Νέες αναφορές αποκαλύπτουν το πώς η εταιρία Cambridge Analytica χρησιμοποίησε το Facebook για να συλλέξει στοιχεία 50 εκατομμυρίων χρηστών υπέρ του Trump. «Αυτή η ιστορία είναι μια αποκαρδιωτική ένδειξη για το πώς χρησιμοποιούνται μαζικά τα προσωπικά δεδομένα και το πώς τεχνολογικές πλατφόρμες που δεν λογοδοτούν σε συνδυασμό με κακών προθέσεων πολιτικά ενδιαφέροντα μπορούν να επηρεάζουν σε σημείο ανατροπής τη δημόσια σφαίρα.
Γράφει ο Jake Johnson για το Common Dreams.
Αυτοί που αναρωτιούνται γιατί το Facebook ανακοίνωσε ξαφνικά αργά την Παρασκευή το βράδυ ότι απαγόρευσε την συσχετιζόμενη με τον Trump εταιρία δεδομένων, Cambridge Analytica, πήραν μια ξεκάθαρη απάντηση την Κυριακή το πρωί, όταν οι New York Times και ο Λονδρέζικος Observer δημοσίευσαν εκτενείς αναφορές για το πώς η χρηματοδοτούμενη από τον Robert Mercer εταιρία εκμεταλλεύτηκε το Facebook για να συγκεντρώσει προσωπικά δεδομένα 50 εκατομμυρίων Αμερικανών χωρίς την άδειά τους – κάτι που θεωρείται η μεγαλύτερη σε εύρος, μέχρι στιγμής, παραβίαση προσωπικών δεδομένων.
Σύμφωνα με τον Observer – που παραθέτει έγγραφα της εταιρίας και πρώην υπαλλήλων – η Cambridge Analytica «έκανε χρήση προσωπικών πληροφοριών που πήρε χωρίς καμία άδεια στις αρχές του 2014 για να δημιουργήσει ένα σύστημα που θα έδινε το προφίλ αμερικανών ψηφοφόρων, με στόχο να τους προσεγγίσει στη συνέχεια με προσωποποιημένα πολιτικά διαφημιστικά μηνύματα». Αυτές οι στοχευμένες τεχνικές θα διαμόρφωναν αργότερα την οντότητα του Cambridge Analytica που “εργάστηκε για την προεκλογική εκστρατεία του Προέδρου Trump το 2016”, σύμφωνα με τους Times.
Με βάση τα ντοκουμέντα που είδαν το φως της δημοσιότητας από τους Times και τον Observer καταγράφουν μια ζοφερή εικόνα για την αποτυχία του Facebook να αντιδράσει ουσιαστικά όταν έμαθε στα τέλη του 2015 ότι τα προσωπικά δεδομένα δεκάδων εκατομμυρίων χρηστών είχαν συγκομιστεί και μάλιστα σε «πρωτόγνωρη κλίμακα». Με δήλωση την Παρασκευή το βράδυ, το Facebook επιβεβαίωσε ότι αποκάλυψε την «παραβίαση» της Cambridge Analytica το 2015, όμως ο Observer σημειώνει ότι «εκείνη την περίοδο το Facebook απέτυχε στο να ειδοποιήσει τους χρήστες, παρά έλαβε μόνο περιορισμένα μέτρα για να επανακτήσει και να ασφαλίσει τις ιδιωτικές πληροφορίες πάνω από 50 εκατομμυρίων χρηστών».
Το Observer καταλήγει σε σχέση με το πώς τα στοιχεία συλλέχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως εξής:
Τα στοιχεία συλλέχθηκαν μέσα από μια εφαρμογή που ονομάζεται thisisyourdigitallife, που κατασκευάστηκε από τον ακαδημαϊκό Aleksandr Kogan, ανεξάρτητα από την εργασία του στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Μέσα από την εταιρία του, Global Science Research (GSR) και σε συνεργασία με την Cambridge Analytica, εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες πληρώθηκαν για να κάνουν ένα τεστ προσωπικότητας και συμφώνησαν να συγκεντρωθούν τα στοιχεία τους για ακαδημαϊκούς λόγους. Παρόλα αυτά η εφαρμογή συνέλεξε στοιχεία και φίλων των όσων χρηστών την χρησιμοποίησαν, οδηγώντας στη συγκέντρωση μιας ογκώδους τράπεζας δεδομένων. Η πολιτική του Facebook επέτρεψε μόνο τη συγκέντρωση δεδομένων φίλων μόνο για την βελτίωση της εμπειρίας του χρήστη στην εφαρμογή και απαγορεύει να χρησιμοποιηθούν ή να πουληθούν για διαφημιστικούς λόγους.
Η Cambridge Analytica ξόδεψε περίπου 1 εκατομμύριο δολάρια στη συγκέντρωση στοιχείων, τα οποία απέφεραν πάνω από 50 εκατομμύρια ατομικά προφίλ, τα οποία θα μπορούσαν να διασταυρωθούν με τους εκλογικούς καταλόγους. Χρησιμοποίησε στη συνέχεια τα αποτελέσματα των τεστ και τα στοιχεία του Facebook για να φτιάξει έναν αλγόριθμο που θα μπορούσε να αναλύσει ξεχωριστά τα στοιχεία των προφίλ και να καθορίσει σημεία της προσωπικότητας που σχετίζονταν με την εκλογική συμπεριφορά.
Φυσικά αρκετοί συνήγοροι δικαιωμάτων ιδιωτικότητας και προσωπικών δεδομένων αντέδρασαν σε αυτό το καμπανάκι και στις εκρηκτικών διαστάσεων αποκαλύψεις, υπογραμμίζοντας ότι δείχνουν πια σε όλο τους το μεγαλείο τους κινδύνους του να παραχωρούνται μαζικά με στόχο το κέρδος σε τεχνολογικές εταιρίες, σαν το Facebook, προσβάσεις σε προσωπικές πληροφορίες χρηστών.
«To Facebook δεν μπορεί να διαχειριστεί το τέρας που δημιούργησε, όχι ότι φαίνεται να ενδιαφέρεται και ιδιαίτερα να το κάνει», κατέληξε η Ashley Feinberg, της Huffington Post.