“Πόσα παγωτά, πόσα μπάνια, … “ ανέβαζα μόλις μερικές μέρες πριν, στο ξεκίνημα της πρώτης εβδομάδας άδειας στο σπίτι της Κινέτας, που για μια ακόμα φορά θα φιλοξενούσε την κούραση του χρόνου και θα την μετέτρεπε σε χαλάρωση, απόλαυση και χαρά. Έτσι όπως σταθερά και μοναδικά ήξερε αυτός ο τόπος και αυτό το σπίτι να κάνει εδώ και 42 χρόνια. Τα σαββατοκύριακα, τις γιορτές, τα καλοκαίρια.
Το σπίτι κάηκε. Η προοπτική ήταν να μείνουμε μόνιμα, εγκαταλείποντας την Αθήνα ως τόπο κατοικίας, ήταν ευρύχωρο και όμορφο, μέσα στα πεύκα και παρά το θόρυβο της εθνικής, με μερικές ακόμα αλλαγές – που θα δρομολογούσαμε σιγά σιγά – θα φιλοξενούσε για τις επόμενες όσες δεκαετίες τα όνειρα και την καθημερινότητά μας.
Αφήνοντας πίσω το τέταρτο εικοσιτετράωρο μετά την μεγάλη καταστροφή της δασικής έκτασης στην Κινέτα και αναλογιζόμενη τα όσα συνέβησαν επίσης στην ανατολική Αττική με τον αριθμό των θυμάτων να ανεβαίνει κάθε μέρα, δεν ξέρω από πού να το πιάσω αυτό το κείμενο. Εγκλωβισμένη μεταξύ δύο εστιών φωτιάς από τις πρώτες ώρες και αναζητώντας ένα μέρος στην παραλία της Κινέτας που να είναι όσο πιο ασφαλές γίνεται, παρά τους πνιγηρούς καπνούς και τον πρωτοφανή άνεμο, έζησα δυστυχώς αυτή την τραγωδία από κοντά, ευτυχώς όχι μόνη. Μαζί μου ο άνθρωπός μου και εκατοντάδες μόνιμοι κάτοικοι και παραθεριστές στο μέρος που μας έδωσε τόσα χαμόγελα και τόσες αναμνήσεις, από τότε που με θυμάμαι μέχρι και μόλις προχτές.
Ζήσαμε την καταστροφή και την ζούμε ακόμα, οι εστίες δεν έχουν σβήσει. Ζήσαμε όμως και πολύ συγκινητικές στιγμές. Ανθρώπους να κάνουν αλυσίδα με κουβάδες από τη θάλασσα προς τα σπίτια προσπαθώντας να σβήσουν τη φωτιά σε περιουσίες που δεν τους ανήκαν, κυρίως ως πράξη ύστατης αντίστασης στο πύρινο μέτωπο αλλά και αλληλεγγύης. Ξενοδόχους που άνοιξαν τις πόρτες για να προφυλαχθεί έστω για λίγο ο κόσμος από τους καπνούς, να πάρει μια ανάσα και να πιει ένα δυσεύρετο δροσερό ποτήρι με νερό. Αγνώστους να προσφέρουν βοήθεια και λόγο παρηγοριάς ο ένας στον άλλον. Όλους μας έδενε η ίδια απορία, ο θυμός, η αγανάκτηση και η ερώτηση τί διαφορετικό θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει για να μην έχει καεί η Κινέτα μας. Μας έδενε και μας δένει η ευθύνη που έπρεπε ή πρέπει να αναλάβουμε απέναντι στην απληστία και τις λανθασμένες προτεραιότητες που προκάλεσαν όλο αυτό αλλά και η ευθύνη να πιέσουμε για ουσιαστικά προληπτικά νομοθετήματα, ώστε να μην ξανασυμβεί, τουλάχιστον σε αυτή την έκταση. Όλα όσα γίνονται στο ευρύ κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζουν άμεσα τον μικρόκοσμό μας είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το καταλαβαίνουμε από νωρίς, είτε χρειάζεται ένα τόσο βίαιο μάθημα. Δεν υπάρχει προσωπική ζωή που να μένει αλώβητη, ή σταθερή αναφορά εκτός μας, όταν οι κοινότητες καταστρέφονται ή υποκύπτουν σε συμφέροντα ξένα. Η αλαζονία απέναντι στα στοιχεία της φύσης πληρώνεται, η απληστία επίσης, τώρα μαθαίνουμε, για άλλη μια φορά, ότι πληρώνεται αδρά και η αδιαφορία όπως και η ψευδαίσθηση της “προσωπικής ασφάλειας”.
Ανεξάρτητα από το αν θα μπορέσουμε να ξαναφτιάξουμε το σπίτι ή όχι, νιώθω την ανάγκη να βοηθήσω τον τόπο να ξαναβρεί το χρώμα του, τα ζώα του, τις μυρωδιές του, τις σκιές του, τους ήχους του. Μόλις επανέλθει το νερό και το ηλεκτρικό, ξεκινάμε την αναδάσωση και μαζί την αποκατάσταση της μνήμης μας.