Γράφει ο Φίλιππος Κοεράντ, στις προσωπικές σημειώσεις, στο skakistiko.com
Οι δίκαιοι και τίμιοι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης – δεν αφορούν οι πολιτικές τους συμπάθειες αλλά η εσωτερική αίσθηση της εντιμότητας – μόνο συνταρακτική μπορεί να βρήκαν την ομιλία του δημάρχου της πόλης για την εβραϊκή κοινότητα, την πολυπληθέστερη και την πιο ενεργή με τα αστικά επαγγέλματα και τους πρώτους σοσιαλιστικούς εργατικούς αγώνες στη χώρα. Μια τόσο σημαντική μήτρα για τους σεφαρδίτες, ώστε την έλεγαν σε όλη τη Μεσόγειο, αλλά και πολύ πιο βόρεια στην Ευρώπη, μάδρε ντε ισραέλ.
Η κοινότητα κατά την κατοχή αφανίστηκε σε ποσοστό γύρω στο 95%. Ήταν μια τρέλα της Ιστορίας, αλλά έγινε, συμβατικά να πούμε πως πέρασε και συμβατικά να πούμε πως οι όποιοι επιζώντες βιολογικά εκλείπουν, μια χούφτα μείνανε.
Δεν είναι εκεί το ερώτημα, αλλά στο ότι η πόλη μεταπολεμικά φρόντισε να εξαφανίσει οποιαδήποτε κτιριακή ή μνημειακή αναφορά στην κοινότητα, όπως και σε κάθε μη χριστιανική ορθόδοξη ομάδα του πληθυσμού. Συστηματικά και σχεδιασμένα, όχι από αμέλεια, εντελώς ως κεντρική απόφαση. Πολύ σοβαρή, χωρίς αστεία και τις συνηθισμένες ελληνικές προχειροδουλειές. Και όταν ήταν απολύτως αναγκαίο, η απόφαση ομολογείτο ανοιχτά. Αλλά ακόμα και στο λόγο τον προφορικό τον κοινό ήταν σαν απαγορευμένη η αναφορά για να ξεχαστεί με τις γενιές, που ξεχάστηκε.
Αμφιβάλλω πόσοι από τους ανθρώπους που βαδίζουν στο δρόμο υποψιάζονται ένα όχι πολύ μακρινό παρελθόν στα ίδιο το περιβάλλον που περπατούν εκείνο το λεπτό. Περίπου πείστηκαν πως δεν υπήρξε ποτέ. Υπερβολικό, όχι. Υπήρξε, αλλά ήταν περιφερειακό, τίποτα το αξιομνημόνευτο για την συνέχεια της πόλης. Πριν μια γενιά ήταν ενοχλητικό χτες που καταχωνιαζόταν με συνένοχη ομονοούσα καθολική σιωπή, τώρα απλώς ανύπαρκτο. Η μητροπολιτική πόλη των Βαλκανίων που οι περιηγητές οι παλιοί έγραφαν πως όταν έμπαινες από τη θάλασσα, και ομίχλη να είχε, το χρώμα ήταν του ουράνιου τόξου εθνοτήτων. Και τα χρόνια που πέρασαν από τότε είναι πολλά για την ανθρώπινη ζωή -όμως εντός του πλαισίου της- για την Ιστορία από την άλλη ένα ασήμαντο τίποτα.
Αν υποθετικά ήμουν δημότης της πόλης, τον Μπουτάρη δεν θα τον ψήφιζα, όπως και κάθε υποψήφιο που τελικά στηρίζεται από τους συστημικούς σχηματισμούς. Όμως είναι μια πόλη που τον θόρυβο και το χρώμα τον δίνουν, μην κρυβόμαστε, οι πιο οπισθοδρομικές, παρακρατικές και παραθρησκευτικές, εθνοκάπηλες, σκοταδιστικές, κατ’ επάγγελμα κάλπικες ιαχές εδώ και πολλές δεκαετίες – πριν και τη δικτατορία σαφώς. Αλλά και πρόσφατα συμπληρώθηκαν με τους οπαδικούς στρατούς των “ευεργετημένων” από σκοτεινό εκ Ρωσίας επιχειρηματία. Οπότε δεν είναι ομιλία που τον συμφέρει, μόνο απέραντο κόστος δημοφιλίας έχει, ωστόσο η ίδια ομιλία δεν χωρά, συνειδησιακά νομίζω τουλάχιστον, “ναι μεν αλλά”. Παραβιάζοντας ανοιχτές πόρτες, ενώ τελικά δεν είπε παρά τα αυτονόητα και γνωστά για όποιον θεωρεί προσωπικό καθήκον να μην περιλαμβάνεται στις συλλογικές απωθήσεις ζώσας μνήμης.