Γράφει ο Φίλιππος Κοεράντ.
Ο Πλούταρχος γράφει για την τεράστια καταστροφή που έπαθαν οι Αθηναίοι στις Συρακούσες στον πελοποννησιακό πόλεμο και που οι αιχμάλωτοι επειδή σύμφωνα με τα θρησκευτικά στάνταρ θα ήταν άγος να θανατωθούν μεμιάς, τους έβαλαν σε κάτι σαν στρατόπεδο, στα ορυχεία, ήταν ένα αρχαίο γκούλαγκ, όπου τους περίμενε έμμεσος, όμως βέβαιος θάνατος, από τις τερατώδεις κακουχίες.
Για όποιον έχει πάει στη Σικελία το ορυχείο υπάρχει, ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με αυτό του αρχαίου κόσμου και φυσικά θαρρείς πως βρίσκεσαι στις σελίδες του Θουκυδίδη και του Πλούταρχου.
Σε ένα ταπεινό σε έκταση απόσπασμα ο Πλούταρχος αναφέρει ένα περιστατικό. Η αγγελία δεν είχε φτάσει στην Αθήνα ακόμα, αλλά κάποια στιγμή ήρθε ένας ξένος στον Πειραιά, που ήξερε τι είχε συμβεί, αλλά δεν είχε το θάρρος να το αναγγείλει δημόσια, έλεγε πού ξέρω πως θα το πάρουν αυτοί και τι θα μου κάνουν. Θα το αναλάβουν σίγουρα οι επόμενοι που θα φτάσουν, τι να μπλέξω. Πήγε όμως σε έναν κουρέα της εποχής και επειδή πάντα οι κουρείς ήταν πολύ συζητητικοί, πιάσαν κουβέντα και απέξω απέξω του μίλησε για το κακό που γνώριζε, την βαριά καταστροφή.
Ο κουρέας είχε έναν γιο στη Σικελία, τον ρώτησε αν ξέρει να του πει για την τύχη του, πού να ήξερε. Φρικίασε και μάλιστα σταματάει ο ξένος να μιλάει και αναπαριστά ο ίδιος ο κουρέας με τη φαντασία του την καταστροφή και το θάνατο του γιου του στην αιχμαλωσία. Παίρνει αυτός τον λόγο. Δεν τον ενδιαφέρει η ταπείνωση της πόλης καθόλου αλλά μόνο η οικογενειακή υπόθεση. Δεν γνώριζε σίγουρα, με όνομα και επίθετο που θα λέγαμε σήμερα, αλλά όλα τα στοιχεία που έφερνε ο άγνωστος εκεί οδηγούσαν. Είναι ένα μικρό σημείο στην αρχαία γραμματεία που έχει ανεπιβεβαίωτα όρια με τη διήγηση και τον μύθο, το οποίο πήρε ο Άγγλος συγγραφέας Χάρολντ Μπάρκερ, έγραψε ένα έργο με τίτλο “το ύστατο σήμερα” και έκανε παράσταση στην Αθήνα, λίγο πριν τον θάνατό του, ο Λευτέρης Βογιατζής, το 2010. Πατάει πάνω στο περιστατικό του Πλούταρχου και δημιουργεί φαντάζομαι πολιτικό δοκίμιο και όπως διαβάζω, ο κουρέας θρυμματίζει τα δεκάδες αντικείμενά του, τα εργαλεία της δουλειάς του, δημιουργώντας μια απτή εικόνα καταστροφής. Στο τέλος όμως προσπαθεί να τα ξανακολλήσει, να τα επανασυνθέσει, για τη συνέχεια της ζωής που περνάει χωρίς να κοιτάζει.
Σε μια εποχή που μάλλον η πληροφορία είναι εύκολη, ταχύτατη και προσβάσιμη, πεισματικά εξακολουθούν δραματικές αναλογίες με τις προσφυγικές περιπέτειες, με τα σωσίβια που βρίσκονται στις βάρκες και έχουν με μαρκαδόρο γραμμένο φράσεις όπως “το όνομά μου είναι… και το τηλέφωνο της μητέρας μου…. Ειδοποιήστε την”.
——-
Πηγή: skakistiko.com (προσωπικές στιγμές)