Από το info-war.gr
Για τη φερόμενη επίθεση με χημικά όπλα στη Γκούτα της Συρίας γράφει ο Βρετανός πρώην πρέσβης στο Ουζμπεκιστάν Κρεγκ Μάρεϊ.
Ο Μάρεϊ είχε αποκαλύψει τα εγκλήματα του καθεστώτος του Ουζμπεκιστάν και τη συνέργεια ΗΠΑ και Βρετανίας, γεγονότα για τα οποία είχε μιλήσει το 2011 στο info-war.gr.
Ως διπλωμάτης είχε βρεθεί στο Ουζμπεκιστάν στην πιο κρίσιμη φάση του λεγόμενου πολέμου κατά της διεθνούς τρομοκρατίας, λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου και την εισβολή στο Αφγανιστάν.
Τώρα γράφει στην προσωπική του σελίδα για τη φερόμενη επίθεση με χημικά όπλα στη Γκούτα:
«Ποτέ δεν απέκλεισα το ενδεχόμενο η Ρωσία να είναι υπεύθυνη για την επίθεση στο Salisbury, ανάμεσα σε άλλα ενδεχόμενα. Αποκλείω όμως το ενδεχόμενο να χρησιμοποίησε ο Άσαντ χημικά όπλα στη Γκούτα. Σε αυτό τον ιδιαίτερο πόλεμο, όπου οι τζιχαντιστές που χρηματοδοτούνται από τη Σαουδική Αραβία έχουν την αεροπορική ενίσχυση του Ισραήλ και στρατιωτικούς συμβούλους από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, κάθε φορά που ο συριακός στρατός πρόκειται να λάβει τον πλήρη έλεγχο μιας σημαντικής περιοχής που ελεγχόταν από τζιχαντιστές, την τελευταία στιγμή, όταν η νίκη είναι κοντά, ο Συριακός Στρατός υποτίθεται ότι επιτίθεται σε παιδιά με χημικά όπλα, χωρίς να υπάρχει κανένας στρατιωτικός λόγος. Έχουμε ακούσει αυτό το αφήγημα ξανά και ξανά.
»Αντιμετωπίζουμε μια προπαγανδιστική επίθεση από νεο-συντηρητικούς πολιτικούς, think tanks και «φιλανθρωπικές οργανώσεις» που προωθούν μια μεγάλη ρίψη βομβών και πυραύλων από τη Δύση και κατηγορούμαστε για αναισθησία για τα παιδιά που υποφέρουν αν φέρουμε αντιρρήσεις. Και αυτό, παρόλο που είναι ευρέως γνωστό ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις της Δύσης στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στη Λιβύη είχαν συνέπειες που μέχρι σήμερα παραμένουν απόλυτα καταστροφικές.
»Φοβάμαι ότι η συντονισμένη Ρωσοφοβία των τελευταίων δύο ετών αποσκοπεί στο να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για μια ευρύτερη στρατιωτική σύρραξη, που θα εστιάζεται στη Μέση Ανατολή αλλά είναι πιθανό και να διαδοθεί, και ότι πλησιάζουμε στο τελικό στάδιο. Η απομάκρυνση της πολιτικής και της μιντιακής ελίτ από το γενικό πληθυσμό είναι τέτοια που τα μέσα άσκησης πίεσης των ανθρώπων που προτίθενται να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη είναι -όπως συνέβη και με το Ιράκ- εξαιρετικά λίγα, καθώς οι πολιτικοί τρέμουν μπροστά στην υπέρμετρη εθνικοφροσύνη των ΜΜΕ. Νιώθω ότι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη εποχή».