Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου τοποθετείται σε δύο επίπεδα δράσης στο ερώτημα που βρίσκεται στο μυαλό κάθε Έλληνα δημοκράτη μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα: το πρώτο αφορά το κράτος και συνοψίζεται στο μήνυμα που φαίνεται πλέον να ελήφθη για τα καλά: η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση και οι συντεταγμένες πολιτείες τις οργανώσεις αυτές τις εξαρθρώνουν με τους συνταγματικά ενδεδειγμένους τρόπους. Το δεύτερο αφορά την πολιτική τάξη και ειδικά την κυβέρνηση: στη δίνη της ελληνικής κρίσης, της φτωχοποίησης και της αποσάθρωσης των θεσμών, η αντιμεταναστευτική ατζέντα και ρητορεία τροφοδοτούν το ναζισμό νομιμοποιώντας στην κοινωνία τη ρατσιστική βία αλλά και κάθε βία. Στο όνομα της ασφάλειας διαλύει την ασφάλεια.
Ι. ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ: Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ (ΑΡΘΡΟ 187 ΠΚ) ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΑΡΘΡΩΘΕΙ.
Μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εξέδωσε δελτίο τύπου με τίτλο: Δεν είναι απλώς ο δράστης Χρυσή Αυγή. Η Χρυσή Αυγή είναι ο δράστης (https://goo.gl/Hxx7AL). Λέγοντας αυτό, θέλαμε ακριβώς να δείξουμε ότι πέραν της εξατομικευμένης ποινικής ευθύνης για την ανθρωποκτονία υπάρχει ζήτημα εγκληματικής οργάνωσης, κατά τις οικείες διατάξεις του ΠΚ και ιδιαζόντως απεχθών κινήτρων, κάτι το οποίο η Ένωσή μας έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό, πολύ πιο πριν από τη δολοφονία του Π. Φύσσα, με αφορμή την δολοφονία του Πακιστανού Sahtzat Loqman (https://goo.gl/4dUFHi).
Στην Ευρώπη υπάρχουν και, κατά κόρον, έχουν υπάρξει κόμματα που λειτουργούν μεν νόμιμα, αλλά είτε συμπαθούν είτε συνεργούν με οργανώσεις παράνομες, τις οποίες η εκάστοτε έννομη τάξη χαρακτηρίζει «εγκληματικές» ή «τρομοκρατικές». H Χρυσή Αυγή είναι μια περίπτωση που σπάει αυτόν τον κανόνα των σχέσεων «πυρήνα-βραχίονα» της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής πυρήνας και βραχίονας ταυτίζονται. Δηλαδή, η εγκληματική οργάνωση είναι το κόμμα. Και αντιστρόφως, το κόμμα είναι μια εγκληματική οργάνωση, καθώς τα μέλη του επιδίδονται ιεραρχικά και συντεταγμένα σε πράξεις παράνομες.
Η ιδιάζουσα αυτή κατάσταση αποδίδεται σε μια σειρά λόγους. Πρώτον, στην Ελλάδα, λόγω του νωπού ιστορικού παρελθόντος πολιτειακών εκτροπών, υπάρχει μια γενικευμένη πολιτική κουλτούρα δυσανεξίας στην απαγόρευση της λειτουργίας πολιτικών κομμάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα κόμμα που σίγουρα θα είχε κηρυχτεί παράνομο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, εδώ να εξασφαλίζει το προνόμιο της νόμιμης λειτουργίας. Δεύτερον, μείζονα τμήματα των πολιτειακών θεσμών που είναι επιφορτισμένα με τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης δεν διώκουν τα μέλη της Χρυσής Αυγής, ακόμη κι όταν αυτά προκλητικά εγκληματούν, επειδή εκφράζονται και τα ίδια μέσα από τον ακροδεξιό λόγο και πράξεις. Αναφερόμαστε στην Ελληνική Αστυνομία και την Δικαιοσύνη. Ειδικώς η τελευταία, ενώ γενικώς, σπεύδει να διώκει και να καταδικάζει με χαρακτηριστική ευκολία, ειδικώς, δείχνει ως σήμερα πολιτειακά ανυπόφορη ανοχή. Ο τρίτος λόγος στον οποίο αποδίδεται αυτή η ελληνικής κοπής ιδιαιτερότητα του «κόμματος-εγκληματικής οργάνωσης» είναι η πολιτική αξία χρήσης που έχει η Χρυσή Αυγή στο πλαίσιο της γνωστής θεωρίας των «δύο άκρων» στην οποία όμως δεν θα αναφερθούμε.
Τι θα έκανε ένα κράτος αν δεν αντιμετώπιζε την ιδιαιτερότητα του «κόμματος-εγκληματικής οργάνωσης», αλλά δύο ξεχωριστές δομές; Αν είχαμε δηλαδή, έναν τρομοκρατικό πυρήνα εκτός νόμου και ένα νόμιμο κόμμα. Σε αυτήν την περίπτωση το ενδιαφέρον των διωκτικών αρχών μιας συντεταγμένης πολιτείας κινείται πρωτίστως στην εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης και ενίοτε, επικουρικά πάντως, στην απαγόρευση του κόμματος-βραχίονα.
1. Το ερώτημα «τι κάνουμε με τη Χρυσή Αυγή» κακώς τέθηκε κυρίως με όρους διάλυσης πολιτικού κόμματος. Τίθεται, σήμερα, πρωτίστως με όρους εξάρθρωσης της εγκληματικής οργάνωσης, με τον αυτονόητο σεβασμό στις συνταγματικές εγγυήσεις που προβλέπουν δικαιώματα στους κατηγορούμενους, φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς. Πώς εξαρθρώνεται μια τέτοια οργάνωση το γνωρίζουν καλά η ελληνική αστυνομία και η ελληνική δικαιοσύνη. Πολύ περισσότερο που η συγκεκριμένη δρούσε ως σήμερα ανενόχλητη στο φως της ημέρας.
Με βάση αυτή τη διάκριση, το να τεθεί το κόμμα εκτός νόμου είναι αποπροσανατολιστικό, όχι απλώς γιατί ένα κόμμα μπορεί να επανέλθει με διαφορετική ονομασία και ως εκ τούτου διαρκώς να βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο, αλλά και γιατί η θέση κομμάτων εκτός νόμου είναι δημοκρατικά ολισθηρή. Συνεπώς, ο πιο ασφαλής δρόμος για μια συντεταγμένη πολιτεία και σε κάθε περίπτωση ο πιο ασφαλής δρόμος για την Ελλάδα σήμερα είναι να επικεντρωθεί ο δικαστικός μηχανισμός στις επιμέρους εγκληματικές δράσεις που τελούνται από τα μέλη αυτής της οργάνωσης επειδή είναι μέλη της.
Αυτό γίνεται με την εφαρμογή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου: δηλαδή τόσο με τις γενικές διατάξεις που αφορούν τη συμμετοχική δράση σε μια εγκληματική πράξη (αυτουργός, ηθικός αυτουργός, άμεσος ή απλός συνεργός) όσο και με τη διάταξη περί εγκληματικής οργάνωσης. Είναι σαφές, και η ίδια η Χ.Α. είναι περήφανη γι’ αυτό, ότι πρόκειται για μια οργάνωση η οποία γενικά και σε όλες τις εκφάνσεις της –νόμιμες και μη– λειτουργεί συντεταγμένα, προσχεδιασμένα, με απόλυτη πειθαρχία και ιεραρχικά. Ουδείς ενεργεί αυτοβούλως, αυθορμήτως ή κατά μόνας. Αυτή είναι η δομή και ο τρόπος δράσης της.
Είναι επίσης σαφές, από τις επιμέρους υποθέσεις που έχουν φθάσει στη Δικαιοσύνη ή έχουν καταγραφεί για παράδειγμα από το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας, ότι αυτή η δομή, λειτουργία και τρόπος δράσης αντανακλάται πλήρως και στις επιμέρους εγκληματικές της δράσεις. Για παράδειγμα, για να επιτελεστεί η δολοφονία του Π. Φύσσα, ενεργοποιήθηκε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ο οποίος εμφανίστηκε πανέτοιμος για εγκληματική δράση, ο δε αυτουργός της δολοφονίας κλήθηκε ειδικά από το σπίτι του όπου έβλεπε ποδόσφαιρο!
Αυτός λοιπόν ο συντονισμός και η ετοιμότητα, οι σχέσεις εντολέων και εντολοδόχων για την παραγωγή εγκληματικών πράξεων, φανερώνουν έναν μηχανισμό συγκροτημένο και δομημένο που απολύτως εμπίπτει στην έννοια της εγκληματικής οργάνωσης και βεβαίως όσοι επιστρατεύτηκαν και επιστράτευσαν έχουν έκαστος ένα συμμετοχικό ρόλο με βάση τους κανόνες συμμετοχικής δράσης που περιγράψαμε παραπάνω. Αυτό το modus operandi το συναντά κανείς σε πλείστες εγκληματικές δράσεις μελών της Χ.Α.
2. Το ζήτημα που τίθεται στον δικαστικό μηχανισμό αυτή τη στιγμή είναι προφανές και καθόλου εύκολο: μία οργάνωση –και ταυτόχρονα πλέον κόμμα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση– μέλη της οποίας συστηματικά και με διάρκεια στο χρόνο, δρουν εγκληματικά προβαίνοντας στην τέλεση (και) σοβαρών κακουργημάτων, συνιστά η ίδια εγκληματική οργάνωση;
Εάν απαντήσουμε «ναι» άνευ ετέρου, τότε θα πρέπει να ασκηθούν διώξεις σε βάρος όλων των εγγεγραμμένων μελών του κόμματος για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, ενός στενότερου πυρήνα ιδρυτικών προσώπων για συγκρότηση και του αρχηγού για διευθυντή. Αυτό όμως έχει χαρακτήρα συλλογικού πογκρόμ, γιατί χάνεται η προϋπόθεση εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης ενός εκάστου μέλους, διάγνωσης των στοιχείων του δόλου και ιδίως του γνωστικού στοιχείου, και αυτό δεν επιτρέπεται να παραβλέπεται σε ένα συνταγματικό κράτος δικαίου. Ως εκ τούτου, η από πάνω προς τα κάτω διάχυση της ποινικής ευθύνης, είναι δικαιοπολιτικά απαγορευτική και δημιουργεί αποτροπιαστικό προηγούμενο. Ο ενδεδειγμένος δρόμος είναι ανάποδα: από κάτω προς τα πάνω.
Η ανυπόφορη αδράνεια της Πολιτείας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια συνταγματικών εγγυήσεων. Αυτός είναι ένας ορατός κίνδυνος και έχουμε μπροστά μας μία διπλή απώλεια: όχι μόνο η συστηματική ατιμωρησία να έχει θρέψει την ανέλεγκτη βία και να έχει εξοικειώσει μια κοινωνία σε αυτήν, στα μαχαιρώματα και στα «μπραβιλίκια», αλλά να φέρνει τώρα επιπλέον μια κοινωνία αντιμέτωπη με ένα εν θερμώ ξεκαθάρισμα άνευ όρων και άνευ κανόνων. Για λόγους που εκφεύγουν του παρόντος, η Χ.Α. από μια περιθωριακή οργάνωση έγινε κοινοβουλευτικό κόμμα και μάλιστα με καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί σήμερα ούτε η πολιτική τάξη ούτε η Δικαιοσύνη να πει στον κάθε πολίτη που έγινε μέλος σε αυτό το κόμμα –το οποίο για να συμμετάσχει στις εκλογές πέρασε από τον Άρειο Πάγο– «συγγνώμη δεν ήσασταν σε κόμμα, αλλά σε εγκληματική οργάνωση, περάστε από ‘δω για την δεκαετή σας κάθειρξη».
Μπορεί όμως να το πει –όπως ακριβώς το λέει τώρα– στα ηγετικά του στελέχη, ιδρυτικά ή/και υψηλόβαθμα, εφόσον το κόμμα αυτό έχει πυρήνες, τα τάγματα εφόδου, τα οποία ακριβώς συγκροτούνται για τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων. Το κόμμα ταυτίζεται μεν με την εγκληματική οργάνωση αλλά την υπερβαίνει κιόλας: υπάρχουν μέλη του κόμματος που δεν ανήκουν στην εγκληματική οργάνωση, η οποία έχει συστήσει και τις επιμέρους εγκληματικές οργανώσεις (τάγματα εφόδου). Για το λόγο αυτό προκαλεί απορία το γεγονός ότι σε μια χώρα όπου το μέτρο της προσωρινής κράτησης κάθε άλλο παρά εξαιρετική πρακτική ανακριτών και εισαγγελέων αποτελεί, σε μια χώρα που κρατήθηκαν σχεδόν 18 μήνες οροθετικές τοξικομανείς γυναίκες ή πολίτες για χρέη, δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση τμήματος της ηγετικής ομάδας της Χ.Α.
Από την άλλη, εάν αυτή η ευρύτητα συνιστά μία γενικότερη στροφή απέναντι στο ζήτημα της προσωρινής κράτησης, η καταχρηστική πρακτική του οποίου έχει γίνει θέμα διεθνών εκθέσεων, καλωσορίζουμε τη στροφή αυτή στη χώρα των 4.259 υποδίκων (με βάση τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης). Είναι βέβαιον ότι οι συγκεκριμένες αυτές κρίσεις συνιστούν ένα ενδιαφέρον νομολογιακό προηγούμενο που μπορεί να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση της αποσυμφόρησης των φυλακών…
Άρα τι να κάνει η Δικαιοσύνη; Αυτό που (οφείλει να) κάνει σε κάθε έγκλημα και να το κάνει με ψυχραιμία: να κρίνει την κάθε υπόθεση χωριστά, να εξατομικεύσει. Όπου προκύπτουν πράγματι στοιχεία εγκληματικής οργάνωσης, να πράξει τα δέοντα. Όπου προκύπτουν άλλα αδικήματα, ελάσσονος του άρ. 187 ΠΚ απαξίας (π.χ. φθορές ξένης ιδιοκτησίας, διατάραξη, προτροπή σε βιαιοπραγίες), να εφαρμόσει αυτά. Το εάν αυτό θα γίνει από έναν δικαστικό λειτουργό, δηλαδή εφέτη-ανακριτή, μένει στη Δικαιοσύνη να το αποφασίσει. Η εφαρμογή του νόμου πάντως αρκεί, τόσο για την ειδική όσο και για τη γενική πρόληψη και δεν χρειάζονται ακροβασίες ούτε δρασκελισμοί. Κυρίως δε οι τελευταίοι μπορούν να αποδεδειχθούν μοιραίοι για την έκβαση της διαδικασίας ενώ η επικοινωνιακή φόρτιση που εύλογα αλλά και «τηλεκατευθυνόμενα» (σε βαθμό εκνευριστικό) το ζήτημα έχει αποκτήσει δε βοηθά κανέναν, και πρωτίστως την απονομή δικαιοσύνης. Όποιο και εάν είναι το μέλλον της Χ.Α., οι όροι με τους οποίους σήμερα επιχειρείται η εκκαθάρισή της θα δημιουργήσουν προηγούμενο. Και, σε τελευταία ανάλυση, ακόμη και οι εχθροί του πολιτεύματος δικαιούνται της προστασίας του.
3. Ταυτόχρονα η Πολιτεία πρέπει με ψυχραιμία να επανεξετάσει το νομοθετικό πλαίσιο της το οποίο σχετίζεται με την καταπολέμηση του ρατσισμού: Η νομοθεσία με τη σημερινή της μορφή είναι περίπου προσχηματική και έχει προγραμματισμένη την αχρησία της καθώς ο ισχύων αντιρατσιστικός νόμος 927/1979 επικεντρώνεται σε εγκλήματα λόγου και όχι βίας, περιλαμβάνει ως λόγους αξιόποινης προσβολής τους φυλετικούς, εθνικούς και θρησκευτικούς και όχι και λόγους ταυτότητας φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ενώ δεν υφίσταται καμία πρόβλεψη προστασίας θυμάτων και ουσιωδών μαρτύρων. Περαιτέρω, υπάρχει έλλειψη σύνδεσης του ρατσιστικού κινήτρου με το άρ. 187 ΠΚ περί εγκληματικής οργάνωσης ενώ το ρατσιστικό κίνητρο, έτσι όπως τίθεται στην δικαστική επιμέτρηση της ποινής, ουσιαστικά συνιστά ρήτρα ανέλεγκτης εφαρμογής πρακτικά «αόρατη».
4. Ως εκ τούτου, θα πρέπει άμεσα ο νομοθέτης να ρυθμίσει το ζήτημα της προστασίας αλλοδαπών θυμάτων χωρίς χαρτιά, τα οποία αποτελούν τον κατεξοχήν –όχι αποκλειστικό– στόχο τέτοιων επιθέσεων. Όσο η Πολιτεία δεν παρέχει ένα προστατευτικό πλαίσιο σε αυτά τα πρόσωπα –κατά το πρότυπο της προστασίας θυμάτων trafficking– ουσιαστικά αρνείται σε αυτά την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη και την έννομη προστασία και στέλνει ένα πολιτικό μήνυμα ατιμωρησίας στις «ομάδες κρούσης», οργανωμένες ή μη, αφαιρώντας ταυτόχρονα από την κοινωνία το δικαίωμά της στην ασφάλεια διά της εξιχνίασης και τιμώρησης αυτών των εγκλημάτων. Είναι βέβαιο ότι, λόγω της επίμονης απροθυμίας του νομοθέτη να ρυθμίσει αυτό το πλαίσιο, αλλά και λόγω της έλλειψης πολιτικής βούλησης που ενσαρκώνεται στην απροθυμία των διωκτικών αρχών να ασχοληθούν με αυτά τα εγκλήματα, η δικαιοσύνη έχασε τη δυνατότητα δίωξης δεκάδων τέτοιων εγκλημάτων.
Στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να εξασφαλιστεί η διερεύνηση του ρατσιστικού κινήτρου ήδη από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και ανεξάρτητα από την επιβαρυντική περίσταση κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής. Η τέλεση εγκλήματος με ρατσιστικά κίνητρα θα πρέπει (α) είτε να προβλέπεται ως έγκλημα με ιδιαίτερη νομοτυπική υπόσταση, (β) είτε να συνδυάζεται με επαύξηση της ποινής για κάποιες κατηγορίες εγκλημάτων (π.χ. κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας), (γ) είτε να αποτελεί γενική επιβαρυντική περίσταση, με συγκεκριμένο όμως πλαίσιο ποινής. Ταυτόχρονα, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου οφείλει να δώσει επιτέλους ένας σαφές μήνυμα τιμώρησης των εγκλημάτων μίσους, διασφαλίζοντας την εφαρμογής της με αριθμό 7100/4/3 από 24.5.2006 εγκυκλίου σχετικά με την υποχρέωση διερεύνησης τυχόν ρατσιστικού κινήτρου των καταγγελλόμενων ποινικών αδικημάτων.
ΙΙ. ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ: Η ΞΕΝΟΦΟΒΙΚΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ, Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΦΤΩΧΟΠΟΙΗΣΗΣ ΓΕΝΝΑΕΙ ΝΑΖΙΣΜΟ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΒΙΑ: (ΚΑΙ) ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ.
Η άνοδος του νεοναζισμού και η βίαιη είσοδός του στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο δεν έπεσε από τον ουρανό, δεν είναι θεϊκή τιμωρία, φυσικό φαινόμενο ή αδιερεύνητο καπρίτσιο της μοίρας. Ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών, κοινωνικών, ιστορικών συνθηκών ήρθε να διαψεύσει παταγωδώς γνωστούς μύθους: «στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν ευδοκιμεί η Ακροδεξιά», «οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές». Η Ακροδεξιά ήταν πάντα εδώ. Διάχυτη στην ελληνική πολιτική κουλτούρα σε περιόδους σχετικής πολιτειακής ομαλότητας, κρυσταλλωμένη και συμπαγής σε περιόδους έντασης και εκτροπών.
Το τελευταίο διάστημα η ναζιστική εκδοχή της Ακροδεξιάς τροφοδοτείται από δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας είναι η φτωχοποίηση, η κοινωνική αποδιάρθρωση και η τεράστια απαξίωση του πολιτικού προσωπικού ως αποτέλεσμα της ύφεσης και της βίαιης λιτότητας. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η υιοθέτηση της σκληρής ξενοφοβικής πολιτικής ατζέντας από μια σειρά κυβερνήσεων: από το κυνήγι και την διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών στην παλινόρθωση λογικών αποκλεισμού και περιχαράκωσης στο ζήτημα της ιθαγένειας των παιδιών των μεταναστών. Από τον «Ξένιο Δία» και τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών στην ακραία αστυνομική βία που καλύπτεται από δομική ατιμωρησία. Αυτό το τοξικό πολιτικό περιβάλλον τροφοδοτεί τον νεοναζισμό που ενδημεί πλέον σε δομές του κρατικού μηχανισμού και σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Η αποδόμηση βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων στην εργασία, την υγεία και την παιδεία, από τη μία πλευρά, και η ρητορική και η πρακτική του κοινωνικού μίσους, από την άλλη, αποτελούν ένα μίγμα που θα εξακολουθήσει να τροφοδοτεί τον ρατσισμό και το φασιστικό φαινόμενο, ανεξαρτήτως και πέραν της δικαστικής και πολιτικής τύχης των μελών αλλά και του ίδιου του ναζιστικού μορφώματος. Το μίγμα αυτό περιλαμβάνει την διάχυτη επιθετικότητα κατά όλων εκείνων των ομάδων που αποτελούν τους παραδοσιακούς αποδέκτες του ναζιστικού μίσους. Περιλαμβάνει την απαξίωση των διανοουμένων και την κυριαρχία της ισοπεδωτικής απαξίωσης θεσμών και προσώπων. Περιλαμβάνει τη μνησικακία και τον ακραίο κοινωνικό αυτοματισμό.
Μην ξεχνάμε ότι μέχρι τη δολοφονία του Φύσσα, υπήρχαν πολιτικοί και δημοσιογράφοι που καλούσαν την –κατά τα άλλα «αντισυστημική»– Χ.Α. σε συστράτευση μέσω της αυτοκάθαρσης από «ακραίους», παρουσίαζαν τη Χ.Α. ως την οργάνωση που «περνάει τη γιαγιά απέναντι», ως αγανακτισμένους πολίτες που αυτοδικούν, ως διάφορους συμπαθείς νοικοκυραίους που παντρεύονται ή «άτακτους» εργένηδες με «ταμπού» τατουάζ. Τα τελευταία χρόνια, η οργάνωση αυτή ξεπλύθηκε και νομιμοποιήθηκε με τον πιο χυδαίο τρόπο από το ίδιο σύστημα που τώρα έρχεται να κάνει τον «εκκαθαριστή».
Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης που τώρα διεκδικεί για τον εαυτό του ρόλο πρωταγωνιστή στην «κάθαρση» ήταν το ίδιο Υπουργείο που, όταν γίνονταν φόνοι και επιθέσεις σε βάρος αλλοδαπών, προέκρινε τη νομιμότητα της διαμονής ως ύψιστο αγαθό έναντι και σε βάρος όλων των άλλων αγαθών, ακυρώνοντας την πρόσβαση σε έννομη προστασία θυμάτων και εκπαιδεύοντας μιαν ολόκληρη κοινωνία στην εφαρμοσμένη πρακτική μαζικής κράτησης προσώπων σε άθλιες συνθήκες λόγω «αλλοδαπότητας».
Ήταν το ίδιο Υπουργείο που κατανάλωνε δυνάμεις για να εκκενώσει καταλήψεις κτηρίων που δεν ζητήθηκαν από τον ιδιοκτήτη στο πλαίσιο της «μηδενικής ανοχής στην ανομία», αλλά –όπως εκ του αποτελέσματος παραδέχεται– της πλήρους ανοχής στην πιο άγρια παρανομία. Ο πρώην Υπουργός Υγείας κ. Λοβέρδος, που τώρα κάτι ψάχνει στο χώρο της «κεντροαριστεράς», σε μια χώρα όπου το κράτος πρόνοιας διαλυόταν –και διαλύεται– βίαια, έκανε σημαία του την ποινικοποίηση της οροθετικότητας και της τοξικομανίας.
Ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών κ. Στυλιανίδης, σε ερώτημα του βουλευτή της Χ.Α. Παναγιώταρου σχετικά με τον αριθμό αλλοδαπών παιδιών σε δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, έσπευσε να αποστείλει ερώτημα στις περιφέρειες αυθημερόν και με το χαρακτήρα του «κατεπείγοντος», μην τυχόν και αργήσει να απαντήσει εγκαίρως στο ερώτημα του βουλευτή που λίγο καιρό πριν είχε δημόσια εξαγγείλει ότι θα πετάξει έξω τα αλλοδαπά παιδάκια για να μπουν Έλληνες.
Ο νυν Υπουργός Δικαιοσύνης αναλαμβάνοντας την ηγεσία του υπουργείου δήλωσε αμέσως ότι ο αντιρατσιστικός νόμος δεν είναι στις προτεραιότητες του υπουργείου του και τον έβαλε στον συρτάρι, για να τον βγάλει τώρα κατεπειγόντως κάνοντας δήθεν αυτοκριτική.
Παράλληλα λοιπόν με την αποτελεσματική πολιτική και ποινική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, απαιτείται αναίρεση των πολιτικών εκείνων επιλογών που επιφέρουν τον εκφασισμό τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας και δομών του κρατικού μηχανισμού. Και αυτό είναι θέμα ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.
φωτογραφία: linmtheu