Γράφει ο Αποστόλης Φωτιάδης.
Σε γενικές γραμμές, το έγγραφο του Συμβουλίου ενισχύει εκ νέου τη δέσμευση της ΕΕ να αντιμετωπίσει ζητήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση και τις εισροές προσφύγων με συνδυασμό πολιτικών εξωτερίκευσης, σκληρούς συνοριακούς ελέγχους και ποινικοποίηση παραγόντων που παρακωλύουν τις επιταγές της ΕΕ. Στις περισσότερες περιπτώσεις το κείμενο είναι αόριστο και πολύ διπλωματικό, οπότε οι σκέψεις βασίζονται κυρίως στην ερμηνεία της πρόθεσης.
Σχετικά με το σημείο 5, το Συμβούλιο δεσμεύεται να διερευνήσει την έννοια των περιφερειακών πλατφορμών αποβίβασης σε στενή συνεργασία με τρίτες χώρες καθώς και με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης.
Η ίδια η σύλληψη δεν είναι ακόμη σαφής, αλλά η πρώτη ανάλυση υποδεικνύει μια σειρά δυσκολιών που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Εάν οι πλατφόρμες αποβίβασης γίνουν κέντρα επεξεργασίας αιτημάτων ασύλου, τότε ποιος θα έχει πρόσβαση σε αυτά; Εάν η πρόσβαση θα δίνεται μόνο σε ανθρώπους που σώζονται κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων «Search and Rescue» στη Μεσόγειο, όπως υπονοείται από το έγγραφο, τότε η ιδέα δεν θα αντιμετωπίσει τον κύριο δηλωμένο σκοπό της, δηλαδή να σταματήσει τους διακινητές στη Μεσόγειο. Οι άνθρωποι θα συνεχίζουν να επιβιβάζονται σε βάρκες για να σωθούν και να μεταφερθούν στα κέντρα ώστε να ζητήσουν άσυλο. Αν αυτά τα μέρη είναι γενικά ανοιχτά στον πληθυσμό, τότε σύντομα θα μετατραπούν σε στρατόπεδα – μαγνήτες που θα προσελκύσουν υψηλό αριθμό ανθρώπων και θα δημιουργήσουν τεράστιες καθυστερήσεις στις διαδικασίες. Και στις δύο περιπτώσεις οι νομικές, θεσμικές, διοικητικές, οικονομικές και πολιτικές πολυπλοκότητες είναι πάρα πολύ μεγάλες.
Στο σημείο 6 σχετικά με όσους φτάνουν στην επικράτεια της ΕΕ, η ιδέα είναι να «μεταφέρονται σε ελεγχόμενα κέντρα που δημιουργούνται από κράτη μέλη, μόνο σε εθελοντική βάση, όπου η ταχεία και ασφαλής επεξεργασία των αιτημάτων ασύλου θα επιτρέψει τη διάκριση μεταξύ προσφύγων και μεταναστών. Τότε οι πρόσφυγες θα μετεγκατασταθούν, σε εθελοντική βάση, ενώ οι μετανάστες θα επιστραφούν».
Στην περίπτωση αυτή, ολόκληρη η ιδέα ανοίγει την πόρτα για την εφαρμογή κράτησης (fast track detention). Αν και ορισμένοι εμπειρογνώμονες έσπευσαν να το γιορτάσουν ως επιλογή προς τη σωστή κατεύθυνση, το fast track detention εφαρμόστηκε στις χώρες της ΕΕ, ειδικά στη Βρετανία, και τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι η πραγματικότητά της μεθόδου δεν είναι ιδανική όσον αφορά τον σεβασμό των διαδικασιών ασύλου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φαίνεται επίσης ότι υπήρξε μόνο ένας αριθμός κρατών μελών που τάσσονται υπέρ του να εξετάσουν αυτό το μέτρο και γι ‘αυτό όλα εξαρτώνται από την εκούσια συμμετοχή των κρατών μελών.
Ακόμα η ιδέα θα πρέπει να αντιμετωπίσει πολλούς νομικούς και πρακτικούς περιορισμούς. Η κράτηση είναι μέτρο τιμωρίας, ειδικά για τα ευάλωτα άτομα, και σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, πρέπει να εφαρμόζεται μόνο ως έσχατη λύση. Επιπλέον, η αδιάκριτη κράτηση ως βάση για μια πολιτική ασύλου δεν θα μπορέσει να σταθεί χωρίς έντονες παραβιάσεις (μαγειρέματα) εκ μέρους των αρχών. Η εμπειρία της κοινής δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας έχει αποδείξει αρκετά καλά ότι τόσο τα θεσμικά όργανα της ΕΕ όσο και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών είναι έτοιμα να παρακάμψουν το κράτος δικαίου για να προστατεύσουν την πολιτική τους ατζέντα.
Η ταχεία διαδικασία εξέτασης αιτημάτων ασύλου είναι επίσης αμφισβητήσιμη, ιδίως όταν η ελληνική εμπειρία στα hotspot έχει καταστήσει σαφές ότι η πρόθεση της Επιτροπής είναι να επηρεάσει πολιτικά τα εθνικά συστήματα ασύλου με την προσχηματική στηρίξη τους με εμπειρογνώμονες της ΕΕ στον τομέα του ασύλου. Θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένα πλαίσιο απόλυτης διαφάνειας, προκειμένου να γίνει αποδεκτό ότι οι διαδικασίες ασύλου στα κέντρα κράτησης είναι ανεξάρτητες και ανταποκρίνονται στα πρότυπα.
Επιπλέον, δεν είναι σαφές τι συμβαίνει με τους ανθρώπους μετά τη χορήγηση ασύλου ή με όσους δεν είναι επιλέξιμοι για διεθνή προστασία. Το πρόγραμμα μετεγκατάστασης που εφαρμόστηκε από την Ελλάδα και την Ιταλία το 2016 και το 2017 ήταν οδυνηρά αργό και τελικά δεν ανταποκρίθηκε στις φιλοδοξίες. Πώς θα βελτιωθεί λοιπόν σε αυτή την περίπτωση; Οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες θα παραμένουν υπό κράτηση, ενώ θα περιμένουν να ολοκληρωθεί η μετεγκατάστασή τους; Και τι γίνεται με όσους δεν θα είναι επιλέξιμοι; Πρόκειται να κρατηθούν ενώ περιμένουν την απέλαση και για πόσο καιρό; Και στην περίπτωση που η επιστροφή τους δεν μπορεί να εφαρμοστεί, θα είναι αναγκασμένοι να παραμείνουν φυλακισμένοι για 18 μήνες, που είναι το μέγιστο χρονικό διάστημα που προβλέπει το δίκαιο της ΕΕ, αλλά που στην πράξη είναι μια απάνθρωπη επιλογή;
Τέλος, είναι αμφίβολο το πόσο η ακόμα περισσότερη κράτηση θα συμβάλει στην αποτροπή αφίξεων πληθυσμού από ό, τι έχει ήδη κάνει. Για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες αρνήθηκε στο Συμβούλιο να ανοίξει πρόσθετα «ελεγχόμενα κέντρα», εφαρμόζει ήδη μια πολιτική μαζικής κράτησης. Αν και μακριά από το δημόσιο βλέμμα προς αποφυγή των επικρίσεων τον Νοέμβριο του 2017, σύμφωνα με τον Έλληνα Συνήγορο του Πολίτη, 3.572 άνθρωποι κρατήθηκαν για απέλαση σε κέντρα κράτησης και αστυνομικά τμήματα σε όλη τη χώρα.
Το σημείο 9 προβλέπει τη δημιουργία χωριστής χρηματοδοτικής γραμμής στον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για την πολιτική εξωτερίκευσης στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, του Ταμείου Ολοκληρωμένης Διαχείρισης των Συνόρων και του Ταμείου Ασύλου και Μετανάστευσης, που θα επιτρέψει τον εξορθολογισμό της χρηματοδότησης προγραμμάτων με πολύ ταχύτερο και αποτελεσματικότερο ρυθμό.
Το σημείο 10 επαναλαμβάνει την ήδη αναφερθείσα πρόθεση της Επιτροπής να ενισχύσει την ικανότητα της Frontex. Η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει τη δημιουργία 10.000 μόνιμων θέσεων συνοριοφυλάκων στην διάθεση της Frontex και η αύξηση του προϋπολογισμού της να τριπλασιαστεί στα 12 δισεκατομμύρια ευρώ κατά το προσεχές πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (προϋπολογισμός της ΕΕ 2021-2027). Όπως έχει ήδη αναφέρει η Επιτροπή – και το Συμβούλιο επαναλαμβάνει στο έγγραφο του – θα υποβληθεί σύντομα νέος κανονισμός που θα ενισχύει την εντολή της Frontex στο πεδίο των απελάσεων, δίνοντας ενδεχομένως στον Οργανισμό αυξημένη εξουσία σε σχέση με την εθνική πολιτική για τον έλεγχο των συνόρων και των επιστροφών.
Το σημείο 11 ασχολείται με τις δευτερογενείς μετακινήσεις προβλέποντας ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν όλα τα απαραίτητα εσωτερικά νομοθετικά και διοικητικά μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των μετακινήσεων και να συνεργαστούν στενά μεταξύ τους για το σκοπό αυτό». Αυτο ανοίγει το δρόμο για την τακτική της Γερμανίας να παράγει διμερείς συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών για την αντιμετώπιση δευτερογενών μετακινήσεων, πιθανότατα με την επιστροφή πληθυσμού που έχει καταχωριστεί ή έχει ζητήσει άσυλο σε άλλες χώρες πριν από τις δευτερεύουσες κινήσεις τους. Μάλιστα, μια τριμερής συμφωνία μεταξύ Γερμανίας, Ισπανίας και Ελλάδας καθώς και μια άλλη που αφορά τη Γερμανία και επίμαχο αριθμό χωρών ανακοινώθηκαν 72 ώρες μετά τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ.
Το σημείο 12 αναφέρεται στην μεταρρύθμιση του Δουβλίνου σε σχέση με τις εργασίες διάσωσης και αποβίβασης, πράγμα που σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος του κανονισμού ενδέχεται να χρειαστεί να υποβληθεί σε αναθεώρηση για να προσαρμοστεί στη νέα έννοια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μια συμφωνία για το Δουβλίνο θα οπισθοχωρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μια πρώτη εκτίμηση των συμπερασμάτων καθιστά σαφές ότι οι ηγέτες της ΕΕ έχουν καταφύγει σε ευσεβείς σκέψεις σε μια προσπάθεια να παράγουν κάτι που μοιάζει πειστικό για τους πολιτικούς αντιπάλους τους σε διάφορες χώρες καθώς και εντός του ίδιου του Συμβουλίου.
Το μόνο συγκεκριμένο μέτρο που προσδιορίζεται στα συμπεράσματα του Συμβουλίου θα μπορούσε να είναι η πρόταση για τα ελεγχόμενα κέντρα (κράτησης) για την επεξεργασία των αιτημάτων των αποβιβαζομένων εντός της επικράτειας της ΕΕ. Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για ευρύτερη εφαρμογή της κράτησης, ακόμη και για περιπτώσεις ατόμων που δεν έχουν παραπεμφθεί κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων διάσωσης στη Μεσόγειο. Το ζήτημα των διακρίσεων παραμένει επίσης δεδομένο ότι ορισμένοι αιτούντες άσυλο θα υποβληθούν σε διαδικασία κράτησης, ενώ άλλοι (π.χ. κάποιος που εισέρχεται στην ΕΕ από το έδαφος της Ρουμανίας ή του Έβρου) ενδέχεται να μην αντιμετωπίσει την ίδια κατάσταση.
ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ να γνωρίζουμε ότι πριν από το συμβούλιο η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης συνυπέγραψαν επιστολή προς το Συμβούλιο, τους Επιτρόπους της ΕΕ και την Αφρικανική Ένωση, η οποία προσφέρει ορισμένες πρώτες συμβουλές σχετικά με τους μηχανισμούς και το κανονιστικό πλαίσιο που θα πρέπει να περιλαμβάνει η έννοια της πλατφόρμας αποβίβασης. Η επιστολή αναφέρεται στην κάλυψη των απαραίτητων κενών, για την τήρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα όμως καθιστά σαφές ότι και οι δύο οργανώσεις θα βρεθούν στο επίκεντρο του σχεδίου, εφόσον εφαρμοστεί.
————
Πρώτη δημοσίευση στα αγγλικά εδώ.