Η παραίτηση του πρώην προέδρου του Περού, Pedro Kuczynski, αποτέλεσε ένα ακόμα κεφάλαιο στο πολύπλοκο δίκτυο διαφθοράς, που δημιουργήθηκε μεταξύ της βραζιλιάνικης εταιρείας Odebrecht και των συντρόφων της για αδικήματα κατά του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στη Λατινική Αμερική. Το δικαστικό αποτέλεσμα αυτής της υπόθεσης, που έγινε εμφανές από την κάλυψη των μέσων ενημέρωσης, προκάλεσε την αγανάκτηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της περιοχής και προέβαλε μια αρνητική εικόνα των λατινοαμερικανικών κυβερνήσεων στον κόσμο.
Είναι πολύ καλό ότι οι πληθυσμοί είναι αγανακτισμένοι λόγω της διαφθοράς, διότι έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση ενός άλλου τύπου κοινωνίας, αλλά αυτό θα συμβεί όταν οι πληθυσμοί έχουν πλήρη ενημέρωση για το τι συμβαίνει στις χώρες τους και στον κόσμο. Όχι μόνο τη μεροληπτική εκδοχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία αποτελούν μέρος της Μεγάλης Πλανητικής Διαφθοράς, μαζί με τους τομείς της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας, τους πρωταγωνιστές του Μεγάλου Διαφθορέα, της Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Εξουσίας.
Εκτιμάται ότι η Odebrecht κατέβαλε δωροδοκίες ύψους περίπου 200 εκατομμυρίων ευρώ μέσω του φορολογικού παραδείσου της Ανδόρας, τα οποία διανεμήθηκαν μεταξύ περίπου 150 υπαλλήλων από τουλάχιστον 8 χώρες της Λατινικής Αμερικής. Δεν είναι μικρός αριθμός, αλλά θα ήταν ασήμαντος αν τον συγκρίναμε με τα 5 δισεκατομμύρια δολάρια που κρύβονται στους φορολογικούς παραδείσους, τα σκιερά επιχειρηματικά προϊόντα και τη φοροδιαφυγή μεγάλου μέρους του επιχειρηματικού κόσμου (συμπεριλαμβανομένων των μέσων μαζικής ενημέρωσης που σκίζουν τα ιμάτιά τους μπροστά στη διαφθορά).
Ωστόσο, μετά το φιλτράρισμα των Panama Papers, σημειώθηκε μικρή πρόοδος στις νομικές υποθέσεις και στην επίκριση των γραβατομένων εγκληματιών από τα ΜΜΕ. Εάν πάμε πίσω στη μεγάλη απάτη των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου που προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και προκάλεσαν απώλειες δισεκατομμυρίων, περιμένουμε ακόμα να δικαστούν οι τραπεζίτες και οι οικονομολόγοι, αντί να τους ανταμείβουν με δημόσιο χρήμα. Για να μην αναφέρουμε τα αστρονομικά νούμερα των χρεών των χωρών, τα οποία καταλήγουν να είναι όμηροι της οικονομικής εξουσίας, χάρη σε διεφθαρμένους αξιωματούχους που δεν πηγαίνουν ποτέ στη φυλακή.
Μερικοί ορίζουν τον όρο «διαφθορά» ως «την ανθρώπινη ενέργεια που παραβιάζει νομικούς κανόνες και ηθικές αρχές». Το πρόβλημα είναι ότι όταν η αίσθηση της ηθικής είναι κοινωνικά σχετικοποιημένη και μεροληπτική από τα ΜΜΕ, όταν οι νομικοί κανόνες γράφονται από τους διεφθαρμένους με τα λευκά γάντια τους και όταν εκείνοι που πρέπει να εφαρμόσουν το νόμο αποτελούν μέρος αυτού του πλαισίου, τότε το μαντήλι πέφτει από τα μάτια της δικαιοσύνης και η ζυγαριά δεν είναι ισορροπημένη.
Ένα κουμπί αρκεί για δείγμα. Στην Αργεντινή, μετά τη δημοσίευση στα Panama Papers, ότι ο πρόεδρος Mauricio Macri είχε offshore εταιρείες, το δικαστικό σύστημα έκανε τα στραβά μάτια και το Κογκρέσο ψήφισε νόμο για το ξέπλυμα χρήματος. Και όταν η αντιπολίτευση κατάφερε να συμπεριλάβει ένα άρθρο που απαγόρευε το ξέπλυμα από τους δημόσιους αξιωματούχους και τις οικογένειές τους, ο Macri τροποποίησε το νόμο με διάταγμα, επιτρέποντας στα μέλη της οικογένειας να ξεπλύνουν χρήμα και έτσι ο αδελφός του κατάφερε να φέρει ξεπλυμένα χρήματα, περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια. Για την οικογενειακή επιχείρηση.
Όταν ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον πρόεδρο για το ζήτημα, αυτός απάντησε: «Ότι ο αδελφός μου έκανε ξέπλυμα είναι ένα δικαίωμα που του έδωσε ο νόμος, το έκανε σύμφωνα με το νόμο». Φυσικά, ένας τέτοιος κυνισμός έμεινε απαρατήρητος από τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα στις υποθέσεις διαφθοράς της προηγούμενης κυβέρνησης.
Σε περιόδους μετά τις αποκαλύψεις τα μέσα μαζικής ενημέρωσης καταφέρνουν να επιβάλουν μια ευνοϊκή ιστορία για τα συμφέροντά τους και αυτά των συνεργατών τους, σε σημείο που μερικές φορές δεν χρειάζεται καν να πουν ψέματα, είναι αρκετό να βάλουν ένα πλαίσιο που ωθεί τον ίδιο τον κόσμο να συνάγει λάθος συμπεράσματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι πεπεισμένοι ότι η Dilma Rousseff καθαιρέθηκε επειδή συνδέθηκε με υποθέσεις διαφθοράς της Odebrecht, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να κατηγορηθεί για παράνομο πλουτισμό. Κατηγορήθηκε για «λογιστικά ζητήματα» στον δημόσιο προϋπολογισμό, σχεδόν ένα ασήμαντο και αρκετά κοινό ζήτημα.
Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλά παραδείγματα της χειραγώγησης που γίνεται μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που εργάζονται δίπλα δίπλα με ένα μέρος του δικαστικού σώματος για να φανερώσουν και να τιμωρήσουν τη διαφθορά κάποιων και να αγνοήσουν άλλους. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη κατακραυγή γίνεται για τη διαφθορά (πραγματική ή μετα-πραγματική) των προοδευτικών κυβερνήσεων, καθώς ορισμένοι από αυτούς έχουν προκαλέσει την οικονομική εξουσία και δεν θα τους το συγχωρήσουν ποτέ. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκεται είναι να πειθαρχήσουν όλοι οι πολιτικοί, έτσι ώστε να ξέρουν ποιος κάνει κουμάντο.
Ας μην ξεγελαστούμε. Πρέπει να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά σε κάθε ένδειξη, αλλά σε αυτόν τον αγώνα ο κόσμος είναι μόνος του. Σε καμία περίπτωση τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι δικαστές δεν είναι αξιόπιστοι σύμμαχοι. Επειδή, όπως και οι παραδοσιακοί πολιτικοί, ανταποκρίνονται στην εξουσία του χρήματος. Το χρήμα ως νέα θεότητα είναι παντού, και οι βουλές του άγνωστες. Διότι οι ίδιοι πληθυσμοί είναι συχνά διεφθαρμένοι, υποστηρίζοντας κυβερνήτες που υπόσχονται οικονομική ευημερία και καταναλωτισμό, με αντάλλαγμα πολέμους, περιβαλλοντική υποβάθμιση ή κοινωνική αδικία.
Υπάρχουν πολλοί που εγκλιματίζονται στη φοροδιαφυγή, δικαιολογώντας την, ότι το κράτος είναι διεφθαρμένο, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτό δημιουργεί μια νέα ηθική συναίνεση, στην οποία ο κλεφτοκοτάς είναι ένας επικίνδυνος εγκληματίας και όσοι ξεπλένουν χρήματα στους Φορολογικούς Παραδείσους είναι αξιοσέβαστοι κύριοι.
Και σε μια κοινωνία όπου το χρήμα είναι η κεντρική αξία, εγκλιματιζόμαστε στην ιδέα ότι η πραγματική εξουσία είναι η οικονομική εξουσία, η οποία υποτάσσει στη θέλησή της τις άλλες εξουσίες του κράτους. Οι πολιτικοί ανταποκρίνονται άμεσα στα συμφέροντα των ομάδων πίεσης ανάλογα με τη δύναμή τους. Οι δικαστές μπορούν μόνο να προσπαθήσουν να σεβαστούν την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, ενώσω τα συμφέροντα της πραγματικής εξουσίας δεν διακυβεύονται. Ακόμη και εκείνοι που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το σύστημα με την πολιτική, ερμηνεύουν ότι δεν μπορούν να πάνε πολύ μακριά αν δεν συσσωρεύσουν τη δική τους οικονομική δύναμη και συχνά καταλήγουν να οργανώνουν μηχανισμούς διαφθοράς για να χρηματοδοτήσουν την πολιτική. Όσοι πραγματικά επιθυμούν να αλλάξουν το σύστημα χωρίς να διαπραγματευτούν με την οικονομική εξουσία ή να οικοδομήσουν τη δική τους, θεωρούνται αφελείς και ότι γίνονται μάρτυρες, χωρίς κλίση για εξουσία. Και σε μια υλιστική κοινωνία κανείς δεν στοιχηματίζει σε έναν αποτυχημένο.
Μια κοινή φράση στη διερεύνηση εγκλημάτων είναι ότι «πρέπει να ακολουθήσουμε τη διαδρομή του χρήματος…». Αυτό έκαναν με τα χρήματα από ναρκωτικά του Μεξικού και έφτασαν στην HSBC και δεν πήγαν πουθενά. Και αν ακολουθήσουμε τη διαδρομή του χρήματος των οικονομικών διαπραγματεύσεων και της φυγής του κεφαλαίου, θα βρούμε πάντα φορολογικούς παραδείσους και πίσω από αυτούς τις δυνάμεις που τους προστατεύουν και πίσω από τους ηγέτες αυτών των δυνάμεων την οικονομική εξουσία που χειρίζεται τις κλωστές των μαριονετών.
Οι βουλές του Κυρίου Χρήματος είναι άγνωστες, αλλά πάντα θα μας πηγαίνουν στο ίδιο μέρος. Δεν πιστεύουμε ότι η δικαιοσύνη ασχολείται τώρα με τα στοιχεία της διαφθοράς, διότι θα το κάνει πάντα επιλεκτικά, όπως ο δήμιος των απείθαρχων πολιτικών ή όπως ο εκτελεστής στην μάχη μεταξύ των οικονομικών μαφιών. Όπως συμβαίνει στην κοινωνία και στον κόσμο της εξουσίας, με το χρήμα ως την κεντρική αξία, γνωρίζουμε ότι όπου κι αν θέλουν να δείξουν με το δάχτυλό τους, θα βρουν διαφθορά. Αλλά η αυθαιρεσία να αποφασίσεις πού να δείξεις το δάχτυλο και πού θα κάνεις τα στραβά μάτια, λέει πολλά για τη διαφθορά του δικού σου συστήματος δικαιοσύνης.
Η διαφθορά θα τελειώσει όταν θα υπάρξει μια Πραγματική Δημοκρατία στην οποία ο πληθυσμός θα εκλέγει με άμεση ψήφο τους δικαστές αλλά και που θα έχει μηχανισμούς μόνιμου ελέγχου των υπαλλήλων όλων των κλάδων του κράτους. Αλλά για να είναι ο πληθυσμός πρόθυμος να αναλάβει τη μοίρα του, θα χρειαστεί να γίνει μια ηθική επανάσταση που θα θέτει το ανθρώπινο ον ως κεντρική αξία, μετατοπίζοντας το χρήμα σε έναν απλό οργανικό ρόλο.