Σήμερα, η λατέρνα θεωρείται από πολλούς μουσικούς επαγγελματίες κι από την κοινή γνώμη, ότι βρίσκεται σε παρακμιακή κατάσταση όσον αφορά τη δράση της στην κοινωνία αλλά και γενικότερα ως μουσικό όργανο, ότι δεν επιλέγεται από τους νέους ή τους ενήλικες για ακρόαση ή για εκμάθηση. Δεν έχουν άδικο. Αλλά, πόσα γνωρίζουμε για τη λατέρνα, πώς βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση και για ποιους λόγους;
Αυτό το υπέροχο και συνάμα «έξυπνο» μουσικό όργανο, η λατέρνα (la torno : αυτό που γυρίζει), δεν κατάγεται από την Ελλάδα. Φυσικά, η λατέρνα με διάφορες μορφές εμφάνισης υπήρξε και κατά την ιστορική περίοδο του Βυζαντίου και του Μεσαίωνα. Ουσιαστικά, πρόκειται για εσωτερικό πιάνο το οποίο είναι σε σχήμα κυλίνδρου με καρφιά (κάθε καρφί ισούται με μία νότα) και κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1808 στο Bristol της Αγγλίας από έναν κατασκευαστή πιάνων. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε το 1880 από τον Έλληνα Ιωσήφ Αρμάο σε συνεργασία με τον Ιταλό Jugepe Turconi.
Οι λόγοι δημιουργίας της ήταν αρκετοί ώστε να μπορέσει να εξαπλωθεί στην Ευρώπη μαζί με το «μουσικό κουτί» (juke box) με κοινό στόχο και σκοπό τη διασκέδαση όχι μόνο της εκάστοτε αστικής τάξης αλλά και των απλών ανθρώπων στις γειτονιές. Η εκρηκτική εξάπλωση πραγματοποιήθηκε στις ελληνικές παροικίες και κέντρα, δηλαδή, στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάϊρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη κ.ο.κ. Ειδικότερα, σε ταβέρνες, σοκάκια, πανηγύρια, γάμους την καθαρά Δευτέρα, το Πάσχα και την Πρωτομαγιά. Γι’ αυτό, η κοινή γνώμη, την έχει συνδέσει στη μνήμη της με την ελληνική παράδοση ορισμένων μουσικών οργάνων ή και ειδών όπως, ενδεχομένως, το μπαγλαμαδάκι / μπουζούκι ή το ρεμπέτικο, ταυτοχρόνως, με συναισθήματα όπως ο πόνος της ξενιτιάς και η νοσταλγία χαμένων ανθρώπων ή καταστάσεων.
Η επιτυχία της λατέρνας οφείλεται σε τρεις Κωνσταντινουπολίτες: τον Αρμάο, τον Turconi και τον Καρμέλλο. Εκείνοι ήταν οι πρώτοι που τη δημιούργησαν, ανακάλυψαν τον τρόπο κινητής μεταφοράς της, εγγραφής τραγουδιών στον κύλινδρο με τα καρφιά (ή όπως ονομάζεται «σταμπάρισμα» τραγουδιών, από μέσα προς τα έξω βάσει ειδικών χαραγμάτων στο σιδερένιο άξονά της) και την έπαιξαν σε όλες τις προαναφερθείσες κοινωνικές καταστάσεις από το 1855. Η διάρκεια του τραγουδιού καθοριζόταν από την περίμετρο του κυλίνδρου και από την πυκνότητα των καρφιών (μέγιστο: 40΄ – 50΄ λεπτά και ελάχιστο: 25΄ λεπτά). Συνεπώς, μπορούμε να φανταστούμε τη δυσκολία της διαδικασίας του σταμπαρίσματος.
Η λατέρνα έφτασε στην πρώτη κρίση ταυτότητάς της όσον αφορά τη διαχρονικότητά της όταν δημιουργήθηκε το γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο σε συνδυασμό, βέβαια, με την πτώση αξιοπρέπειας της κοινωνίας γενικότερα: η άνοδος της δικτατορίας του Ι. Μεταξά (Έλληνας στρατιωτικός και δικτάτορας στην Ελλάδα την χρονική περίοδο 1936 – 1941) έφερε μαζί της τη νοοτροπία που επικρατεί σήμερα γύρω από τη λατέρνα, δηλαδή, την ταύτισή της με τη φτώχεια, τη ζητιανιά και την τελική απαγόρευση (ποινική απαγόρευση με τους όρους «επαιτεία» και αλητεία ως διάταξη στον Ποινικό Κώδικα) και αναγωγή της σε δραστηριότητα υποκουλτούρας. Πιο πολύ, αυτή η διάθεση και διάταξη υπερίσχυσε την εποχή της χούντας όπου οδηγήθηκαν οργανοπαίκτες στα κρατητήρια τότε. Η αντίληψη αυτή επικράτησε διότι συνδέθηκε με το ρεμπέτικο τραγούδι με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί προτού ποινικοποιηθεί με ευρύ τρόπο.
Η σχετικά μικρή σε διάρκεια αναβίωσή της, μετά τον Ι. Μεταξά (μετά το 1941), ευθύνεται στον ελληνικό κινηματογράφο και ευρύτερα στα πρόσωπα πίσω από αυτόν, στους μεγάλους μουσικοσυνθέτες της Ελλάδας, οι οποίοι επέλεξαν να «ντύσουν» δύο χαρακτηριστικές ταινίες με τη λατέρνα ως κυρίαρχο μουσικό όργανο: «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955) και «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» (1957). Έτσι, για λίγο καιρό, η λατέρνα ξανά έγινε «μόδα» στη διασκέδαση της εποχής.
Εκτός από τον μοναδικό ήχο της, ο οποίος αναγνωρίζεται αμέσως (είτε στο αυτί μας είτε ως μνήμη για τους παλαιότερους), τα χαρακτηριστικά της εμφάνισή της ποικίλουν και είναι αυτά που την ξεχωρίζουν από άλλα μουσικά όργανα τα οποία δεν «ντύνονται». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι οι λατέρνες δεν στολίζονταν στις αρχές της θεμελίωσής της. Όταν άρχισαν, οι φορεσιές, λοιπόν, ήταν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, βελούδινα σκεπάσματα, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις μαζί με εξωτερικά στολίδια όπως κομπολόγια, ντέφι, εικόνες, χάντρες, μεταξωτά λουλούδια (αγκαθωτοί φράγκικοι κισσοί). Παλαιότερα, οι συνηθισμένες εικόνες ήταν εκείνες της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζας Εσκενάζυ. Σήμερα, μπορεί να απεικονίζονται κοπέλες ντυμένες νύφες, να παίζουν μαντολίνο, πλοία με πανιά, Αφρικάνες ή ακόμη ακόμη και κοπέλες που κρατούν τσιγάρο ή να παίζουν με το κολιέ τους. Τα πόδια της λατέρνας ήταν ξυλόγλυπτα και δεν είχαν στολίδια.
Σήμερα, δεν μπορούμε με ακρίβεια να υπολογίσουμε τους λατερνατζήδες στην Ελλάδα αλλά μπορούμε να μιλήσουμε σίγουρα για τους τεχνικούς, οι οποίοι είναι δύο. Οι «οργανοπαίχτες» της Αθήνας, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζουμε, εμφανίζονται στην οδό Ερμού ή γύρω από το Σύνταγμα με εναλλαγές στις περιοχές. Eντοπίσαμε τον κ. Γιώργο Κιζιλή στην Ερμού. Ο κ. Γιώργος κατόπιν πρόσκλησης αναλαμβάνει να παίζει σε εκδηλώσεις γι’ αυτούς που εκτιμούν τη λατέρνα.Για τον κ. Γιώργο η λατέρνα ήταν κατά κάποιον τρόπο «οικογενειακή υπόθεση», αφού βρισκόταν στο σπίτι του πεθερού του ως οικογενειακό κειμήλιο, όντας και εκείνος μουσικός.Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που υπέστη ως ηλεκτρολόγος, αποφάσισε πριν τρία χρόνια να την πάρει και να την βγάλει έξω.
Όσον αφορά την αντίδραση του κόσμου, θεωρεί πως διαφέρει ηλικιακά. «Γενικά, σταματούν, κοιτάζουν, βγάζουν φωτογραφίες και αφήνουν αυτό που μπορεί ο καθένας οικονομικά να αφήσει. Τους αρέσει ο ήχος. Ειδικά σε αυτούς που τη γνωρίζουν. Όμως, υπάρχουν και οι νέοι που απλώς βγάζουν φωτογραφίες και μερικές φορές μιλούν άσχημα. Δεν υπάρχει παιδεία σήμερα στους νέους. Αυτό το λέω γιατί για μένα είναι η εργασία μου, το μέσο με το οποίο κάνω την καθημερινή δουλειά μου και από τη στιγμή που χαίρεσαι να ακούς ή να τη βγάζεις φωτογραφία, από θέμα αξιοπρέπειας και μόνο, καλό είναι να μην εκτίθεσαι με το να μην αφήνεις τίποτα» αναφέρει χαρακτηριστικά. Όσο για το πόσα τραγούδια είναι «σταμπαρισμένα» στη λατέρνα του, αναφέρει πως «Είναι εννιά γνωστά τραγούδια τα οποία τα αλλάζω κινώντας και βγάζοντας στιγμιαία έναν εξωτερικό μοχλό και από εκεί καταλαβαίνεις αν ο άλλος που παίζει λατέρνα είναι γνήσια αυτή που έχει ή κρύβει κασετόφωνο από μέσα. Υπάρχουν τεχνικοί στην Ελλάδα που μπορούν να σου βάλουν περισσότερα».
Τέλος να αναφερθεί, γενικότερα, όσον αφορά τη δισκογραφία και τις εκδόσεις γύρω από τη λατέρνα για όποιον / όποια ενδιαφέρεται, έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Music Corner το βιβλίο του Πάνου Ιωαννίδη «Λατέρνα – Η αρχόντισσα του δρόμου», στο οποίο εμπεριέχονται και CD με 18 ηχογραφήσεις από λατέρνες που έχει κατασκευάσει ο ίδιος στο εργαστήριό του. Επίσης έχει γυριστεί κι ένα ντοκυμαντέρ, «Η καλλονή του Πέρα» σε σκηνοθεσία Σονέρ Σεβγκιλί, στο πλαίσιο «Πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης – Κωνσταντινούπολη 2010» μαζί με ένα CD ηχογράφησης με τραγούδια των Ελλήνων και των Τούρκων ίδιας μελωδίας και στίχων.
Κείμενο: Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου | Επιμέλεια: Βαρβάρα Ζαραβέλη
Φωτογραφίες: Άννα Παντελιά