Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, με την έκρηξη της καπιταλιστικής ευφορίας και με την αλαζονεία της αμερικανικής αυτοκρατορίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο Μπιλ Κλίντον υποσχέθηκε ότι η Κίνα θα γινόταν δημοκρατική μόλις οι πολίτες της γεύονταν την ελευθερία των αγορών. Χρησιμοποίησε αυτά τα επιχειρήματα για να πιέσει το Κογκρέσο, ώστε να περάσει τον νόμο περί Μόνιμων Κανονικών Εμπορικών Σχέσεων με τη χώρα, το 2000.
Των Eli Friedman και Andi Kao
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, καθώς ο κινέζος ηγέτης Σι Τζίνπινγκ αυτοαναγορεύεται σε ισόβιο πρόεδρο, ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι νεοφιλελεύθεροι αναγκάζονται να αναγνωρίσουν ότι η Κίνα έχει αποδείξει ότι ο καπιταλισμός και ο αυταρχισμός είναι απολύτως συμβατοί, ακόμη και συμπληρωματικοί μεταξύ τους.
Ξεχάστε τους ουσιαστικούς δημοκρατικούς κανόνες που αποσκοπούν στην προώθηση της λαϊκής συμμετοχής. Στην Κίνα και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, τα μετριοπαθή αιτήματα για εκλογική δημοκρατία και βασικές πολιτικές ελευθερίες είναι κάτι περισσότερο από ισχνά.
Αν μη τι άλλο, το κινεζικό κράτος είναι σε μεγάλο βαθμό λιγότερο δημοκρατικό –και σίγουρα πιο ισχυρό και σίγουρο– από ό,τι ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Με ποικίλα μέσα, το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα (Κ.Κ.Κ.) έχει συντρίψει, καταπιέσει και οικειοποιηθεί την κοινωνική αντίσταση των εργαζομένων, αγροτών, φιλελεύθερων και ριζοσπαστών αντιφρονούντων και εθνικών μειονοτήτων.
Το πολλά υποσχόμενο κύμα εργατικών κινητοποιήσεων που εκδηλώθηκε πριν από μερικά χρόνια τώρα μοιάζει με όνειρο. Εν τω μεταξύ, ο κινεζικός καπιταλισμός συνέχισε την εντυπωσιακή άνοδό του. Και με φιλόδοξα σχέδια όπως η διακρατική πρωτοβουλία υποδομών “One Belt One Road” –ο λεγόμενος Νέος Δρόμος του Μεταξιού– να προχωρούν ακάθεκτα, το κινεζικό κράτος προβάλλει τη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ισχύ του στο εξωτερικό.
Κοιτάζοντας σήμερα τη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου –που σύντομα θα είναι και η μεγαλύτερη οικονομία– θα μπορούσαμε λογικά να αντιστρέψουμε τη διάσημη θεωρία περί «τέλους της ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα: η αγορά υπονομεύει ενεργά τις δυνατότητες για δημοκρατία. Από τη σφαγή της Τιεν Αν Μεν το 1989, ο καπιταλισμός έχει σαφώς στηρίξει την ισχύ ενός κινεζικού κράτους που την εποχή εκείνη φαινόταν εύθραυστο.
Το παγκόσμιο κεφάλαιο στοιχίστηκε πίσω από το Κ.Κ.Κ., όταν αυτό αντιμετώπιζε οποιαδήποτε σημαντική δημοκρατική πρόκληση – και πιθανώς πίεζε τις ξένες κυβερνήσεις να κάνουν το ίδιο.
Η ηπειρωτική Κίνα φαίνεται να στερείται οποιασδήποτε δημοκρατικής διεκδίκησης ή ανατρεπτικών κινημάτων. Μόνο στην περιφέρεια οι απλοί άνθρωποι έχουν αρκετή ευρυχωρία για να απαιτήσουν μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική δημοκρατία.
Ανοιχτοί για δουλειές, κλειστοί για δημοκρατία
Όταν ο κινέζος ηγέτης Τενγκ Ζιαοπίνγκ ξεκίνησε το διάσημο “Southern Tour” του το 1992, σκόπευε να στείλει ένα σαφές μήνυμα: η καταστολή στην πλατεία Τιεν Αν Μεν δεν αποτελούσε υποχώρηση από το “άνοιγμα της αγοράς” τής μετά τον Μάο εποχής.
Η Κίνα εξακολουθούσε να είναι πολύ ανοικτή για τις επιχειρήσεις. Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, η Κίνα απέδειξε τη σιδερένια δέσμευσή της στον παγκόσμιο καπιταλισμό, προσχωρώντας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Δεν υπήρχε πλέον περίπτωση επιστροφής στη διοικητική οικονομία.
Μέχρι το 2011, η Κίνα είχε γίνει ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσων ξένων επενδύσεων παγκοσμίως, ένα εκπληκτικό κατόρθωμα για μια χώρα που δεν λάμβανε σχεδόν καμία ξένη επένδυση μόλις τριάντα χρόνια νωρίτερα. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ανακτήσει έκτοτε τον τίτλο.)
Ενώ υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός παραγόντων που ώθησε αυτή τη χιονοστιβάδα επενδύσεων, η έλλειψη δημοκρατικών δικαιωμάτων αποδείχθηκε αποφασιστική.
Το ξένο κεφάλαιο έσπευσε σε ένα πολίτευμα, στο οποίο οι αγρότες δεν έχουν ουσιαστικό λόγο για τη χρήση της γης τους και οι εργαζόμενοι στερούνται του δικαιώματος να συνδικαλίζονται ελεύθερα, να διαπραγματεύονται και να απεργούν.
Η διατήρηση ενός θετικού επενδυτικού περιβάλλοντος αποτέλεσε την πρώτη προτεραιότητα για τους εμμονικούς με την ανάπτυξη αξιωματούχους, καθώς προσφερόταν φτηνή γη και εργασία.
Οι πολυεθνικές εταιρείες –παράγοντες δημοκρατικής αλλαγής στις φαντασιώσεις του Κλίντον– κατέλαβαν αυτή την χωρίς δικαιώματα ζώνη με μεγάλη ευχαρίστηση. Αμερικανικά μεγαθήρια, όπως η Walmart και η Apple, ανέθεσαν την παραγωγή τους σε προμηθευτές με έδρα την Κίνα, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα να επεκταθούν σε μια κλίμακα που προηγουμένως δεν μπορούσαν να φανταστούν.
Καμία άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να παράγει τους συγκεκριμένους όγκους προϊόντων, στη σωστή ποιότητα και τόσο γρήγορα ή αξιόπιστα όσο η Κίνα. Αυτή η κλίμακα παραγωγής εξασφαλίσθηκε από τη μαζική απόκτηση γης –πώς αλλιώς θα βρισκόταν αρκετός χώρος για μια εγκατάσταση της Foxconn με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους;–, ενώ στο χωρίς δικαιώματα εργατικό δυναμικό εφαρμόζονταν μέθοδοι πειθάρχησης που δεν θα ήταν εφικτές οπουδήποτε αλλού.
Εν ολίγοις, αμέτρητες αμερικανικές και ευρωπαϊκές μάρκες που αναγνωρίζονται ως σημαιοφόροι της επιχειρηματικότητας της ελεύθερης αγοράς απολάμβαναν χρόνια υγιών κερδών όχι παρά, αλλά λόγω της έλλειψης δημοκρατίας στην Κίνα.
Ενώ οι εταιρείες εξέφραζαν αναπόφευκτα το σοκ και την απογοήτευσή τους κάθε φορά που ανακαλύπτονταν μεγάλες παραβιάσεις των εργασιακών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού τους, το καλύτερο που βρήκαν ποτέ να δώσουν σε απάντηση είναι οι ασήμαντες υπεκφυγές μέσα σε ένα βάναυσο καθεστώς παραγωγής. Το να θέσουν βαθύτερα ερωτήματα σχετικά με τα δημοκρατικά δικαιώματα είναι αδιανόητο – αντίθετο προς τα συμφέροντά τους ως εταιρικών διαχειριστών.
Οι ξένες εταιρείες εξαρτώνται όλο και περισσότερο από την Κίνα, όχι μόνο ως χώρα κατασκευής, αλλά και ως καταναλώτρια χώρα. Οι κινεζικές ελίτ, έχοντας επίγνωση ότι έχουν το πάνω χέρι, χρησιμοποίησαν αυτό το βασισμένο στην αγορά πλεονέκτημά τους για να επιβάλουν την πολιτική τους βούληση. Μερικά πρόσφατα παραδείγματα δείχνουν αυτή τη δυναμική.
Τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση αποφάσισε να λάβει σκληρά μέτρα κατά των ξένων εταιρειών που ανέφεραν την Ταϊβάν ως ξεχωριστή χώρα σε ηλεκτρονικές φόρμες. Η Marriott ήταν η πρώτη εταιρεία που μπήκε στο στόχαστρο του κινεζικού κράτους, αφού απέστειλε ένα ερωτηματολόγιο σε πελάτες της, όπου αναφερόταν στην Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο ως “χώρες”. Παράλληλα, ένας υπάλληλος της εταιρίας, με έδρα τις ΗΠΑ, έκανε “like” σε ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπέρ της ανεξαρτησίας του Θιβέτ.
Η κινεζική κυβέρνηση έκλεισε την ιστοσελίδα και τις διαδικτυακές εφαρμογές της Marriott στην Κίνα για μια εβδομάδα και απαίτησε τη συγγνώμη της εταιρίας. Η Marriott συμμορφώθηκε αμέσως, εκδίδοντας δήλωση του Διευθύνοντος Συμβούλου της, που διαβεβαίωνε ότι η εταιρεία «σέβεται και υποστηρίζει την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κίνας».
Στην επιστολή του δήλωνε επίσης, μάλλον με πιο δυσοίωνο τρόπο, ότι «θα λάβουμε τα απαραίτητα πειθαρχικά μέτρα σε σχέση με τα άτομα που εμπλέκονται, μέτρα τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνουν και τον τερματισμό της συνεργασίας μας». Λίγο αργότερα, ο Διευθύνων Σύμβουλος τήρησε την απειλή του και απέλυσε τον Ρόυ Τζόουνς, τον άτυχο υπάλληλο στη Νεμπράσκα, που ήταν ένοχος για το «προσβλητικό» τιτίβισμα.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Mercedes έγινε η επόμενη εταιρία που αυτομαστιγώθηκε για να υποστηρίξει την πρόσβασή της στην αγορά της Κίνας. Το έγκλημά της; Ανάρτησε μια εντελώς κοινότοπη φράση στο Instagram (ένα site που είναι μπλοκαρισμένο στην Κίνα), η οποία αποδόθηκε στον Δαλάι Λάμα: “Κοίτα τις καταστάσεις από όλες τις γωνίες και θα γίνεις πιο ανοικτός”.
Μόλις η εταιρία ανακάλυψε την ανάρτηση, εξέφρασε την συντριβή της στον πρεσβευτή της Κίνας στη Γερμανία: “Η Daimler λυπάται βαθιά για την πόνο και τη θλίψη που το αμελές και άστοχο λάθος της προκάλεσε στον κινεζικό λαό”.
Αυτά τα περιστατικά επιχειρηματικού εξευτελισμού είναι σίγουρα αξιοθρήνητα. Αλλά δεν προκαλούν έκπληξη: η υπόκλιση στη θέληση του κινεζικού κράτους έχει απλώς επιχειρηματική λογική.
Οι καυτοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας έχουν δημιουργήσει έναν μεγάλο πληθυσμό ισχυρών καταναλωτών: μόνο το 1% του πληθυσμού αντιστοιχεί σε 14 εκατομμύρια άτομα. Πέρυσι, στην Κίνα αντιστοιχούσε σχεδόν το 90% της παγκόσμιας αύξησης των πωλήσεων για εννέα από τους κορυφαίους κατασκευαστές αυτοκινήτων πολυτελείας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Mercedes και άλλα εμπορικά σήματα πολυτελείας θα βρίσκονταν σε κρίση αν δεν είχαν πρόσβαση στην Κίνα.
Και πάλι, η κινεζική ηγεσία γνωρίζει πολύ καλά την εξάρτηση του ξένου κεφαλαίου από την ίδια και την ευκολία με την οποία μπορεί να ζητήσει από τις εταιρείες να περάσουν τις πολιτικά μεταβαλλόμενες δοκιμασίες που τους επιφυλάσσει. Δεν είναι ότι ενδιαφέρονται απαραιτήτως για μια άκακη φράση του Δαλάι Λάμα: απλώς εκπαιδεύουν τις εταιρίες ώστε να ευθυγραμμίζονται με την πλευρά της τάξης και της εξουσίας, απέναντι στο ενδεχόμενο μιας πραγματικής εξέγερσης από τα κάτω.
Και αν η Mercedes ευχαρίστως συνεργάστηκε με τους Ναζί, δεν υπάρχει φυσικά κανένα θέμα να γίνει κάποιος συμβιβασμός στην αξιοπρέπεια του λαού του Θιβέτ, για παράδειγμα, προκειμένου να διατηρηθούν τα υγιή κέρδη της εταιρίας.
Ηλιοτρόπια και Ομπρέλες
Από τη δεκαετία του 1980, οι ταϊβανοί επενδυτές έχουν ωφεληθεί σε τεράστιο βαθμό από τη βαθύτερη οικονομική ενσωμάτωση στην Κίνα. Ο ηλεκτρονικός γίγαντας Foxconn, με έδρα τη Νέα Ταϊπέι της Ταϊβάν, είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα.
Η μοίρα της εργατικής τάξης της χώρας ήταν λιγότερο ρόδινη. Η μαζική μετεγκατάσταση της πρωτεύουσας της Ταϊβάν στην Κίνα οδήγησε σε σημαντική αποβιομηχανοποίηση και απώλεια θέσεων εργασίας που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990.
Πιο πρόσφατα, η Ταϊβάν έχει καταρρεύσει, με υψηλά επίπεδα ανεργίας των νέων, με ιλιγγιώδες κόστος στέγασης και με συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης, εν μέρει ως αποτέλεσμα τόσο των νέων, όσο και των συνεχιζόμενων διαδικασιών κατακερματισμού της αγοράς εργασίας. Οι οικονομικές δυσκολίες, σε συνδυασμό με τη συντριπτική παρουσία μιας όλο και πιο σίγουρης για τον εαυτό της Κίνας που δεσμεύεται για την “επανένωση”, έχουν προκαλέσει, ιδιαίτερα στη νεολαία της Ταϊβάν, πολλές ανησυχίες.
Το 2014, η υπερχείλιση αυτής της δυσαρέσκειας ξέσπασε σε διαμαρτυρίες που έγιναν γνωστές ως το “Κίνημα του Ηλιοτροπίου”.
Αρχικά εκείνο το έτος, το Κουόμινταγκ –ένα εθνικιστικό κόμμα και ιστορικός ανταγωνιστής της ηπειρωτικής χώρας– έσπευσε να περάσει ένα νομοσχέδιο που θα έδινε στην Κίνα μεγαλύτερο περιθώριο για επενδύσεις στον τομέα των υπηρεσιών της Ταϊβάν. Ο Πρόεδρος Μα Γινγκ-ζέουισχυρίστηκε ότι οι βαθύτεροι οικονομικοί δεσμοί με την Κίνα θα ενισχύσουν την οικονομία της Ταϊβάν, μια ελκυστική δυνατότητα για πολλούς σε μια χώρα που μαστίζεται από χρόνια υποτονικής ανάπτυξης και μισθολογικής στασιμότητας.
Αλλά τον Μάρτιο του ίδιου έτους, οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες οργάνωσαν μια διαδήλωση για να αντιταχθούν στα αδιαφανή πολιτικά τεκταινόμενα, που θύμιζαν σε πολλούς τις ημέρες της λευκής τρομοκρατίας της δικτατορίας του ΚΜΤ.
Εκατοντάδες νέοι ακτιβιστές εισήλθαν και στη συνέχεια κατέλαβαν το Νομοθετικό Γιουάν (το νομοθετικό σώμα της Ταϊβάν) για αρκετές εβδομάδες, πυροδοτώντας μια βαθιά πολιτική κρίση. Μετά από μαζικές διαμαρτυρίες έξω από την Γιουάν και διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και ακτιβιστών, κατατέθηκε το νομοσχέδιο.
Αργότερα εκείνο το έτος, ένα ακόμα πιο εκπληκτικό κίνημα μαζικής εξέγερσης συγκλόνισε τα πολιτικά θεμέλια του Χονγκ Κονγκ. Από τότε που επέστρεψε στην κινεζική δικαιοδοσία το 1997, το Χονγκ Κονγκ κυβερνήθηκε βάσει της αρχής “μία χώρα, δύο συστήματα”: η πόλη έπρεπε να διατηρήσει τους δικούς της νομικούς, πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς.
Αναστατωμένοι από μια σειρά κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων –όπως η αύξηση των ανισοτήτων, το εξωφρενικό κόστος στέγασης και οι μειωμένες προοπτικές απασχόλησης των νέων– οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να απαιτούν καθολικό δικαίωμα ψήφου και άμεση εκλογή του ανώτερου εκτελεστικού τους.
Πολλοί επισήμαναν ότι η εκλογική δημοκρατία ήταν μια υπόσχεση που αποτελούσε μέρος της Κοινής Διακήρυξης του 1984, ενός εγγράφου που διέπει τη μετάβαση από τη βρετανική στην κινεζική κυριαρχία. Αλλά το Πεκίνο είχε μια διαφορετική ερμηνεία: το σχέδιό του ήταν να προεπιλέγει έναν μικρό αριθμό υποψηφίων για τη θέση του επικεφαλής του εκτελεστικού, και μετά από αυτή την επιλογή το εκλογικό σώμα θα μπορούσε να ψηφίζει ελεύθερα.
Η παλιά φρουρά του δημοκρατικού στρατοπέδου παραμερίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2014, όταν μια νέα γενιά ακτιβιστών ξεκίνησε ένα κύμα άμεσης δράσης με τα αιτήματα της καθολικής ψηφοφορίας και των άμεσων εκλογών. Το μεγαλύτερο μέρος του φθινοπώρου, οι ακτιβιστές προέβησαν σε τρεις μαζικές καταλήψεις σε τρία πολυσύχναστα σημεία της πόλης. Άντεξαν στη βία της αστυνομίας και των συμμοριών και αγνόησαν τις απειλές που προέρχονταν από την τοπική κυβέρνηση και την κυβέρνηση του Πεκίνου, κινητοποιώντας σταθερά δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους σε μαζικές συγκεντρώσεις και κερδίζοντας το προσωνύμιο «Κίνημα της Ομπρέλας».
Στο Χονγκ Κονγκ, ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν πολύ λιγότερο ενθαρρυντικό από ό,τι στην Ταϊβάν.
Ένα ολοένα και πιο δικτατορικό ΚΚΚ αρνήθηκε να κάνει παραχωρήσεις και μέχρι τον Δεκέμβριο όλες οι καταλήψεις είχαν εκκαθαριστεί. Λίγα χρόνια αργότερα, με την κοινωνία των πολιτών, τον ακαδημαϊκό κόσμο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης υπό αυξανόμενη πίεση από το Πεκίνο, οι προοπτικές για δημοκρατία στο Χονγκ Κονγκ φαίνονται ζοφερές.
Δυστυχώς, οι προοπτικές για δημοκρατική αλλαγή εντός της Κίνας φαίνονται ακόμη πιο αδύναμες. Οι φιλελεύθεροι της Κίνας, που έχουν ήδη πληγεί σοβαρά από το 1989 και έχουν δει τις προοπτικές τους να επιδεινώνονται περαιτέρω τα τελευταία χρόνια.
Ο βραβευμένος με Νόμπελ Λιου Σιαομπό πέθανε πέρυσι όντας υπό κράτηση και οι αποκαλούμενοι “δικηγόροι υπεράσπισης των δικαιωμάτων” έχουν συλληφθεί μαζικά. Οποιοσδήποτε ψίθυρος περί ανταγωνιστικών εκλογών ή ελεύθερου Τύπου έχει θαφτεί βαθιά.
Το καθεστώς υπήρξε εξίσου βίαιο προς τους μαρξιστές και άλλους αριστερούς. Τον Νοέμβριο του 2017, ομάδα ακτιβιστών φοιτητών μιας ριζοσπαστικής ομάδας ανάγνωσης στο Γκουανγκζού συνελήφθη με κατασκευασμένες κατηγορίες. Επιστολές από κάποιους από τους συλληφθέντες αποκαλύπτουν τη βίαιη μεταχείριση που υπέστησαν κατά την κράτηση (καθώς και την από μέρους τους ιδεολογική απείθεια). Παρόμοια δυναμική εκδηλώθηκε το Δεκέμβριο του 2015 κατά την καταστολή των εργατικών οργανώσεων στο Γκουανγκζού, γεγονός που περιόρισε ουσιαστικά τον μικρό χώρο που υπήρχε στην κοινωνία των πολιτών για ακτιβισμό εκ μέρους των εργαζομένων.
Το ΚΚΚ δεν έχει προφανώς κανέναν ενδοιασμό να καταστείλει ό,τι αντιλαμβάνεται ως απειλή είτε από τα Αριστερά ή από τα Δεξιά του: απλά η αμφισβήτηση του μονοπωλίου του κόμματος στην πολιτική είναι ανάθεμα, ανεξάρτητα από τη φύση της κριτικής.
Μια ακμάζουσα καπιταλιστική μεταμόρφωση, διευκολυνόμενη από τον πολιτικό αποκλεισμό και την οικονομική εκμετάλλευση-αλλοτρίωση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, δημιούργησε ένα όλο και πιο ισχυρό και σίγουρο κράτος. Ο Ζι Τσινπίνγκ δεν έχει τη διάθεση να συμβιβαστεί με τους εχθρούς, είτε πρόκειται για αδικημένους εργαζόμενους στο Γκουαντόνγκ, ιδεαλιστές μαθητές στο Χονγκ Κονγκ, είτε για τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Daimler. Και όλο και περισσότερο, φαίνεται ότι μπορεί να τη “σκαπουλάρει”.
Η πολιτική μετά το 2014
Από την εποχή του κινήματος του 2014, η πολιτική σκηνή του Χονγκ Κονγκ έχει καταστεί αρκετά “δύστροπη”. Ένα ατυχές αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας του Πεκίνου ήταν η ενίσχυση των «τοπικιστών», οι οποίοι εκφράζονται ανοιχτά κατά της Κίνας και υποστηρίζουν την ανεξαρτησία του Χονγκ Κονγκ. Αυτού του είδους ο τοπικισμός είναι αδιέξοδος για όσους τρέφουν φιλοδοξίες χειραφέτησης.
Ευτυχώς, στο Χονγκ Κονγκ και στην Ταϊβάν, προέκυψαν κινηματικά πολιτικά κόμματα, που υποστηρίζουν την αυτονομία από την Κίνα, τον πολιτικό εκδημοκρατισμό και γενικότερα σοσιαλδημοκρατικούς οικονομικούς στόχους, σηματοδοτώντας μια πρόκληση για τα καθιερωμένα νεοφιλελεύθερα κόμματα που τάσσονται υπέρ της δημοκρατίας και που προτείνουν μια εναλλακτική λύση στον χονδροκομμένο τοπικισμό.
Το πιο σημαντικό πολιτικό κόμμα που αναπτύχθηκε από το Κίνημα της Ομπρέλας είναι το Demosistο, το οποίο συγκροτήθηκε από τους εξέχοντες ακτιβιστές Τζόσουα Γουόνγκ, Νάθαν Λω και Άγκνες Τσόου, μεταξύ άλλων.
Το κόμμα είναι απολύτως σαφές για τους στόχους του: «Το Demosistοστοχεύει στην επίτευξη δημοκρατικής αυτοδιάθεσης στο Χονγκ Κονγκ. Μέσω άμεσης δράσης, λαϊκών δημοψηφισμάτων και μη βίαιων μέσων, πιέζουμε για την πολιτική και οικονομική αυτονομία της πόλης από την καταπίεση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας και της καπιταλιστικής ηγεμονίας”.
Αυτό το είδος γλώσσας θέτει το νέο κόμμα αποφασιστικά στα Αριστερά των πανδημοκρατών της παλιάς φρουράς τόσο σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, όσο και σε τακτικές. Και δεν είναι τυχαίο το ότι προκάλεσε ανατριχίλες στο κινεζικό κράτος, το οποίο έλαβε έκτακτα μέτρα για να αποκλείσει τον ένα μετά τον άλλο τους υποψηφίους του.
Μέχρι στιγμής, η κρατική καταστολή εμπόδισε το Demosistο να πραγματοποιήσει εκλογική άνοδο. Εάν το κόμμα και το δημοκρατικό κίνημα ευρύτερα θέλουν να ανέβουν πολιτικά, θα πρέπει πιθανώς να το επιδιώξουν σε αντιπαράθεση με το νομοθετικό σώμα και τα δικαστήρια. Κρίσιμος παράγοντας είναι ότι θα πρέπει επίσης να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για σύνδεση με άλλα κοινωνικά κινήματα και την εργατική τάξη, εάν θέλουν να έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν πολιτική εξουσία.
Η Ταϊβάν, χωρίς τον άμεσο έλεγχο της Κίνας, διατηρεί μια λειτουργική εκλογική δημοκρατία. Το 2016, το KMT καταψηφίστηκε στις εκλογές και το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP), που ιστορικά τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας, ανέλαβε την εξουσία, με την Τσάι Ινγκ-γουέν να αναλαμβάνει την προεδρία.
Πιο ελπιδοφόρα από το ουσιαστικά νεοφιλελεύθερο DPP, που κατέλαβε την κυβέρνηση, ήταν η ίδρυση του Κόμματος Νέας Εξουσίας (NPP). Όπως και με τον Demosisto στο Χονγκ Κονγκ, το NPP προέκυψε από την εξέγερση του 2014 και οργανώθηκε γύρω από αιτήματα όχι μόνο για αυτονομία από την Κίνα, αλλά και για μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής στην Ταϊβάν.
Το ΝΡΡ έχει τοποθετηθεί στα Αριστερά του DPP σε οικονομικά ζητήματα – υποστηρίζοντας στο ιδεολογικό του πλαίσιο ότι “όλοι οι πόροι και τα αποτελέσματα της οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να μοιράζονται σε όλους τους ανθρώπους”– και στήριξε ένα νομοσχέδιο για το γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, το οποίο εάν θεσπιστεί θα είναι το πρώτο του είδους του στην Ασία. Προς μεγάλη απογοήτευση του Πεκίνου, το κόμμα έχει πετύχει μια εκπληκτική εκλογική επιτυχία, κατακτώντας πέντε έδρες στο νομοθετικό σώμα με την πρώτη του εκλογική εμφάνιση το 2016.
Προοπτικές για τη δημοκρατία
Τόσο στην Ταϊβάν όσο και στο Χονγκ Κονγκ, οι ακτιβιστές υπέρ της δημοκρατίας καταλαμβάνουν μια επισφαλή θέση, στριμωγμένοι μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων των ΗΠΑ και της Κίνας. Ο Τζόσουα Γουόνγκ συναντήθηκε με τον Ρεπουμπλικανικό γερουσιαστή της Φλόριντα Mάρκο Ρούμπιο ο οποίος με τη σειρά του τον πρότεινε μαζί με τον Άλεξ Τσόου και τον Nάθαν Λω για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να λάβει ένα συγχαρητήριο τηλεφώνημα από την Πρόεδρο Tσάι Ινγκ-γουέν, τον Δεκέμβριο του 2016, προκάλεσε τον ενθουσιασμό των ακτιβιστών υπέρ της δημοκρατίας στην Ταϊβάν, οι οποίοι ελπίζουν ότι το γεγονός αυτό έδειξε μια μεγαλύτερη δέσμευση από πλευράς των ΗΠΑ υπέρ του αγώνα τους.
Ωστόσο, ο Ρούμπιο και ο Τραμπ ελάχιστα ενδιαφέρονται για τη δημοκρατία και οποιαδήποτε συμμαχία μεταξύ αυτών των κινημάτων και των δεξιών δυνάμεων στις ΗΠΑ πιθανόν θα έθετε σε κίνδυνο τους μακροπρόθεσμους στόχους τους. Ως επιβεβαίωση του τελευταίου, ο Τραμπ πρόσφατα επαίνεσε τον Σι Τζίνπινγκ για την κίνησή του να καταργήσει το χρονικού όριο στη θητεία του.
Δυστυχώς, πολλοί ακτιβιστές στο Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν υπερασπίστηκαν την επιδίωξη οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης των ΗΠΑ, υποδεικνύοντας ότι η Κίνα αποτελεί μια πιο άμεση απειλή για την ευημερία τους.
Σε ένα επίπεδο, αυτό είναι κατανοητό. Λόγω της απουσίας ισχυρών και με αρχές αντι-ιμπεριαλιστικών κινημάτων παγκοσμίως, οι ακτιβιστές της δημοκρατίας σε τέτοια μέρη φαίνεται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να συμμαχήσουν με τις ΗΠΑ έναντι της κινεζικής αυτοκρατορίας.
Αλλά ακόμα κι αν οι ΗΠΑ αποτελούν λιγότερο άμεση απειλή για την Ταϊβάν ή το Χονγκ Κονγκ, εξακολουθούν να είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη, την ουσιαστική δημοκρατία και τη σοσιαλιστική πολιτική παγκοσμίως, μια πραγματικότητα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτοί που αμφισβητούν τον κινεζικό αυταρχικό καπιταλισμό. Η αξιοσημείωτη σιωπή των φιλελεύθερων δημοκρατικών κυβερνήσεων και η δουλοπρέπεια του ευρωαμερικανικού κεφαλαίου μπροστά στον αυξανόμενο αυταρχισμό του ΚΚΚ πρέπει να αποτελέσει μια σαφή προειδοποίηση.
Μπορούν αυτές οι αχτίδες ελπίδας από την Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ να εξαπλωθούν στην ηπειρωτική Κίνα; Βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, η απάντηση είναι σχεδόν σίγουρα όχι. Το ΚΚΚ πολύ επιδέξια παρουσίασε τους δημοκρατικούς ακτιβιστές στην περιφέρειά της ως «αντι-Κινέζους».
Και οι περιθωριακές αλλά επιβλαβείς φωνές σε αυτά τα κινήματα, που είναι αντι-κινεζικές ή αντικομμουνιστικές, προσδίδουν αρκετή βάση σε αυτό το κυνικό επιχείρημα ώστε να το καταστήσουν πιστευτό στους Κινέζους της ηπειρωτικής χώρας.
Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι Κινέζοι έχουν υποφέρει περισσότερο από τον τοξικό συνδυασμό αυταρχισμού και βίαιης εκμετάλλευσης τόσο από το τοπικό, όσο και από το ξένο κεφάλαιο. Το πολιτικό καθεστώς του Σι Τζίνπινγκ δεν μπορεί να κάνει την οικονομία να λειτουργήσει υπέρ της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών της. Αυτό είναι πολύ εμφανές. Η απάντηση, ωστόσο, δεν μπορεί ακόμη να διατυπωθεί.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Jacobin, την 1 Απριλίου 2018.
Για τους συγγραφείς
Ο Eli Freidman διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Cornell και είναι συγγραφέας του βιβλίου “Insurgency Trap: Labor Politics in Postsocialist China” (H παγίδα της εξέγερσης: Πολιτική της εργασίας στην μετα-σοσιαλιστική Κίνα).
Ο Andi Kao είναι τελειόφοιτος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Cornell.