού”, αποφάσισα να αφήσω χωρίς χρηματικό κόστος την τέχνη μου πάνω τους να φθαρεί και να σαπίσει, όπως κάθε μορφή τέχνης άλλωστε που αν δεν συντηρηθεί θα ρημάξει. Θέλω να τραβήξω έτσι την προσοχή κάποιων ανθρώπων που, ενώ έχουν την γνώση και το χρήμα, δεν κάνουν κάτι. Η περιφρόνηση αφανίζει αρχιτεκτονικά διαμάντια μα και το ίδιο το αρχιτεκτονικό και ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας.

Πώς οραματίζεσαι αυτά τα κτίρια;
Πιστεύω πως μπορούν να μετατραπούν σε κυψέλες πολιτισμού φιλοξενώντας πολιτιστικές δράσεις και στεγάζοντας αντίστοιχες υπηρεσίες και φορείς. Έτσι μπορεί να επιτευχθεί η σύνδεση της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη μοντέρνα δημιουργία, να μπολιαστεί η σημερινή παραγωγή κουλτούρας από το πνεύμα καλλιτεχνών του παρελθόντος.

Πώς νιώθεις κατά την εικαστική διεργασία;
Μια απέραντη θάλασσα θλίψης. Σα να κολυμπάω μέσα σε ένα βούρκο μοιάζει. Άλλα κάθε φορά βάζω με πολλή αγάπη αυτό το σκάφανδρο και καταδύομαι αφήνοντας σημάδια. Μήνυμα σε ένα μπουκάλι κι όποιος το βρει το βρήκε. Η αγάπη βρίσκεται παντού, κι εγώ με αυτή, σαν όπλο, κάνω ότι κάνω.

Πού μοιάζουμε κτίρια κι άνθρωποι;
Δεν ξέρω ακριβώς, όμως φαντάζομαι ότι θα μοιάζουμε πολύ στο τρόπο που καταρρέουμε.

Μένει κάτι ζωντανό, σε ένα κτίριο που καταρρέει;
Η συλλογική μνήμη ενός παλιότερου κόσμου που κάποιοι αγαπήσαμε και τον θέλουμε πίσω.

Τα κτίρια έχουν μνήμη;
Φυσικά. Συλλογική μνήμη. Στα κτίρια μιας πόλης, ιδιαίτερα στα δημόσια, αποτυπώνεται η ιστορία και ο πολιτισμός του τόπου και των κατοίκων της. Η πόλη εμποτίζεται με τα ίχνη που αφήνει ο άνθρωπος και εκείνος με τα ίχνη που αφήνει ο χρόνος.

Αν μιλούσαν, τι θα σου έλεγαν;
Δεν έχω ιδέα. Ίσως με χάιδευαν, όπως η μάνα το παιδί.

Έχουν ψυχή; Πού τη νιώθει κανείς;
Στους χαμηλούς παλμούς της καρδιάς τους. Πεθαίνουν.

Μοιάζει σα να προσφέρεις την Τέχνη σου βορρά στην ερήμωση…
Επίτηδες σιγοντάρω και γω στην αδιαφορία του κράτους. Βάζω έναν καθρέφτη στα μούτρα τους. Τα «Ξενία» αναδεικνύουν, με την κάθε ευκαιρία, το πρόβλημα της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Και όχι μόνο τώρα, στα μνημονιακά χρόνια, αλλά ανέκαθεν, ακόμα και στις παλιές καλές εποχές, όταν στα κουφάρια των «Ξενία» οι ιθύνοντες έβλεπαν μόνο επενδυτικές ευκαιρίες, παραγνωρίζοντας τη σημασία τους ως πολιτιστικό απόθεμα. Την ίδια ώρα, αν και αποτελούν σημεία αναφοράς για τις πόλεις όπου βρίσκονται, φαίνεται ότι δεν αγαπήθηκαν και τόσο πολύ από τις τοπικές κοινωνίες ώστε αυτές να διεκδικήσουν αποτελεσματικά τη διάσωσή τους και την αξιοποίησή τους με σεβασμό στην αρχιτεκτονική κληρονομιά και την κοινωνική μνήμη. Η αρχιτεκτονική είναι ένα είδος πολιτιστικής κληρονομιάς. Βέβαια, το υπουργείο Πολιτισμού ήρθε να αναγνωρίσει την πολιτιστική αξία έστω κάποιων «Ξενία» πολύ αργά. Μόλις το 2008, χαρακτήρισε πέντε «Ξενία» διατηρητέα, ενώ το 2011 ακολούθησαν άλλα δύο. Ένας χαρακτηρισμός που μοιάζει βέβαια σαν «δώρο-άδωρο», καθώς σχεδόν και τα επτά μοτέλ ή καταρρέουν ή έχουν υποστεί πια ανεπανόρθωτες ζημιές.

Τι περιεχόμενο θα έδινες στη λέξη εγκατάλειψη;
Απώλεια ιστορικής και πολιτιστικής μνήμης. Η αρχιτεκτονική είναι μνήμη.

Χρόνος και εγκατάλειψη;
Ο χρόνος είναι ο μόνος άντρας που μου έχει φερθεί με τόση ευγένεια. Τον εμπιστεύομαι και του δίνω ό,τι πιο δικό μου, ό,τι πιο πηγαίο έχω. Ας κάνει την δουλειά του και γω τη δικιά μου.

Θέλεις να μας μιλήσεις για τις μορφές που δημιουργείς;
Είναι μοντέρνοι άγγελοι, αποσπασμένοι από μεραρχίες και τάγματα αγγέλων. Δεν έχουν φύλο, όπως ξέρετε. Άγγελοι που προστατεύουν αυτά τα κτήρια μέχρι να τους δώσουν πίσω την ζωή που τους υποσχέθηκαν. Στις περισσότερες τοιχογραφίες μου συναντάμε το κεφάλι της γυναίκας του Piero Fornasetti, ξέρετε φαντάζομαι αυτά τα διακοσμητικά πιάτα. Μου άρεσε ανέκαθεν αυτό το πρόσωπο. Απέπνεε στην φαντασία μου μια αύρα του κοσμοπολιτισμού παλαιότερων δεκαετιών. Σε κάποια εγκαταλελειμμένα εργοστάσια της βιομηχανικής περιόδου της Ελλάδας βάζω και ανδρικές μορφές από την δεκαετία του ’50 και του ’60 οι περισσότερες. Ο παλιός ο κόσμος και τα φαντάσματα αυτών που τον κατοίκησαν.

Στο Ξενία Σπάρτης επέλεξες ως σημεία της εικαστικής σου παρέμβασης, δύο κολώνες – στύλους που πλαισιώνουν ένα γκράφιτι…
Όπως τα Ξενία σέβονταν τον περιβάλλοντα χώρο, έτσι και γω προσπάθησα να μπω σε αυτή την λογική και να κάνω το ίδιο. Προσπάθησα να τα κάνω να μοιάζουν κομμάτι αυτής της σαπίλας και της φθοράς 30 χρόνια μετά. Προσπάθησα να τα εντάξω με απόλυτη αρμονία στον περιβάλλοντα χώρο. Επίσης να προσθέσω ότι τους μοντέρνους αυτούς αγγέλους προσπαθώ συνήθως να τους ζωγραφίζω στην είσοδο κάθε Ξενία. Σα έτοιμοι από καιρό να καλαρίσουν το καλό που θα έρθει να τα βρει.

Αν συνομιλούσαν τα γκράφιτι με τις εικαστικές παρεμβάσεις σου, τι θα έλεγαν;
Κάποια θα αδιαφορούσαν, κάποια θα εκπλήσσονταν, κάποια θα έβριζαν και κάποια άλλα θα παρακαλούσαν να γίνουν σαν αυτά. Σίγουρα κάθε νέα συμμετοχή, είσοδος σε ένα κόσμο, τραβάει τα βλέμματα, όπως και σε κάθε μικρή κοινωνία ανθρώπων.

Οι κολώνες- στύλοι, παραπέμπουν στο ίσταμαι, εξίσταμαι. Θεωρείς την πράξη σου ως μια μορφή μιας μη βίαιης επανάστασης;
Ναι είναι επανάσταση. Η αγάπη είναι μια μορφή επανάστασης. Κάπου, κάποτε είχα διαβάσει πως η αγάπη και η επανάσταση ορθώνονται μέσα από τις στάχτες ενός νεκρού πολιτισμού. Το κράτησα. Αν καταφέρει τον ριζικό μετασχηματισμό των θεσμών της κοινωνίας, τότε ναι είναι επανάσταση. Θα δείξει ο χρόνος. Προς το παρόν ονειρεύομαι.

———–

[1] Το Ξενία της Σπάρτης κτίσθηκε το 1959 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Χ. Μπουγάτσου πάνω σε λόφο όπου στην αρχαιότητα υπήρχε η συνοικία των «Κεραμέων». Κοντά 40 χρόνια τώρα, ρημάζει. Με κοινή απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, χαρακτηρίστηκε Μνημείο της νεώτερης αρχιτεκτονικής. Η ένταξη του στο ΕΣΠΑ – έργο «Βιοκλιματική αναβάθμιση Ξενία Σπάρτης και μετατροπή σε κέντρο πολιτιστικών, τουριστικών και διοικητικών δραστηριοτήτων» στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη 2014-2020», έδωσε ελπίδες για την αξιοποίηση του. Μέχρι τώρα όμως δεν έχει υπάρξει καμία ενέργεια υλοποίησης του.
[2] Την Άννα Δημητρίου θα την βρεις στο Facebook στη σελίδα: Anna Dimitriou Collage Artist.
[3] Εικαστικές παρεμβάσεις της Άννας Δημητρίου μπορεί να δει κανείς στα Ξενία Άνδρου, Ναυπλίου, Σπάρτης, Σπετσών, Πάρνηθας, Καλαμπάκας, παλιά μεταλλεία Λαυρίου. Στο ΝΙΕΝ (στρατιωτικό νοσοκομείο), Εργοστάσιο λιπασμάτων στην Δραπετσώνα, Οινοποιείο Κρόνος στην Ελευσίνα, εργοστάσιο πορσελάνης στη Νέα Μάκρη, παλιά πτέρυγα νοσοκομείου Σωτηρία, Σούνιο ξενοδοχείο Αμφιτρίτη, πρώην κτήριο catering στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, πρώην Ξενοδοχείο Αλθαία Λαγονήσι και σε αρκετά σημεία στο κέντρο της Αθήνας.
[4] Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΕΤΑΔ Α.Ε.) με σκοπό τη διαχείριση, ανάπτυξη, εκμετάλλευση και αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου. Το 2004, μετονομάστηκε σε «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ) Ανώνυμη Εταιρεία».

————-

Σημείωση: Ολες οι φωτογραφίες που χρησιμοποιούνται σε αυτή τη δημοσίευση, είναι της Άννας Δημητρίου.