Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου, Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος Παντείου Πανεπιστημίου
Η πρώτη ουσιαστική διαφοροποίηση όσον αφορά τους ορισμούς για το ηλεκτρονικό οικονομικό έγκλημα έγκειται μεταξύ της εγκληματικότητας στο Διαδίκτυο (cyber crime) και του εγκλήματος μέσω της χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών (computer crime)[1]. Με το παραπάνω κριτήριο διαχωρισμού εννοιών, αυτό της χρήσης του Διαδικτύου, τα εγκλήματα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής[2]:
- Σε εγκλήματα που τελούνται τόσο σε «κοινό» περιβάλλον, όσο και στο Διαδίκτυο, όπως παραδείγματος χάριν, «η συκοφαντική δυσφήμηση διαπράττεται και με τη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (αποστολή e-mail)».
- Σε εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα μόνο σε περιβάλλον ηλεκτρονικών υπολογιστών, χωρίς τη χρήση του Διαδικτύου (computer crimes). Όπως παραδείγματος χάριν, η μεταφορά προγραμμάτων λογισμικού.
- Σε γνήσια εγκλήματα κυβερνοχώρου (cyber crimes) με την έννοια της ποινικοποίησης συμπεριφοράς που έχει σχέση αποκλειστικά με τον κυβερνοχώρο. Μια τέτοια αξιόποινη συμπεριφορά θα μπορούσε να είναι «η διάδοση πορνογραφικού υλικού διά του κυβερνοχώρου».
Ένας από τους πρωτοπόρους επιστήμονες στο χώρο του “computer crime” είναι ο Bequai, ο οποίος έγινε γνωστός για τη συμβολή του σχετικά με την προσπάθεια προώθησης της ποινικοποίησης κάθε παραβίασης του ηλεκτρονικού υπολογιστή[3]. Ο Shinder έθεσε τρεις περιπτώσεις ανάλογα με τον τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο υπολογιστής από τον πιθανό δράστη[4]:
- Να αποτελεί τον στόχο κάποιας επίθεσης.
- Να αποτελεί το μέσο διάπραξης κάποιας επίθεσης, δηλαδή, να εισβάλλει σε κάποιον άλλο υπολογιστή μέσω δικτύων.
- Να αποτελεί ένα βοηθητικό μέσο για τη διάπραξη του εγκλήματος.
Οι εγκληματολογικές θεωρίες, κατ’ αρχάς, προσεγγίζουν το κοινωνικό ζήτημα με το οποίο καταπιάνονται υπό δαφορετική οπτική γωνία και έννοιες όπως έγκλημα και εγκληματικότητα, «ενέχουν ορισμένη σχετικότητα, λόγω της οποίας αποκτούν διαφορετικό νόημα από εποχή σε εποχή»[5]. Εκείνος που εισήγαγε τη νέα διάσταση της οικονομικής εγκληματικότητας, για τα κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά δεδομένα της εποχής του, ήταν ο Sutherland. Γνωστή ως θεωρία του «λευκού περιλαιμίου» (white collar crime) αναδεικνύονται τα πρόσωπα του δημόσιου βίου, τα οποία ανήκουν στα υψηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα της εποχής και τελούν εγκλήματα μέσω των επιχειρήσεων τους, σε αντίθεση με τους φτωχούς δράστες εγκλημάτων με οικονομικό όφελος για χάριν της επιβίωσης (blue collar criminals)[6].
Αργότερα, εγκληματολόγοι όπως ο Clinard και ο Quinney, διεύρυναν το πεδίο των εγκλημάτων «λευκού περιλαιμίου» με τον όρο «εγκλήματα επαγγελματικής απασχολήσεως» (occupational crimes), δηλαδή, εμφάνιση παραβάσεων με τις ανάλογες ενέργειες των ατόμων σε κάθε επαγγελματική ομάδα και κλάδο[7].
Η σύνθεση των δύο θεωρήσεων οδήγησε στον ορισμό της οικονομικής εγκληματικότητας ως «το σύνολο των αθέμιτων εκείνων δραστηριοτήτων, οι οποίες τελούνται διά των επιχειρήσεων ή και οι οποίες κατ’ αποτέλεσμα απειλούν ή βλάπτουν την καλή λειτουργία της οικονομίας»[8] (αγγλοαμερικανική εκδοχή) και υπό την Γερμανική εκδοχή, «η οικονομική εγκληματικότητα χαρακτηρίζεται ως εγκληματικότητα του κέρδους, η οποία συνίσταται στην προσβολή των υπερατομικών εννόμων αγαθών του οικονομικού βίου ή στην παράνομη χρήση των μέσων για την κοινωνική επιτυχία»[9].
Τα κριτήρια διαπίστωσης μιας τέτοιας προσβολής προσδιορίζονται από το μέγεθος της ζημίας το οποίο σε κάθε περίπτωση διαφέρει διότι στο χώρο των οικονομικών συναλλαγών υφίσταται μια «φαιά ζώνη»[10], η οποία βρίσκεται ανάμεσα στις αθέμιτες και θεμιτές οικονομικές ενέργειες. Μεταξύ άλλων λόγων, αυτός είναι ο πρώτος που περιορίζει τη θεατότητα αυτού του τύπου εγκλημάτων, η οποία περιορίζει ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες σύλληψης δραστών, δηλαδή, τις μαρτυρίες των θυμάτων. Ο Parker έθεσε το ζήτημα της διατάραξης της εμπιστοσύνης έναντι ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης[11].
Ειδικότερα, κατά τον Wasik, υπάρχουν[12]:
- Τα εγκλήματα της επιχείρησης. Οι συνηθέστερες μορφές ηλεκτρονικού εγκλήματος σε αυτήν την περίπτωση είναι η βιομηχανική κατασκοπεία (απόκτηση δεδομένων ή περιουσιακών στοιχείων) και τα εγκλήματα της επιχείρησης σε βάρος του κοινού και του κράτους.
- Τα εγκλήματα εργασίας (insiders). Εγκλήματα που οι ίδιοι εργαζόμενοι τα διαπράττουν για προσωπικό κέρδος, όπως η κλοπή εξοπλισμού υπολογιστών (hardware) και λογισμικού υπολογιστών (software) και εγκλήματα που διαπράττουν οι εργαζόμενοι προς αντίδραση στο πρόσωπο των εργοδοτών τους.
- Τα εγκλήματα τρίτων ατόμων προς την επιχείρηση (outsiders). Η τακτική τους είναι η εξ αποστάσεως μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση και ο σκοπός τους είναι η ανακάλυψη εμπιστευτικού υλικού της επιχείρησης.
Ως προς τον κλάδο της Κλινικής Εγκληματολογίας, ο Pinatel έχει επισημάνει πως πριν από το στάδιο της ενηλικίωσης αναπτύσσονται δεξιότητες σε λανθάνουσα μορφή κατά τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, όπως είναι ο εγωκεντρισμός, η επιθετικότητα, η οργανωτική ανεπάρκεια και η συναισθηματική αδιαφορία[13]. Σίγουρα, το τελικό στάδιο της απόφασης για την τέλεση εγκληματικής πράξης διαμορφώνεται από περισσότερους παράγοντες που λειτουργούν καθοριστικά στον ψυχικό κόσμο του ατόμου και στις σχέσεις του με άλλους.
[1] Σφακιανάκης Ε., Σιώμος Κ. και Φλώρος Γ., Εθισμός στο Διαδίκτυο και άλλες συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, Εκδ. Λιβάνη, σελ. 17, Αθήνα, 2012.
[2] Αργυρόπουλος Α., Ηλεκτρονική Εγκληματικότητα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 19-23, Αθήνα, 2001.
[3] Parker D. B., Computer Crime, Lexington:Lexington Books, σελ. 6, 1978.
[4] Shinder D. και Tittel E., Scene of Cybercrime: Computer Forensics Handbook, σελ. 5, 2002.
[5] Αλεξιάδης Σ., Εγκληματολογία, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 68, Θεσ/νίκη, 1980.
[6] Sutherland E., “White Collar Criminality”, στο American Sociological Review, 5:1940, 1-12:4, σημ . 2 και “Crime and Business” στο Annals of the American Academy of Political and Social Science, 217:1941, 112-118:112.
[7] Clinard M. B. – Quinney R., Criminal Behavior Systems, σελ. 130-176, 1973.
[8] Κουράκης Ν., Τα οικονομικά εγκλήματα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αναθεωρημένη Επανέκδοση, Ποινικά 13, σελ. 18, 31, Αθήνα – Κομοτηνή, 1982.
[9] Heinz W., «Wirtschaftskriminalitat», στο Kaiser – Kerner – Sack – Schellhoss, Kleines Kriminologisches Worterbuch, Heidelberg, σελ. 525 – 528, 1985.
[10] Κουράκης Ν., Τα οικονομικά εγκλήματα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αναθεωρημένη Επανέκδοση, Ποινικά 13, σελ. 18, 31, Αθήνα – Κομοτηνή, 1982.
[11] Parker D. B., Crime by Computer, New York: Charles Scribner’s Sons, σελ. 28, 1976.
[12] Wasik M., Crime and the computer, Oxford: Clarendon Press, σελ. 29, 30, 1991.
[13] Pinatel J., “Criminologie”, τόμου ΙΙΙ του έργου των Bouzat P. και Pinatel J., Traite de Droit penal et de criminologie, σημ. Ι του κεφ. V, Paris: Dalloz, 1970.