των Kate Aronoff και Ryan Grim στο The Intercept
Ένα αφεντικό που φέρεται άσχημα στις γυναίκες ή στους ξένους ή αρνείται να τους προσλάβει, βρίσκεται σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση, αν δεν υπάρχει εφεδρεία ανέργων.
Θυμηθείτε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ανεργία εξανεμίστηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του πολέμου. Η Rosie the Riveter δεν βρήκε τη δουλειά της ως αποτέλεσμα ενός κοινωνικού κινήματος που εκπροσωπούσε την ισότητα των φύλων στον εργασιακό χώρο. Τη βρήκε γιατί τα εργοστάσια χρειάζονταν χέρια και είχαν μικρότερα περιθώρια να ενδώσουν στον σεξισμό τους. Η πλήρης απασχόληση αφαιρεί την εξουσία από τα χέρια των αφεντικών που τη χρησιμοποιούν για να κάνουν διακρίσεις και τη δίνει στους εργάτες για να έχουν αιτήματα – και εφόσον τα αιτήματά τους αυτά δεν ικανοποιηθούν έχουν την ελευθερία να δουλέψουν κάπου αλλού.
Αυτή η θεωρία για την ανεργία σε μια καπιταλιστική οικονομία σχετίζεται με το πώς αναλύεται η διήμερη κατάρρευση του χρηματιστηρίου που ξεκίνησε την Παρασκευή και τις επακόλουθες ασυγκράτητες μεταπτώσεις του. Οι αναλυτές της αγοράς έχουν δηλώσει κατηγορηματικά ότι η κατάρρευση προκλήθηκε από ένα δελτίο που αφορούσε τις νέες θέσεις εργασίας και βγήκε την Παρασκευή και έδειξε ότι οι μισθοί, μια δεκαετία πλέον σε κλίμα οικονομικής ανάκαμψης, μπορεί τελικά να αρχίσουν να ανεβαίνουν.
Τώρα, όταν οι αναλυτές λένε ότι ο δείκτης Dow Jones ανέβηκε ή έπεσε γι’ αυτόν ή εκείνον τον λόγο, πολύ συχνά απλά κάνουν υποθέσεις. Το τι συγκεκριμένα κινεί έναν οργανισμό τόσο περίπλοκο όσο το χρηματιστήριο, είναι κατά κάποιον τρόπο άγνωστο, όμως είναι χρήσιμο να εξερευνήσουμε την αιτία που προσάπτεται στην κατάρρευση της τελευταίας εβδομάδας – την άνοδο των μισθών – ξεχωριστά από τις επιπτώσεις της στην αγορά. Αυτό που λέει για τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η οικονομία μας είναι πολύ ουσιαστικό.
Ξεκινάμε με την υπόθεση, που φαίνεται παράξενη αρχικά, ότι η αγορά κατέρρευσε επειδή οι μισθοί φαίνεται να ανεβαίνουν. Οποιοσδήποτε εκτός του οικονομικού συστήματος θα έβλεπε αμέσως την άνοδο των μισθών ως κάτι θετικό. Εν τέλει, είναι αυτό που κάθε πολιτικός σε κάθε κόμμα λέει πως επιθυμεί να συμβεί. Αλλά για τους αναλυτές της αγοράς, είναι κάτι κακό, γιατί λέγεται πως κάτι τέτοιο αποτελεί ένδειξη πως ο πληθωρισμός παραμονεύει.