Συντάκτης: Λήδα Γαλανού, αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών
«Μαζί ή τίποτα» δηλώνουν ο εκρηκτικός Γερμανός σκηνοθέτης, γιος Τούρκων μεταναστών, με πλήρη συνείδηση της καταγωγής του και η όμορφη σταρ με τις κοινωνικές ευαισθησίες. Ενα θαρραλέο εγχείρημα, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, που βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης Ταινίας και χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κανών στην Κρούγκερ, στον πιο ώριμο ρόλο της καριέρας της. Ερμηνεύει μια Γερμανίδα που βρίσκεται αντιμέτωπη με την ύψιστη απώλεια, όταν ο Κούρδος άνδρας και ο γιος της σκοτώνονται σε τρομοκρατική επίθεση νεοναζί
Ο Φατίχ Ακίν είναι εκρηκτικός – και ως σκηνοθέτης και ως άνθρωπος. Πιάνοντας το διεθνές σινεμά από τα μαλλιά, ήδη από το «Head On» του 2004, ο Γερμανός σκηνοθέτης, γιος Τούρκων μεταναστών και με πλήρη συνείδηση της καταγωγής του, ταρακουνά τακτικά τα νερά του σινεμά μέχρι σήμερα.
Η Νταϊάν Κρούγκερ, γεννημένη στη Γερμανία, είναι μια γνήσια σταρ, έχοντας παίξει για σκηνοθέτες από τον Λικ Μπεσόν ώς τον Κουέντιν Ταραντίνο, μια από τις ομορφότερες γυναίκες του πλανήτη και πάντα κοινωνικά ευαισθητοποιημένη.
Φατίχ Ακίν και Νταϊάν Κρούγκερ στις Κάνες AP Photo/Alastair Grant
Οι δυο τους έδωσαν ψυχή και ουσία στο «Μαζί ή τίποτα», που τιμήθηκε φέτος με τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και χάρισε στην Κρούγκερ, που έπαιξε πρώτη φορά εδώ και χρόνια στη μητρική της γλώσσα, τον Χρυσό Φοίνικα Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κανών.
Η ταινία ακολουθεί την πορεία της Κάτια, μιας Γερμανίδας συζύγου και μητέρας, που βρίσκεται αντιμέτωπη με την ύψιστη απώλεια, όταν ο Κούρδος άνδρας κι ο γιος της σκοτώνονται σε τρομοκρατική επίθεση νεοναζί. Μετά το πένθος, θα έρθει η ανάγκη για εκδίκηση.
Το Alter ego της ηρωίδας του
«Περίμενα πολύ καιρό για έναν ρόλο στη Γερμανία» εξομολογείται η Νταϊάν Κρούγκερ. «Τέτοιους ρόλους ψάχνω· όταν ωριμάζεις αναζητάς ολοκληρωμένους ρόλους, αλλά δεν προκύπτουν τόσο συχνά. Παρότι για χρόνια δεν ζω εκεί, είμαι Γερμανίδα και πρέπει να πω ότι, ζώντας πάλι στη Γερμανία για τέσσερις μήνες, κάποια πράγματα μου έγιναν τόσο προφανή για την ηρωίδα, η κουλτούρα μας είναι τόσο εγγεγραμμένη μέσα μου, που ένιωσα σαν να γύρισα σπίτι. Δεν χρειαζόταν να σκεφτώ ποιο είναι το κοινωνικό της υπόβαθρο, τα ξέρω όλα αυτά εξαρχής».
Γεννημένη το 1976 στη Σαξονία, η Κρούγκερ μπόρεσε να μιλήσει την ίδια γλώσσα με τον Φατίχ Ακίν και όχι μόνο κυριολεκτικά:
«Μεγάλωσα στην εξοχή – μου λένε συνέχεια ότι δείχνω πολύ σοφιστικέ, αλλά δεν μεγάλωσα έτσι, ζούσα σ’ ένα μικρό χωριό 2.000 κατοίκων. Κανείς στην οικογένειά μου δεν έχει κάνει ποτέ τίποτα καλλιτεχνικό, η μητέρα μου δούλευε στην τράπεζα, έφυγα από το σπίτι πάρα πολύ μικρή. Ο Φατίχ είναι γιος μεταναστών, έχει μέσα του αυτό το στοιχείο που τον κάνει να θέλει να πετύχει, έχει ένα δυνατό αίσθημα δικαίου και οι προκαταλήψεις που καμιά φορά οι Γερμανοί έχουν εναντίον των Τούρκων μεταναστών είναι κάτι που νιώθει έντονα. Αλλά είναι πολύ ευαίσθητος. Πόσες φορές ένα άνδρας σκηνοθέτης γράφει με τέτοιο βάθος έναν γυναικείο χαρακτήρα; Μοιάζει πολύ με την ηρωίδα μου, είμαι το alter ego του σ’ αυτήν την ταινία».
Η επιλογή της μοιραίας επίθεσης νεοναζί, ως μοχλό βίας στην ταινία του, έμοιασε αυτονόητη για τον Φατίχ Ακίν.
«Με εκπλήσσει το πόσο ο κόσμος από άλλες χώρες δεν ξέρει για τους νεοναζί στη Γερμανία. Ηταν μια ευκαιρία να το μοιραστώ αυτό. Αλλά ακόμα και στη Γερμανία πολύς κόσμος δεν ξέρει αρκετά, ή τα ξεχνούν πολύ γρήγορα. Είμαστε πολύ καλοί στο να ξεχνάμε πράγματα. Ο νεοναζισμός στη Γερμανία είναι πραγματικό ζήτημα, δεν είναι απλώς κάτι που συζητιέται γύρω γύρω».
Η πλοκή της ταινίας, φυσικά, συμπεριλαμβάνει και αναφορές (με συγκεκριμένους και καθοριστικούς ήρωες του σεναρίου), στη Χρυσή Αυγή και στον σύνδεσμό της με τη γερμανική νεοναζιστική παράταξη.
«Η αναφορά μου προέκυψε επειδή, όταν μελέτησα τους φακέλους της δίκης στην οποία βασίζεται η ταινία, παρατήρησα ν’ αναφέρεται ότι στο κοινό, στο δικαστήριο, ήταν κάποιοι με μπλούζες με το λογότυπο της Χρυσής Αυγής. Αυτό μου φάνηκε αμέσως ενδιαφέρον, οπότε έκανα την έρευνά μου, συναντήθηκα με κάποιους δημοσιογράφους στην Ελλάδα, έμαθα κι ότι ένας από τους ηγέτες τους έχει ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα. Μου φάνηκε σημαντικό να συνδέσω την ταινία με την Ελλάδα: εκεί γεννήθηκε η δημοκρατία, εκεί τώρα βρίσκεται και η παράταξη που εκπροσωπεί το τέλος της δημοκρατίας. Προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο στην ιστορία».
«Η βία προκαλεί βία»
Ωστόσο, για τον Φατίχ Ακίν οι άξονες της ταινίας είχαν κι έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα:
«Επέλεξα να μιλήσω για τους νεοναζί, επειδή εγώ, ο ίδιος, μπορώ να γίνω στόχος αυτών των ομάδων. Αυτό με κάνει να θυμώνω, με αναστατώνει. Ο θυμός μού δίνει τη δύναμη να καθίσω να γράψω. Στην πορεία, βέβαια, κατάλαβα ότι έγραψα μια ταινία για μια μητέρα: για το πώς μπορεί να βρει μια κάθαρση, ή μια φωνή, ή μια ταυτότητα, όποιο θύμα χάνει το παιδί του. Οι νεοναζί είναι αυτό που απασχολεί εμένα προσωπικά, αλλά είναι ανταλλάξιμο με κάθε περίπτωση βίας. Κι η ταινία είναι ο δικός μου τρόπος να πω το απλό, ότι η βία προκαλεί βία».
Για την πορεία εκδίκησης της Κάτια, η Νταϊάν Κρούγκερ μιλά διαλλακτικά:
«Η ταινία είναι μια πρόταση, για ν’ αποφασίσει μόνο του το κοινό τι θα έκανε. Δεν είναι η θέση μου να κρίνω την ηρωίδα μου, πρέπει να προσπαθήσω να φορέσω τα παπούτσια της, δεν μπορώ να φανταστώ τι σημαίνει να χάνεις ένα παιδί ή έναν σύζυγο σε μια τρομοκρατική επίθεση. Δεν ξέρω τι θα έκανα εγώ, αλλά ξέρω ότι εκείνη ακολούθησε το δικό της μονοπάτι και αυτό προσφέρει στο κοινό, είτε για να το σκεφτεί είτε για ν’ αποφασίσει».
Ο Ακίν έντυσε τα συναισθήματα της ταινίας με τα δικά του:
«Οταν έγραφα, σκεφτόμουν πολύ τη γυναίκα μου, τη Μονίκ, ξέρετε, είναι παντρεμένη με Τούρκο κι αναρωτιόμουν πώς θα χειριζόταν εκείνη μια τέτοια κατάσταση. Με βοήθησε πολύ να σκέφτομαι τη δική μου οικογένεια και τις δικές μου σκέψεις για την οικογένεια. Σε πολλές ταινίες σήμερα, ο εχθρός βρίσκεται μέσα στην οικογένεια. Αυτό το χρησιμοποιήσαμε, στον τρόπο που δείξαμε την ευρύτερη οικογένεια των ηρώων. Αλλά η εσωτερική οικογένεια, μαμά, μπαμπάς, παιδί, αυτό είναι το ασφαλέστερο μέρος σε μια οικογένεια κι αυτό είναι που καταστράφηκε. Κι εγώ πιστεύω σ’ αυτό. Η στενή μου οικογένεια είναι η ασφάλειά μου».
Όπως είναι φυσικό, γράφοντας την ταινία, ο Ακίν επηρεάστηκε από την επικαιρότητα:
«Όταν ετοιμάζαμε την ταινία, έγιναν πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις: το Βερολίνο, η Νίκαια, το Παρίσι, η Κωνσταντινούπολη, το Πακιστάν, ένα σωρό. Λυπάμαι πολύ μ’ αυτά τα συμβάντα και πάντα σκέφτομαι περισσότερο τα θύματα, αυτούς που έχασαν τα παιδιά τους, τους φίλους, τους γονείς τους. Οι σκέψεις μου για τη θλίψη δεν αλλάζουν, όπου κι αν βρίσκομαι. Το συναίσθημα είναι το ίδιο, είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Ο κόσμος ήταν ίδιος και πριν το Μάντσεστερ και μετά – αλλά όχι για τα θύματα, ο κόσμος τους έχει αλλάξει εντελώς. Και φοβάμαι ότι θα βιώνουμε τέτοια περιστατικά και περισσότερο στο μέλλον».
«Μαζί πηδήξαμε στον γκρεμό»
Με τον ίδιο τρόπο, η Νταϊάν Κρούγκερ βρήκε τα δικά της σημεία ταύτισης με την ηρωίδα της:
«Εχω μεγάλη κατανόηση για την Κάτια, η πραγματικότητα σου θυμίζει ότι καθημερινά δημιουργούνται Κάτιες, οι γυναίκες, οι μητέρες, οι πατέρες, οι σύζυγοι που μένουν πίσω από αυτές τις φρικτές επιθέσεις και νιώθω μια ευθύνη, γιατί ποτέ δεν βλέπεις τι συμβαίνει στους ανθρώπους που μένουν πίσω. Σοκάρομαι με κάθε είδηση, αλλά, ίσως, όπως κι άλλοι άνθρωποι, αποστασιοποιούμαι λίγο, αυτά τα γεγονότα σταδιακά γίνονται εικόνες και νούμερα, όλοι σοκάρονται για μια μέρα, όταν ακούς, πέθαναν 22, νεκροί 100, βλέπεις τηλεόραση, ο κόσμος ποστάρει στο Instagram και, ταυτόχρονα, κανείς δεν μιλά ποτέ για το τι γίνονται οι άνθρωποι που έμειναν πίσω, μετά από έξι μήνες, πώς μπορείς να συνεχίσεις να ζεις.
»Εχω ευαισθητοποιηθεί περισσότερο ως προς αυτό. Η ταινία βασίζεται σε πραγματική ιστορία, οπότε η επίθεση είναι πραγματικό συμβάν. Κι είναι μια επίθεση νεοναζί, αλλά εύκολα θα μπορούσε να είναι από τζιχαντιστές, ή από έναν άλλον τρελό που ρίχνει μια βόμβα. Είναι μια ταινία για την αδικία που συμβαίνει στους ανθρώπους. Για μένα, ναι, είναι μια ταινία για το ταξίδι μιας μητέρας και για τη θλίψη – άρα δυστυχώς είναι επίκαιρη, αλλά δεν προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις».
Ο Φατίχ Ακίν και η Νταϊάν Κρούγκερ συνδέθηκαν πολύ στη δημιουργία του «Μαζί ή τίποτα».
«Χτίσαμε αυτή την ηρωίδα μαζί με την Νταϊάν», λέει ο Ακίν, «έχει πολλά στοιχεία από τις προσωπικότητες και των δυο μας και τα χρησιμοποιήσαμε σαν κομμάτια Lego, μαζί με τη φαντασία μας. Είναι πολύ δημιουργικό, αν έχεις τον σωστό συνεργάτη, να χτίζεις κάτι μαζί του. Ηταν μια ανταλλαγή, ιδεών και συναισθημάτων, σαν δυο κομμάτια του παζλ να έχεις την τύχη να ταιριάζουν τέλεια μαζί».
«Προετοιμαζόμουν γι’ αυτή την ταινία για ασυνήθιστα πολύ καιρό» εξηγεί η Κρούγκερ.
«Σωματικά και πνευματικά και συναισθηματικά, η ηρωίδα απέχει πολύ από το πού βρίσκομαι στη ζωή μου. Μεγάλωσα στη Γερμανία, οπότε γνωρίζω την Κάτια, αλλά είναι κι ένα αγρίμι, είναι μαχητική. Ο Φατίχ είναι ένας πολύ απαιτητικός σκηνοθέτης, όπως ξέρετε και πράγματι θα σου ζητήσει να πηδήξεις στον γκρεμό μαζί του κι εγώ είπα ναι σε όλα. Μετακόμισα στη Γερμανία, έζησα στη γειτονιά όπου θα ζούσε η Κάτια, πήγα στα μπαρ όπου θα πήγαινε και για οκτώ εβδομάδες διαβάζαμε καθημερινά το σενάριο, μιλούσαμε εκτεταμένα για το ποια είναι. Ενιωσα ότι μέσα στις οκτώ αυτές εβδομάδες, σταδιακά, όλα άρχισαν ν’ αλλάζουν πάνω μου, άρχισα ν’ ακούω διαφορετική μουσική, ντυνόμουν αλλιώς. Η Κάτια με άλλαξε, όντως, δεν είμαι η ίδια, ακόμα και τώρα, για μένα υπάρχει το πριν και το μετά».
Ο Ακίν και η Κρούγκερ παρουσίασαν πρώτη φορά την ταινία τους στο Φεστιβάλ Κανών, αλλά εκεί ήταν και που γνωρίστηκαν, πέντε χρόνια νωρίτερα. «Γνωριστήκαμε στην παραλία των Κανών, σ’ ένα πάρτι για το ντοκιμαντέρ μου “Ο Παράδεισος δεν είναι εδώ”, το 2012», θυμάται ο Ακίν.
«Ηρθε και μου είπε ότι γνώριζε τη δουλειά μου και της άρεσε. Μόλις προέκυψε αυτή η ταινία, για την οποία χρειαζόμουν μια γυναίκα… της άριας φυλής, ήρθε στο μυαλό μου η συνάντησή μας».
Την οποία η Κρούγκερ θυμάται με πιο γλαφυρό τρόπο!
«Πήγα μόνη μου και τον γνώρισα, σε αυτό το πάρτι στις Κάνες. Ημουν μέλος της κριτικής επιτροπής εκείνη τη χρονιά, επίσης ήμουν πολύ μεθυσμένη – πράγμα χρήσιμο γιατί είμαι πολύ συνεσταλμένη, συνήθως δεν πηγαίνω σε κάποιον να του πω, σε παρακαλώ πάρε με να δουλέψω για σένα! Οπότε χρειάστηκα λίγα σφηνάκια βότκα για βοήθεια κι ήταν κι αυτός μεθυσμένος επίσης, οπότε τον πολιόρκησα και του είπα πόσο μ’ αρέσει η δουλειά του, συμπαθήσαμε αμέσως ο ένας τον άλλον. Πέρασαν πέντε χρόνια, αλλά βρήκαμε την ευκαιρία μας».
«Είμαι πολύ φιλόδοξη»
Η ερμηνευτική αναγνώριση και τα βραβεία έρχονται σ’ ένα σημείο της καριέρας της Νταϊάν Κρούγκερ που μοιάζει, πια, ν’ αξιοποιεί τους ώς τώρα κόπους της:
«Φυσικά είμαι πολύ φιλόδοξη», λέει η ηθοποιός, «έφυγα από το χωριό μου για να καταφέρω αυτό εδώ που ζω τώρα. Ηθελα να δω τον κόσμο, δεν ταίριαζα στον δικό μου κόσμο, δεν ήμουν δημοφιλής στο σχολείο, ένιωθα ότι κανείς δεν είχε τα δικά μου ενδιαφέροντα κι ήθελα να φύγω και ν’ ανακαλύψω αυτό που αγαπούσα. Πεινούσα για εμπειρίες και πήγα στο Παρίσι κι άνοιξαν τα μάτια μου. Αλλά είναι και η τύχη σημαντικός παράγοντας και οι άνθρωποι που συναντάς στον δρόμο σου και που θέλουν να σε βοηθήσουν να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου».
Επιπλέον, ο ρόλος έδωσε στην Κρούγκερ την ευκαιρία να ανασύρει τη μητρική κουλτούρα της: «Είμαι Γερμανίδα – ονειρεύομαι στα γερμανικά κι όταν οι φίλοι μου, αγγλόφωνοι, γαλλόφωνοι, ακούνε ότι αρχίζει κι εμφανίζεται η γερμανική προφορά μου, τρομάζουν, καταλαβαίνουν ότι είμαι θυμωμένη ή αναστατωμένη. Και, αν δεν το ξέρετε, τα γερμανικά είναι η διεθνής γλώσσα για το ημέρωμα των άγριων ζώων!»
Από την πλευρά του, ο Φατίχ Ακίν, παρορμητικός και παθιασμένος πάντα, βλέπει την καριέρα του, λίγα χρόνια μετά την αποτυχία της «Μαχαιριάς», ξανά σε ανοδική πορεία:
«Θυμάστε το “Rocky”; Ο Ρόκι Μπαλμπόα μιλάει στον γιο του και του λέει, σημασία δεν έχει πόσο δυνατά θα χτυπήσεις, αλλά πόσο δυνατά μπορείς να χτυπηθείς και ν’ αντέξεις. Αντεξα».
Η ταινία «Μαζί ή τίποτα» του Φατίχ Ακίν, βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου, από τη Rosebud.21.