Το «graffiti» ή αλλιώς η «τοιχογραφία» και το «street art» ή αλλιώς η «τέχνη του δρόμου» είναι εκείνες οι συμπεριφορές που, αφ’ ενός θαυμάζονται από πολλούς περαστικούς στο δρόμο που φωτογραφίζουν τα έργα τους, αφ’ ετέρου τιμωρούνται από διατάξεις του ελληνικού ποινικού νόμου. Το θέμα του άρθρου, όμως, δεν είναι αυτό, αν η street art ή κατ’ αρκετούς πιο γενικά «τα graffiti» είναι τέχνη ή έγκλημα. Εδώ παίρνουμε τη θετική πλευρά του νομίσματος: λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι το graffiti ή η street art παράγει έργα τέχνης που ομορφαίνουν την πόλη. Ειδικά, όταν η πόλη συνεργάζεται με τους street artists.

Το graffiti «αναφέρεται σε λέξεις, φιγούρες, εικόνες – φωτογραφίες, καρικατούρες και ζωγραφιές, οι οποίες αποτυπώνονται πάνω σε επιφάνειες, οι ιδιοκτήτες των οποίων δεν έχουν δώσει άδεια γι’ αυτή τη δραστηριότητα». Η street art «αναφέρεται σε μεμβράνες πολυγράφου (στένσιλς), αυτοκόλλητα και σε αφίσες που τοποθετούνται πάνω σε επιφάνειες οι ιδιοκτήτες των οποίων δεν έχουν δώσει άδεια γι’ αυτή τη δραστηριότητα» . Εμείς, ενδιαφερθήκαμε και για τα δύο.

Σαφώς, απαιτεί πολιτικό ρίσκο των δημάρχων ή των αρχών (σχολεία, καφετέριες κτλ.) που επιλέγουν να επιτρέπουν να «βάψουν» γκρι τοίχους ή  κτίρια που έχουν εγκαταλειφθεί . Πολλές φορές όμως, όταν δεν υπάρχει σχετική άδεια ή συνεργασία των artists με κάποιο φεστιβάλ δήμων, επιθυμούν, ακόμη και τότε, να εκφραστούν μέσα από τη ζωγραφική χωρίς άδεια .Και αυτό γιατί θέλουν να περάσουν στον κόσμο ορισμένα μηνύματα τόσο για την παγκόσμια κατάσταση , όσο και την εθνική κατάσταση της χώρας απ’ όπου κατάγεται ο καλλιτέχνης .Έτσι, πολλές συνεργασίες πραγματοποιούνται άτυπα, «εκτός νόμου», όπως π.χ όταν ένας διευθυντής σχολείου επικοινωνεί με δική του πρωτοβουλία με έναν street artist.

Σε συνεργασία με τη δικηγόρο  Ευδοξία Ζ. Φασούλα κάναμε μια μικρή έρευνα σε τρεις περιοχές της Αθήνας, τον Κεραμεικό, την Πλάκα και τον Άλιμο. Στόχος μας ήταν η παρατήρηση και ομαδοποίηση των έργων τέχνης στην εκάστοτε περιοχή, τη σύγκριση μεταξύ των έργων ανά περιοχή και τη διατύπωση ορισμένων παρατηρήσεων που τα αφορούν σχετικά πάντα με το περιβάλλον στο οποίο δημιουργήθηκαν . Το τελευταίο με την ευρεία έννοια, καθώς, μας ενδιέφερε να δούμε τελικά εάν η συνεργασία δήμων / αρχών με τους καλλιτέχνες αποδίδει καλύτερα σε πλαίσιο φεστιβάλ ή πρωτοβουλιών ή εάν οι καλλιτέχνες αποδίδουν καλύτερα μόνοι τους όταν εκείνοι επιλέγουν να εκφραστούν χωρίς σχετική άδεια ή άτυπη συνεργασία τονίζοντας κάποιο μήνυμα προς τα έξω.

Έτσι, λοιπόν, ξεκινώντας από τον Κεραμεικό, περπατήσαμε κατά μήκος της οδού Κωνσταντινουπόλεως κι από την πλευρά της Τεχνόπολης. Από την πρώτη έξοδο και περπατώντας κατά μήκος από τις ράγες του τρένου, παρατηρήσαμε ότι τα περισσότερα «αυτοκόλλητα, συνθήματα και υπογραφές» βρίσκονται στα στενά. Αυτά νοηματοδοτούνται από τον κοινωνικό χώρο – τοποθεσίες και τις ανάλογες επιχειρήσεις που βρίσκονται εκεί. Εξαίρεση αποτέλεσαν το graffiti του street artist INO πάνω στην πλατεία, η οδός Σωφρονίου ( όπου αναγράφεται συνεχώς στον τοίχο ότι «Rebetes not dead») και από την ίδια πλευρά, σε παράλληλο στενό κι αυτό, ένα άλλο έργο της Mayra. Με την προαναφερθείσα σειρά:

graffiti
graffiti
graffiti

Όσον αφορά την άλλη πλευρά του Κεραμεικού, την Τεχνόπολη και τη λεωφόρο της, η αλήθεια είναι ότι σε αυτήν παρατηρήσαμε πάρα πολλά έργα των street artists, καθώς ήταν γεμάτη κυρίως από τρομακτικές μορφές και καρικατούρες σχεδίων πάνω σε χώρους της ίδιας και σε χώρους του δήμου από την απέναντι πλευρά που περπατάς για Θησείο. Φυσικά, νοηματοδοτούνταν κι αυτά από τον κοινωνικό χώρο με αρκετές παραπομπές τόσο στη νυχτερινή ζωή, στην προέλευση του ονόματος της περιοχής (αρκετά έργα είχαν επίκεντρο την παραγωγή του φωτός – ηλεκτρισμού ,λόγω του παλιού εργοστάσιο φωταερίου της Τεχνόπολης) όσο και στον φόβο ή αλλιώς στερεότυπο του εγκλήματος που πιθανόν να νιώσει ή να βιώσει κάποιος όταν περπατά στον Κεραμεικό τη νύχτα ή όταν χρησιμοποιεί τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.

Στη συνέχεια, μεταφερθήκαμε στην Πλάκα. Εκτός από την παρόμοια επιγραφή που βρήκαμε και στην Πλάκα, «Where’s my mind?» μαζί με ένα μικρό  σκίτσο ποδηλάτου, φωτογραφίσαμε αρκετά ενδιαφέροντα έργα γνωστών καλλιτεχνών, όπως των Gonzalo Borondo, Loaf, Dreyk the Pirate και ANTIO΄S. Συγκρίναμε τα σχέδια μεταξύ τους ως προς το μέγεθος, τα χρώματα, τις γραμμές, τις επιλογές τοποθεσίας των έργων (τα περισσότερα ήταν στα Αναφιώτικα) .Παρατηρήσαμε ότι οι καλλιτέχνες της Πλάκας είχαν «δικά τους» δρομάκια για να εκφράσουν τα κοινωνικά μηνύματα που ήθελαν, τα μεγέθη ποικίλαν ανάλογα με τον χώρο του εκάστοτε τοίχου και τέλος, είδαμε, πολλά χρώματα στα σχέδια με φωτεινές αποχρώσεις σε αντίθεση με τα έργα στον Κεραμεικό που είχαν έντονες σκούρες αποχρώσεις.

Τα παρακάτω graffiti είναι του Loaf . Όπως καταλαβαίνετε, το μάτι ως ανθρώπινο όργανο και εργαλείο είναι εκείνο που μας βοηθά να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα εμπειρικά (το πώς θα την ερμηνεύσουμε μετά, είναι ένα άλλο θέμα). Ίσως, ο χώρος που επέλεξε ο καλλιτέχνης (εκτός από την άποψη «άσπρου» τοίχου) να έχει σχέση με αυτό: το στενό αυτό ανηφορικά οδηγεί στα Αναφιώτικα, είναι αρκετά μοναχικό και προτιμά κανείς μία παρέα για να απολαύσει τη θέα. Έτσι, ρομαντικά.

Επόμενος καλλιτέχνης της Πλάκας είναι ο Dreyk the Pirate ο οποίος πρωτοτυπεί με τα σχέδιά του):

graffiti

Ο ANTIO΄S  είναι κι αυτός ένας καλλιτέχνης με ιδιαιτερότητες όπως ο προηγούμενος. Χρησιμοποιούν πινέλο για τη σχεδίαση των καρικατούρων ως επί το πλείστον, επιλέγουν τα συγκεκριμένα προσωπεία, τα χρώματα εναλλάσσονται από μαύρο, μπλε σε κόκκινο και άσπρο και τα έργα τους έχουν τοποθετηθεί σε κτίρια που έχουν εγκαταλειφθεί (σχεδόν όλοι οι street artists, εκεί «χτυπούν»).

Ο τελευταίος καλλιτέχνης στα Αναφιώτικα είναι ο Gonzalo Borondo, ο οποίος διαφέρει ως προς τον τρόπο σχεδιασμού των υπολοίπων διότι δεν χρησιμοποιεί πινέλο με χρώμα αλλά με λάδι. Για τα έργα του θα πρέπει να περπατήσετε αρκετά ψηλά στα Αναφιώτικα, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι παντού και ότι τα έργα σε αιφνιδιάζουν. Το λάδι γίνεται εμφανές με το μάτι. Ξεκάθαρες γραμμές που διαχωρίζουν τα επιμέρους σχήματα δεν φαίνονται.

graffiti
graffiti

Θέλοντας  να «σπάσουμε» το κλασσικό τρίγωνο τοποθεσίας των  graffiti (Πλάκα, Μεταξουργείο, Κεραμεικός) ,επιλέξαμε τον Άλιμο ως τελευταία περιοχή. Με άδεια του Δήμου διοργανώθηκε πέρσι  το Street Art Festival στην οδό Ιωνίας, όπου όλος ο τοίχος που περιφράζει το γήπεδο ποδοσφαίρου από λευκός βάφτηκε ξανά από την αρχή με νέα graffiti.

Ο συγκεκριμένος  τοίχος κοσμεί τον δρόμο με αρκετά μεγάλα και χωρίς αυστηρή συνοχή μεταξύ τους graffiti ως προς τη θεματολογία περνώντας ένα γενικό – κοινό μήνυμα επηρεασμένα από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα: την αβεβαιότητα του ανθρώπινου μέλλοντος. Καλλιτέχνες όπως Simple G, Skitsofrenis, Mayra, River, Πλάτων συμμετείχαν στο φεστιβάλ, ενώθηκαν για να δημιουργήσουν:

graffiti

Κατόπιν, παρατηρήσαμε ότι τα πιο πολλά έργα street art βρίσκονται σε τοίχους σχολείων, παιδικών χαρών, γηπέδων, γενικότερα, όποιος τοίχος έχει σχέση με την εκπαίδευση ανηλίκων και ενηλίκων, όπως βλέπετε παρακάτω.

 

graffiti
graffiti

Μετά από αυτήν την όμορφη περιπλάνηση, καταλήξαμε στο ότι η street art ως «τέχνη του δρόμου» είναι παρεξηγημένη και συνυφασμένη με απλά συνθήματα τα οποία γράφονται σε τοίχους εγκαταλελειμμένων σπιτιών και φυσικά τα ελάχιστα έργα της street art που σας παραθέτουμε εδώ αντιμετωπίζονται από τους κατοίκους, όπως στον Κεραμεικό και στην Πλάκα, ως γενικότεροι βανδαλισμοί. Αντίθετα με αυτήν την αντίληψη, η περιοχή του Αλίμου είναι περισσότερο ευπροσάρμοστη στη street art διότι δεν είναι πυκνοκατοικημένη σαν τις προαναφερθείσες περιοχές (άρα, τα εγκαταλελειμμένα σπίτια είναι ελάχιστα) και είναι ανεκτική, καθώς, όπως είδαμε, η ζωγραφική, ευρύτερα, αποτελεί μέρος επίσημων τοπικών δραστηριοτήτων (σχολεία) αλλά και πολιτιστικών εκδηλώσεων (φεστιβάλ).

Τέλος, όσον αφορά τη θεματολογία των street artists, αυτή, ταιριάζει απόλυτα με τα όσα αναφέρθηκαν – αν μπορούμε να περιγράψουμε – χαρακτηρίσουμε με επίθετα τις περιοχές: ο Κεραμεικός είναι ιδιαίτερα «εκφοβιστικός», η Πλάκα είναι η «ρομαντική» περιοχή  της Αθήνας (για φαγητό, ποτό, ραντεβού κτλ.) και ο Άλιμος είναι πιο «παιδικός», «αθώος».

Κείμενο: Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου & Ευδοξία Φασούλα  |  Επιμέλεια: Βαρβάρα Ζαραβέλη

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ