Τον περασμένο Μάρτιο, ο Σλοβάκος δημοσιογράφος Ján Kuciak και η αρραβωνιαστικιά του Martina Kušnírová δολοφονήθηκαν στο σπίτι τους κοντά στη Bratislava, στη Σλοβακία. Πληροφορίες γρήγορα ήρθαν στο φως, που αποκάλυψαν πως ο δημοσιογράφος ερευνούσε τις σχέσεις της κυβέρνησης με τη μαφία. Αμέσως μετά, χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους, σε ένα ξέσπασμα μαζικών διαδηλώσεων το οποίο χαρακτηρίστηκε το μεγαλύτερο στη χώρα μετά την Βελούδινη Επανάσταση (1989).
Αυτό οδήγησε στην παραίτηση του πρωθυπουργού της Σλοβακίας, Robert Fico, ο οποίος κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή της χώρας για πάνω από μια δεκαετία, καθώς επίσης και τον Υπουργό Εσωτερικών της χώρας.
Την Πέμπτη, 5 Απριλίου, όμως, χιλιάδες διαδηλωτές βγήκαν ξανά στους δρόμους, ανάμεσα σε έντονες ανησυχίες πως οι νέοι πολιτικοί αρχηγοί θα επιστρέψουν στα συνηθισμένα και θα κρύψουν το σκάνδαλο της διαφθοράς κάτω από το χαλί. Η βρετανική εφημερίδα Guardian αναφέρει ένα πλήθος 45,000 – νέων κυρίως – ανθρώπων, οι οποίοι απαίτησαν από τον νέο Υπουργό Εσωτερικών να απολύσει τον αρχηγό της αστυνομίας, κάτι που μέχρι πρότινος αρνούταν να κάνει.
Η Ελλάδα έχει υποφέρει εξίσου από ουκ ολίγα σκάνδαλα διαφθοράς, τα οποία περιείχαν στους εμπλεκόμενούς τους μέλη της κυβέρνησης ή πολιτικούς αρχηγούς, με πρόσφατο παράδειγμα το σκάνδαλο με την φαρμακοβιομηχανία Novartis. Ωστόσο, αν παρατηρήσει κανείς το πώς αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός τα σκάνδαλα διαφθοράς, θα καταλήξει σε ένα παράδοξο συμπέρασμα: οι Έλληνες έχουν γίνει απαθείς απέναντι στη διαφθορά.
Ενώ οι Σλοβάκοι βγήκαν στους δρόμους και απαίτησαν ανάληψη των ευθυνών από τους εμπλεκόμενους, και όπως φαίνεται συνεχίζουν να την απαιτούν με όλο και περισσότερες διαμαρτυρίες, ο ελληνικός λαός όχι μόνο αντέδρασε παθητικά στις αποκαλύψεις του σκανδάλου διαφθοράς στο χώρο της Υγείας, αλλά εξακολουθεί να συμπεριφέρεται με την ίδια εκλογική συμπεριφορά (σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που θέλουν πρώτο κόμμα τη Νέα Δημοκρατία στις επόμενες εκλογές).
Μια ερμηνεία του τεράστιου αυτού χάσματος μπορεί να είναι η κρίση εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού στην ελληνική Δικαιοσύνη. Τα σκάνδαλα διαφθοράς που είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια δεν αντιμετωπίστηκαν από τη Δικαιοσύνη όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα βασικοί υπεύθυνοι να μην έχουν τιμωρηθεί καταλλήλως.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σκάνδαλο της Siemens, στο οποίο ο βασικός κατηγορούμενος πρώην Υπουργός του ΠΑΣΟΚ, Τάσος Μαντέλης, καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 8 χρόνια με αναστολή για παραλαβή μίζας ύψους 450.000 γερμανικών μάρκων. Με άλλα λόγια, κανένας περιορισμός και ελεύθερη κυκλοφορία του μέχρι και το 2018 που η δίκη συνεχίζεται ακόμα.
Το σκάνδαλο των θαλασσοδανείων από τράπεζες σε ΜΜΕ και κόμματα, τα οποία μεγάλα κόμματα της Βουλής όπως αυτό της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ δεν έχουν ξεπληρώσει – και ούτε πρόκειται καταπώς φαίνεται – αποτελεί επίσης ένα αγκάθι στη μνήμη των ελλήνων πολιτών, οι οποίοι φαίνεται να πιστεύουν πως η ατιμωρησία είναι πλέον γεγονός.
Η παραδοχή της ατιμωρησίας, όμως, είναι μοιρολατρική. Το να υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη και επομένως να γυρνάμε στην καθημερινότητά μας διότι «τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί, δεν θα τιμωρηθεί κανείς», είναι σαν να βάζουμε ένα λιθαράκι στην ατιμωρησία.
Στη Σλοβακία ανά τα χρόνια, η κυβέρνηση πέρασε από έναν αριθμό σκανδάλων διαφθοράς, εν μέρει λόγω της απάθειας του λαού. Ο θάνατος του Kuciak όμως πυροδότησε έναν δημόσιο θυμό, ο οποίος κατάφερε την παραίτηση του πρωθυπουργού.
Η Σλοβακία έχει να μας διδάξει ένα σημαντικό πράγμα σχετικά με τη διαφθορά. Ως δημοκρατικές κοινωνίες, είναι στην αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να αντιμετωπίσει τη διαφθορά και να την τιμωρήσει. Είναι όμως και στην αρμοδιότητα του λαού να διαμαρτυρηθεί και να απαιτήσει δικαιοσύνη, και οι έλληνες έχουν να εκμεταλλευτούν αυτό το απαραβίαστο και πολύτιμο δικαίωμα εδώ και πάρα πολύ καιρό.
————————-
Για τη συγγραφέα: Η Σμαρώ Μακροπούλου, 24 ετών, είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού με ειδίκευση στη Δημοσιογραφία Κρίσεων και Κινδύνου. Ερευνά τα ανθρώπινα δικαιώματα, την προσφυγική κρίση και θέματα της Μέσης Ανατολής.