Σε συνέντευξή του στον David Barsamian, o Νόαμ Τσόμσκι αναλύει τα εγχώρια και γεωπολιτικά διακυβεύματα της διακυβέρνησης Τραμπ, προτείνοντας μια προσεκτική κριτική ανάγνωση των γεγονότων πέρα από τα επιφαινόμενα.
Συνέντευξη στον David Barsamian
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
David Barsamian: Μιλήσατε για τη διαφορά ανάμεσα στη γελοιότητα του Τραμπ, η οποία παρουσιάζεται αδιάκοπα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, και στις πραγματικές πολιτικές που προσπαθεί να εφαρμόσει, στις οποίες δίδεται λιγότερη προσοχή. Πιστεύετε ότι υπάρχει συνοχή στους οικονομικούς, πολιτικούς ή διεθνείς στόχους της πολιτικής του; Τι κατάφερε πραγματικά να επιτύχει ο Tραμπ κατά τους πρώτους μήνες στο αξίωμά του;
Noam Chomsky: Υπάρχει μια διαδικασία περισπασμού σε εξέλιξη, η οποία είναι ίσως απλώς ένα φυσικό αποτέλεσμα των τάσεων της φιγούρας που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο προσκήνιο και εκείνων που εργάζονται στο παρασκήνιο.
Σε ένα επίπεδο, οι γελοιότητες του Τραμπ εξασφαλίζουν ότι η προσοχή επικεντρώνεται σε αυτόν – το πώς δεν έχει σημασία. Ποιος θυμάται την κατηγορία ότι εκατομμύρια μεταναστών χωρίς χαρτιά ψήφισαν υπέρ της Κλίντον, στερώντας από το αξιοθρήνητο ανθρωπάκι την Μεγάλη του Νίκη; Ή την κατηγορία ότι ο Ομπάμα είχε εγκαταστήσει σύστημα παρακολουθήσεων στον Trump Tower;
Οι ίδιοι οι ισχυρισμοί δεν έχουν σημασία. Αρκεί να αποσπαστεί η προσοχή από αυτό που συμβαίνει στο παρασκήνιο. Εκεί, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, το πιο άγριο άκρο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος προχωράει προσεκτικά τις πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί για να πλουτίσουν την πραγματική του εκλογική περιφέρεια: την εκλογική περιφέρεια της ιδιωτικής εξουσίας και του πλούτου, “τους αφέντες της ανθρωπότητας”, για να δανειστώ τη φράση του Άνταμ Σμιθ.
Αυτές οι πολιτικές θα βλάψουν τον πληθυσμό που δεν σχετίζεται με όλα αυτά, και θα καταστρέψουν τις μελλοντικές γενιές, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που ενδιαφέρει τους Ρεπουμπλικάνους. Προσπαθούν εδώ και χρόνια να περάσουν μια παρόμοια καταστροφική νομοθεσία.
Ο Πωλ Ράιαν, για παράδειγμα, διαφήμιζε από καιρό το ιδεώδες του να εξαλείψει ουσιαστικά την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, εκτός από τις εξυπηρετήσεις που προσφέρει στην Περιφέρεια, αν και στο παρελθόν έχει τυλίξει τις προτάσεις του σε υπολογιστικά φύλλα, ώστε να φαίνονται σχολαστικά τεκμηριωμένες στους σχολιαστές.
Τώρα, ενώ η προσοχή επικεντρώνεται στις τελευταίες τρέλες του Tραμπ, η συμμορία του Ράιαν και η εκτελεστική εξουσία προωθούν νόμους και διατάξεις που υπονομεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, υποβαθμίζουν την προστασία των καταναλωτών και βλάπτουν σοβαρά τις αγροτικές κοινότητες. Επιδιώκουν να καταστρέψουν τα προγράμματα υγείας, να ανακαλέσουν τους φόρους για τη χρηματοδότησή τους, με σκοπό να πλουτίσουν περαιτέρω την εκλογική τους Περιφέρεια και να ξεκοιλιάσουν τον νόμο Dodd-Frank, ο οποίος επέβαλε κάποιους απαραίτητους περιορισμούς στο αρπακτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που αναπτύχθηκε κατά τη νεοφιλελεύθερη περίοδο.
Αυτό είναι απλώς ένα δείγμα του πώς η μπάλα κατεδαφίσεων χρησιμοποιείται από το πρόσφατα ενδυναμωμένο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Πράγματι, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν είναι πλέον ένα πολιτικό κόμμα με την παραδοσιακή έννοια. Οι συντηρητικοί πολιτικοί αναλυτές Thomas Mann και Norman Ornstein το περιέγραψαν με μεγαλύτερη ακρίβεια ως μια «ριζοσπαστική εξέγερση», που έχει εγκαταλείψει την κανονική κοινοβουλευτική πολιτική.
Πολλά από αυτά διεξάγονται μυστικά, σε κλειστές συνεδρίες, με όσο το δυνατό μικρότερη δημόσια αναγγελία. Άλλες πτυχές της πολιτικής των ρεπουμπλικάνων είναι πιο ανοικτές, όπως η απόσυρση από τη συμφωνία για το κλίμα του Παρισιού, η οποία απομονώνει έτσι τις Η.Π.Α. ως κράτος-παρία που αρνείται να συμμετάσχει στις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της επικείμενης περιβαλλοντικής καταστροφής. Ακόμη χειρότερα, έχουν την πρόθεση να μεγιστοποιήσουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων των πιο επικίνδυνων, να καταργήσουν τους κανονισμούς και να μειώσουν δραστικά την έρευνα και την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας, που σύντομα θα είναι απαραίτητες για μια αξιοπρεπή επιβίωση.
Υπάρχει ένα μείγμα λόγων πίσω από αυτήν την πολιτική. Μερικοί απλώς εξυπηρετούν την εκλογική πελατεία. Άλλοι προκαλούν ελάχιστη ανησυχία στους «αφέντες της ανθρωπότητας», αλλά έχουν σχεδιαστεί για να συγκρατήσουν τμήματα του μπλοκ ψηφοφόρων που οι Ρεπουμπλικανοί έχουν καταφέρει να μαζέψουν, καθώς η πολιτική των ρεπουμπλικάνων έχει μετατοπιστεί μέχρι στιγμής τόσο πολύ στα δεξιά ώστε οι πραγματικές προτάσεις τους να μην προσελκύουν ψηφοφόρους.
Για παράδειγμα, ο τερματισμός της υποστήριξης στον οικογενειακό προγραμματισμό δεν αποτελεί υπηρεσία στην εκλογική πελατεία. Πράγματι, αυτή η κοινωνική ομάδα είναι εκείνη που μπορεί, κατά κύριο λόγο, να στηρίξει τον οικογενειακό προγραμματισμό. Ο τερματισμός όμως αυτής της στήριξης απευθύνεται στην ευαγγελική χριστιανική βάση: στους ψηφοφόρους που κλείνουν τα μάτια τους απέναντι στο γεγονός ότι στην πραγματικότητα υποστηρίζουν περισσότερες ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και, ως εκ τούτου, αυξάνουν τη συχνότητα προσφυγής σε αμβλώσεις υπό επιβλαβείς, ακόμη και επικίνδυνες για τη ζωή, συνθήκες.
Δεν μπορεί να επιρριφθεί όλη η ευθύνη στον απατεώνα που είναι κατ’ όνομα υπεύθυνος για τις αλλόκοτες επιλογές προσώπων στην κυβέρνησή του, ή για τις δυνάμεις του Κογκρέσου που εξαπέλυσε. Ορισμένες από τις πιο επικίνδυνες εξελίξεις στο πλαίσιο της διακυβέρνησης Τράμπ εντοπίζονται στις πρωτοβουλίες που είχαν ληφθεί από την κυβέρνηση Ομπάμα, πρωτοβουλίες που πέρασαν, βεβαίως, υπό την πίεση του Ρεπουμπλικανικού Κογκρέσου.
Οι πιο επικίνδυνες από αυτές τις πρωτοβουλίες έχουν ελάχιστα αναφερθεί από τα ΜΜΕ. Μια πολύ σημαντική μελέτη στο Δελτίο των Ατομικών Επιστημόνων, που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2017, αποκαλύπτει ότι το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των πυρηνικών όπλων του Ομπάμα έχει αυξήσει «τη συνολική φονική ισχύ των υφιστάμενων βαλλιστικών πυραυλικών δυνάμεων των ΗΠΑ κατά περίπου τρεις φορές, και δημιουργεί τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην περίπτωση που ένα κράτος με πυρηνικά όπλα σχεδίαζε να αποκτήσει την ικανότητα να πολεμήσει και να κερδίσει έναν πυρηνικό πόλεμο, αφοπλίζοντας τους εχθρούς του με ένα πρώτο αιφνιδιαστικό πλήγμα».
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, αυτή η νέα ικανότητα υπονομεύει τη στρατηγική σταθερότητα από την οποία εξαρτάται η ανθρώπινη επιβίωση. Και η ψυχρή ιστορία καταστροφών που απετράπησαν την τελευταία στιγμή και απερίσκεπτης συμπεριφοράς ηγετών στο παρελθόν, δείχνει μόνο πόσο εύθραυστη είναι η επιβίωσή μας. Τώρα το πρόγραμμα αυτό προωθείται υπό τη διακυβέρνηση του Τραμπ. Αυτές οι εξελίξεις, μαζί με την απειλή περιβαλλοντικής καταστροφής, επισκιάζουν οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά ελάχιστα συζητούνται, ενώ η προσοχή αποσπάται από τις παραστάσεις που δίνει ο σόουμαν στο προσκήνιο.
Είναι ασαφές το αν το Τραμπ έχει κάποια ιδέα για το τι κάνουν ο ίδιος και τα κομματικά πρωτοπαλλήκαρά του. Ίσως είναι απόλυτα αυθεντικός: ένας αμαθής, μυγιάγγιχτος μεγαλομανής, του οποίου η μόνη ιδεολογία είναι ο εαυτός του. Αλλά αυτό που συμβαίνει υπό την εξουσία της εξτρεμιστικής πτέρυγας της Ρεπουμπλικανής οργάνωσης είναι πάρα πολύ ξεκάθαρο.
DB: Βλέπετε κάποια ενθαρρυντική δραστηριότητα από την πλευρά των Δημοκρατικών; Ή μήπως είναι καιρός να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για ένα τρίτο κόμμα;
NC: Υπάρχουν πολλά που πρέπει να σκεφτούμε. Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των εκλογών του 2016 ήταν η εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς, η οποία έσπασε το μοτίβο που είχε καθιερωθεί για περισσότερο από έναν αιώνα πολιτικής ιστορίας των ΗΠΑ.
Ένα σημαντικό σώμα έρευνας των πολιτικών επιστημών αποδεικνύει πειστικά ότι οι εκλογές λίγο-πολύ αγοράζονται. Η χρηματοδότηση της καμπάνιας από μόνη της είναι ένας αξιοσημείωτα καλός παράγοντας πρόβλεψης της εκλογιμότητας τόσο για το Κογκρέσο, όσο και για την προεδρία. Προβλέπει επίσης τις αποφάσεις των εκλεγμένων αξιωματούχων.
Αντίστοιχα, μια σημαντική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος –εκείνων που βρίσκονται χαμηλότερα στην εισοδηματική κλίμακα– είναι ουσιαστικά αποστερημένη από πολιτικά δικαιώματα, καθώς οι εκπρόσωποί τους αγνοούν τις προτιμήσεις τους.
Υπό το πρίσμα αυτό, δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη η νίκη ενός δισεκατομμυριούχου τηλεοπτικού αστέρα με σημαντική υποστήριξη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης: άμεση στήριξη από το μεγαλύτερο καλωδιακό κανάλι, το Fox του Ρούπερτ Μέρντοχ, και από τους δεξιόστροφους ραδιοφωνικούς σταθμούς με μεγάλη επιρροή. Έμμεση, αλλά απλόχερη υποστήριξη από τα υπόλοιπα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία ενθουσιάστηκαν από τις γελοιότητες του Τραμπ και τα διαφημιστικά έσοδα που εισέρρεαν άφθονα.
Η εκστρατεία του Σάντερς, από την άλλη πλευρά, αποσπάστηκε από το καθιερωμένο μοντέλο. Ο Σάντερς ήταν ελάχιστα γνωστός. Δεν είχε ουσιαστικά καμία υποστήριξη από τις κύριες πηγές χρηματοδότησης, αγνοήθηκε ή χλευάστηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και αυτοχαρακτηρίστηκε με την τρομακτική λέξη “σοσιαλιστής”. Ωστόσο, είναι πλέον με μεγάλη διαφορά το πιο δημοφιλές πολιτικό πρόσωπο στη χώρα.
Τουλάχιστον, η επιτυχία της εκστρατείας του Σάντερς δείχνει ότι μπορούν να υποστηριχθούν πολλές επιλογές, ακόμη και μέσα στο αποχαυνωτικό δικομματικό πλαίσιο, με όλα τα θεσμικά εμπόδια που υπάρχουν στο να απαλλαγούμε από αυτό. Κατά τη διάρκεια των ετών της διακυβέρνησης Ομπάμα, το Δημοκρατικό Κόμμα διαλύθηκε σε τοπικό και πολιτειακό επίπεδο. Το κόμμα είχε εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό την εργατική τάξη χρόνια νωρίτερα, ακόμα περισσότερο με τις εμπορικές και δημοσιονομικές πολιτικές του Κλίντον, που υπονόμευσαν την αμερικανική παραγωγή και την αρκετά σταθερή απασχόληση που παρείχε.
Δεν υπάρχει έλλειψη προοδευτικών προτάσεων πολιτικής. Το πρόγραμμα που αναπτύχθηκε από τον Ρόμπερτ Πόλιν, στο βιβλίο του Greening the Global Economy, είναι μια πολύ ελπιδοφόρα προσέγγιση. Το έργο του Γκαρ Αλπέροβιτς για την οικοδόμηση μιας αυθεντικής δημοκρατίας που βασίζεται στην αυτοδιαχείριση των εργαζομένων είναι ένα άλλο. Οι πρακτικές υλοποιήσεις αυτών των προσεγγίσεων και των σχετικών ιδεών διαμορφώνονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Οι δημοφιλείς οργανώσεις, μερικές από τις οποίες είναι προεκτάσεις της εκστρατείας του Σάντερς, ασχολούνται ενεργά με την αξιοποίηση των πολλών ευκαιριών που είναι διαθέσιμες.
Ταυτοχρόνως, το καθιερωμένο δικομματικό πλαίσιο, αν και αξιοσέβαστο, δεν είναι σε καμία περίπτωση πανάκεια. Δεν είναι μυστικό ότι τα τελευταία χρόνια οι παραδοσιακοί πολιτικοί θεσμοί έχουν υποχωρήσει στις βιομηχανικές δημοκρατίες, υπό την επίδραση του λεγόμενου «λαϊκισμού». Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται μάλλον χαλαρά για να αναφερθούμε στο κύμα δυσαρέσκειας, θυμού και περιφρόνησης των θεσμών, που συνοδεύει τη νεοφιλελεύθερη επίθεση της προηγούμενης γενιάς, η οποία οδήγησε στη στασιμότητα για την πλειοψηφία, παράλληλα με μια θεαματική συγκέντρωση πλούτου στα χέρια των ολίγων.
Η λειτουργική δημοκρατία διαβρώνεται ως φυσικό αποτέλεσμα της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης, η οποία μεταφράζεται ταυτόχρονα σε πολιτική εξουσία με οικεία μέσα, αλλά διαβρώνεται και για λόγους βαθύτερους, που αφορούν περισσότερο το επίπεδο των αρχών.
Το δογματικό πρόσχημα είναι ότι η μεταφορά της λήψης αποφάσεων από τον δημόσιο τομέα στην «αγορά» συμβάλλει στην ατομική ελευθερία, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η μεταβίβαση γίνεται από δημόσιους θεσμούς– στους οποίους οι ψηφοφόροι έχουν κάποιο δικαίωμα λόγου, στον βαθμό που λειτουργεί η δημοκρατία– προς τις ιδιωτικές τυραννίες, τις εταιρείες που κυριαρχούν στην οικονομία, στις οποίες οι ψηφοφόροι δεν έχουν κανένα λόγο.
Στην Ευρώπη, υπάρχει ακόμη πιο άμεση μέθοδος υπονόμευσης της δημοκρατίας: η τοποθέτηση κρίσιμων αποφάσεων στα χέρια της μη εκλεγμένης τρόικας –του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– η οποία νοιάζεται για τις τράπεζες του Βορρά και την κοινότητα των πιστωτών, και όχι για τον κόσμο που ψηφίζει.
Αυτές οι πολιτικές είναι αφοσιωμένες στο να εξασφαλίσουν ότι η κοινωνία δεν υπάρχει πλέον – την περίφημη περιγραφή της Μάργκαρετ Θάτσερ για τον κόσμο όπως αυτή τον αντιλαμβανόταν, ή ακριβέστερα όπως αυτή ήλπιζε να τον διαμορφώσει: έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα.
Αυτή ήταν η ασύγνωστη παράφραση από τη Θάτσερ της δριμείας καταδίκης του Μαρξ για την καταστολή στη Γαλλία, η οποία άφησε την κοινωνία σαν «ένα σακί με πατάτες», μια άμορφη μάζα που δεν μπορεί να λειτουργήσει. Στη σύγχρονη περίπτωση, ο τύραννος δεν είναι ο αυταρχικός ηγεμόνας, τουλάχιστον στη Δύση, αλλά συγκεντρώσεις ιδιωτικής εξουσίας.
Η κατάρρευση των κεντρώων κυβερνητικών θεσμών ήταν εμφανής στις εκλογές: στη Γαλλία στα μέσα του 2017 και στις Ηνωμένες Πολιτείες λίγους μήνες νωρίτερα, όπου οι δύο υποψήφιοι που κινητοποίησαν τις λαϊκές δυνάμεις ήταν οι Σάντερς και Τραμπ, αν και ο Tραμπ δεν έχασε χρόνο να επιδείξει τη δολιότητα του «λαϊκισμού» του, εξασφαλίζοντας γρήγορα ότι τα σκληρότερα στοιχεία του παλιού κατεστημένου θα παραμείνουν σταθερά στη θέση τους στην εξουσία, στον τρυφηλό τους «βάλτο».
Αυτές οι διαδικασίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σπάσιμο του άκαμπτου αμερικανικού συστήματος μονοκομματικής επιχειρηματικής εξουσίας με τις δύο ανταγωνιστικές φατρίες και με διάφορα μπλοκ ψηφοφόρων κατά καιρούς. Θα μπορούσαν να δώσουν την ευκαιρία για την εμφάνιση ενός γνήσιου «λαϊκού κόμματος», ενός κόμματος στο οποίο το μπλοκ των ψηφοφόρων είναι οι πραγματικοί ψηφοφόροι και του οποίου οι κατευθυντήριες αξίες αξίζουν σεβασμό.
DB: Το πρώτο ταξίδι του Tραμπ στο εξωτερικό ήταν στη Σαουδική Αραβία. Ποια είναι η σημασία αυτής της επιλογής κατά τη γνώμη σας και τι σημαίνει για τις ευρύτερες πολιτικές της Μέσης Ανατολής; Και τι συμπέρασμα βγάζετε από την έχθρική στάση του Tραμπ προς το Ιράν;
NC: Η Σαουδική Αραβία είναι το είδος του τόπου όπου ο Tραμπ αισθάνεται σαν στο σπίτι του: μια βάναυση δικτατορία, άθλια κατασταλτική (διαβόητη για την παραβίαση των δικαιωμάτων των γυναικών, αλλά και για πολλούς άλλους τομείς), ο κορυφαίος παραγωγός πετρελαίου (που τώρα ξεπεράστηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες) και με πολλά χρήματα.
Το ταξίδι παρήγαγε υποσχέσεις για μαζικές πωλήσεις όπλων –χαροποιώντας πολύ τους ψηφοφόρους της εκλογικής περιφέρειας – και αόριστους υπαινιγμούς για άλλα Σαουδαραβικά δώρα. Μία από τις συνέπειες ήταν ότι οι Σαουδάραβες φίλοι του Tραμπ έλαβαν το πράσινο φως για να κλιμακώσουν τις επαίσχυντες θηριωδίες τους στην Υεμένη και να πειθαρχίσουν το Κατάρ, που ήταν μια σκιά υπερβολικά ανεξάρτητη από τους Σαουδάραβες αφέντες. Το Ιράν είναι παράγοντας εκεί. Το Κατάρ μοιράζεται ένα πεδίο φυσικού αερίου με το Ιράν και έχει εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με αυτό, κάτι που αποδοκιμάζεται από τους Σαουδάραβες και τους βαθιά αντιδραστικούς εταίρους τους.
Το Ιράν θεωρείται εδώ και πολύ καιρό από τους ηγέτες των Η.Π.Α. και από τον σχολιασμό των μέσων ενημέρωσης των ΗΠΑ ως εξαιρετικά επικίνδυνο, ίσως η πιο επικίνδυνη χώρα του πλανήτη. Αυτό ανάγεται σε καιρούς πολύ πριν από τον Τραμπ.
Στο δογματικό σύστημα, το Ιράν είναι μια διπλή απειλή: είναι ο κυριότερος υποστηρικτής της τρομοκρατίας και τα πυρηνικά του προγράμματα αποτελούν μια υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ, αν όχι για ολόκληρο τον κόσμο. Είναι τόσο επικίνδυνο, ώστε ο Ομπάμα έπρεπε να εγκαταστήσει ένα προηγμένο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας κοντά στα ρωσικά σύνορα για να προστατεύσει την Ευρώπη από τα ιρανικά πυρηνικά όπλα – όπλα τα οποία δεν υπάρχουν, και τα οποία, σε κάθε περίπτωση, οι ιρανοί ηγέτες θα χρησιμοποιούσαν, εφ’ όσον τα είχαν, μόνο εάν είχαν την επιθυμία να να αποτεφωθούν αμέσως μετά, σε ανταπόδοση.
Αυτό είναι το δογματικό σύστημα. Στον πραγματικό κόσμο, η υποστήριξη του Ιράν προς την τρομοκρατία μεταφράζεται στη στήριξη της Χεζμπολάχ, η οποία είναι ο μοναδικός αποτρεπτικός παράγοντας για μια ακόμα καταστρεπτική ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο και της Χαμάς, η οποία κέρδισε ελεύθερες εκλογές στη Λωρίδα της Γάζας – ένα έγκλημα που επέφερε αμέσως σκληρές κυρώσεις και οδήγησε την αμερικανική κυβέρνηση να προετοιμάσει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Και οι δύο οργανώσεις, είναι αλήθεια, μπορούν να κατηγορηθούν για τρομοκρατικές πράξεις, αν και επ’ ουδενί κοντά στο μέγεθος της τρομοκρατίας που πηγάζει από τη συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας στο σχηματισμό και τις δράσεις τζιχαντιστικών δικτύων.
Όσον αφορά τα προγράμματα πυρηνικών όπλων του Ιράν, η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών επιβεβαίωσε αυτό που ο καθένας μπορεί εύκολα να υπολογίσει από μόνος του: εάν υπάρχουν, αποτελούν μέρος της αποτρεπτικής στρατηγικής του Ιράν.
Υπάρχει επίσης το ανομολόγητο γεγονός ότι οποιαδήποτε ανησυχία για τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράν θα μπορούσε να μετριαστεί με τον απλό τρόπο να ληφθεί υπόψη το αίτημα του Ιράν να δημιουργηθεί μια ζώνη απαλλαγμένη από ΟΜΚ στη Μέση Ανατολή. Μια τέτοια ζώνη υποστηρίζεται έντονα από τα αραβικά κράτη και το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου και εμποδίζεται κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επιθυμούν να προστατεύσουν τις δυνατότητες του Ισραήλ όσον αφορά τα όπλα μαζικής καταστροφής.
Δεδομένου ότι το δογματικό σύστημα, σε μια απλή θεώρησή του, καταρρέει, έχουμε το καθήκον να βρούμε τους πραγματικούς λόγους για την εχθρική στάση των ΗΠΑ προς το Ιράν. Οι πιθανότητες έρχονται άμεσα στο μυαλό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ δεν μπορούν να ανεχτούν μια ανεξάρτητη δύναμη σε μια περιοχή την οποία θεωρούν δικαιωματικά δική τους. Ένα Ιράν με πυρηνικό αποτρεπτικό δυναμικό είναι απαράδεκτο για τα αδίστακτα κράτη που θέλουν να λυμαίνονται με όποιο τρόπο επιθυμούν όλη τη Μέση Ανατολή. Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό. Το Ιράν δεν μπορεί να συγχωρεθεί για την ανατροπή του δικτάτορα που εγκατέστησε η Ουάσιγκτον με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα το 1953, ένα πραξικόπημα που κατέστρεψε το κοινοβουλευτικό καθεστώς του Ιράν μαζί με την υπέρμετρη πεποίθησή του ότι το Ιράν θα μπορούσε να διεκδικήσει τους φυσικούς του πόρους. Ο κόσμος είναι πολύ περίπλοκος για κάθε απλή περιγραφή, αλλά αυτό μου φαίνεται ότι είναι ο πυρήνας της όλης ιστορίας.
Επίσης, δεν θα έβλαπτε να υπενθυμίσω ότι τις τελευταίες έξι δεκαετίες, δεν πέρασε σχεδόν ούτε μία μέρα που η Ουάσιγκτον να μην βασανίζει τους Ιρανούς.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1953, ήρθε η υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών για έναν δικτάτορα που η Διεθνής Αμνηστία περιέγραψε ως τον μεγαλύτερο παραβάτη των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αμέσως μετά την ανατροπή του, επήλθε η υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ εισβολή στο Ιράν από τον Σαντάμ Χουσεΐν που δεν είναι και μικρό πράγμα. Εκατοντάδες χιλιάδες Ιρανοί σκοτώθηκαν, πολλοί από χημικά όπλα.
Η υποστήριξη του Ρέιγκαν για τον φίλο του Σαντάμ ήταν τόσο ακραία, που όταν το Ιράκ επιτέθηκε σε ένα αμερικανικό πλοίο, το USS Stark, σκοτώνοντας 37 αμερικανικούς ναυτικούς, δέχτηκε μόνο ένα ελαφρό χτύπημα στον καρπό σε απάντηση. Ο Ρέιγκαν επίσης προσπάθησε να κατηγορήσει το Ιράν για τις τρομακτικές επιθέσεις χημικού πολέμου του Σαντάμ στους Ιρακινούς Κούρδους.
Τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρενέβησαν άμεσα στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, οδηγώντας στην πικρή συνθηκολόγηση του Ιράν. Στη συνέχεια, ο Τζωρτζ Χ. Γ. Μπους προσκάλεσε ιρακινούς μηχανικούς πυρηνικών στις Ηνωμένες Πολιτείες για προηγμένη κατάρτιση στην παραγωγή πυρηνικών όπλων: μια εξαιρετική απειλή για το Ιράν, πέρα από τις άλλες επιπτώσεις του. Και, φυσικά, η Ουάσινγκτον υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από τις σκληρές κυρώσεις εναντίον του Ιράν που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Ο Τραμπ, από την πλευρά του, έχει συνταχθεί με τους πιο σκληρούς και καταπιεστικούς δικτάτορες στις ύβρεις τους κατά του Ιράν. Όπως συμβαίνει, το Ιράν διεξήγαγε εκλογές κατά τη διάρκεια του πολυδάπανου ταξιδιού του Τραμπ στη Μέση Ανατολή – εκλογές οι οποίες, όσα ψεγάδια και αν είχαν, θα ήταν αδιανόητες στη χώρα των Σαουδαράβων οικοδεσποτών του, οι οποίοι επίσης αποτελούν την πηγή του ριζοσπαστικού ισλαμισμού που δηλητηριάζει την περιοχή. Αλλά η αμερικανική έχθρα κατά του Ιράν πάει πολύ πέρα από τον ίδιο τον Τραμπ. Περιλαμβάνει όσους θεωρούνται “ενήλικες” στη διοίκηση του Tραμπ, όπως ο Τζέιμς “Mad Dog”, ο υπουργός Αμύνης. Και εκτείνεται βαθιά στο παρελθόν.
DB: Ποια είναι τα στρατηγικά ζητήματα που αφορούν την Κορέα; Μπορεί να γίνει κάτι για να εκτονωθεί η αυξανόμενη διαμάχη;
NC: Η Κορέα υπήρξε ένα κακοφορμισμένο πρόβλημα από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ελπίδες των Κορεατών για ενοποίηση της χερσονήσου εμποδίστηκαν από την παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, με πρωταρχική ευθύνη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η βορειοκορεατική δικτατορία μπορεί να κερδίζει το βραβείο βίας και καταπίεσης, αλλά επιδιώκει, και σε κάποιο βαθμό επιτυγχάνει, οικονομική ανάπτυξη, παρά το συντριπτικό βάρος ενός τεράστιου στρατιωτικού συστήματος. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει βεβαίως ένα ολοένα αυξανόμενο οπλοστάσιο πυρηνικών όπλων και πυραύλων, που αποτελούν απειλή για την περιοχή και, μακροπρόθεσμα, για χώρες πέραν αυτής, αλλά η αποστολή του είναι αποτρεπτική. Το βορειοκορεατικό καθεστώς είναι απίθανο να το εγκαταλείψει, εφόσον εξακολουθεί να απειλείται με καταστροφή.
Σήμερα, μας δασκαλεύουν ότι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο κόσμος είναι να εξαναγκάσει τη Βόρεια Κορέα να παγώσει αυτά τα πυρηνικά και πυραυλικά προγράμματα. Ότι ίσως πρέπει να καταφύγουμε σε περισσότερες κυρώσεις, κυβερνοπόλεμο, εκφοβισμό, στην ανάπτυξη του αντιπυραυλικού συστήματος THAAD, το οποίο θεωρεί η Κίνα ως σοβαρή απειλή για τα δικά της συμφέροντα· ίσως ακόμη και σε άμεση επίθεση στη Βόρεια Κορέα, η οποία, εννοείται, θα προκαλούσε αντίποινα με μαζικό βομβαρδισμό πυροβολικού, που θα κατέστρεφε τη Σεούλ και μεγάλο μέρος της Νότιας Κορέας ακόμη και χωρίς τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Υπάρχει όμως και μια άλλη επιλογή, η οποία φαίνεται να αγνοείται: θα μπορούσαμε απλώς να δεχτούμε την προσφορά της Βόρειας Κορέας να κάνει ό,τι απαιτούμε.
Η Κίνα και η Βόρεια Κορέα έχουν ήδη προτείνει το πάγωμα των πυρηνικών και πυραυλικών προγραμμάτων της Βόρειας Κορέας. Ωστόσο, η πρόταση απορρίφθηκε αμέσως από την Ουάσινγκτον, ακριβώς όπως και πριν από δύο χρόνια, διότι περιλαμβάνει ένα quid pro quo: καλεί τις Ηνωμένες Πολιτείες να σταματήσουν τις απειλητικές στρατιωτικές τους ασκήσεις στα σύνορα της Βόρειας Κορέας, συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων βομβαρδισμών με πυρηνικά από Β-52.
Η σινοβορειοκορεατική πρόταση δεν είναι παράλογη. Οι Βορειοκορεάτες θυμούνται καλά ότι η χώρα τους κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε από αμερικανικούς βομβαρδισμούς και πολλοί μπορεί να θυμούνται ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ βομβάρδιζαν μεγάλα φράγματα όταν δεν είχαν απομείνει άλλοι στόχοι. Υπήρχαν χαρούμενες αναφορές σε αμερικανικά στρατιωτικά έντυπα για το συναρπαστικό θέαμα μιας τεράστιας πλημμύρας νερού που σαρώνει τις φυτείες ρυζιού από τις οποίες εξαρτάται ο “ασιάτης” για την επιβίωσή του. Είναι πολύ χρήσιμο να διαβαστούν, είναι ένα χρήσιμο κομμάτι της ιστορικής μνήμης.
Η προσφορά για το πάγωμα των πυρηνικών και πυραυλικών προγραμμάτων της Βόρειας Κορέας, με αντάλλαγμα την παύση των ιδιαίτερα προκλητικών ενεργειών στα σύνορα της Βόρειας Κορέας, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για πιο εκτεταμένες διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να μειώσουν ριζικά την πυρηνική απειλή και ίσως ακόμη και να οδηγήσουν την κρίση με την Βόρεια Κορέα σε ένα τέλος.
Σε αντίθεση με τα πολύ εμπρηστικά σχόλια, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να έχουν επιτυχή έκβαση. Ωστόσο, παρόλο που τα προγράμματα της Βόρειας Κορέας περιγράφονται συνεχώς ως η μεγαλύτερη ενδεχομένως απειλή που αντιμετωπίζουμε, η σινοβορειοκορεατική πρόταση είναι μη αποδεκτή από την Ουάσινγκτον και απορρίπτεται από τους σχολιαστές των ΗΠΑ με εντυπωσιακή ομοφωνία. Αυτή είναι ακόμα μια καταγραφή στο επαίσχυντο και καταθλιπτικό ιστορικό της σχεδόν αντανακλαστικής προτίμησης για επίδειξη ισχύος ακόμα και όταν μπορεί να υπάρχουν ειρηνικές επιλογές διαθέσιμες.
Οι εκλογές του 2017 στη Νότια Κορέα μπορούν να προσφέρουν μια ακτίνα ελπίδας. Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Moon Jae-in φαίνεται πρόθυμος να αναστρέψει τις σκληρές πολιτικές αντιπαράθεσης του προκάτοχού του. Ζήτησε να διερευνηθούν οι διπλωματικές επιλογές και να γίνουν βήματα προς τη συμφιλίωση, κάτι που σίγουρα αποτελεί βελτίωση σε σχέση με τη στάση των προτεταμένων γροθιών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πραγματική καταστροφή.
DB: Έχετε στο παρελθόν εκφράσει την ανησυχία σας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι νομίζετε ότι θα συμβεί καθώς η Ευρώπη είναι όλο και λιγότερο συνδεδεμένη με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο;
NC: Η E.E. έχει θεμελιώδη προβλήματα, ιδίως το ενιαίο νόμισμα χωρίς πολιτική ένωση. Έχει επίσης πολλά θετικά χαρακτηριστικά. Υπάρχουν κάποιες λογικές ιδέες που στοχεύουν στη διάσωση των θετικών και στη βελτίωση των επιβλαβών στοιχείων. Η πρωτοβουλία DiEM25 του Γιάννη Βαρουφάκη για μια δημοκρατική Ευρώπη είναι μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση.
Η Βρετανία αποτέλεσε συχνά ένα παρένθετο μέλος της ΕΕ στην ευρωπαϊκή πολιτική. Το Brexit θα μπορούσε να ενθαρρύνει την Ευρώπη να αναλάβει έναν πιο ανεξάρτητο ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, μια πορεία που μπορεί να επιταχυνθεί από τις πολιτικές του Tραμπ που μας απομονώνουν όλο και περισσότερο από τον κόσμο. Ενώ φωνάζει δυνατά και κυματίζει ένα τεράστιο ραβδί, η Κίνα θα μπορούσε να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια ενεργειακή πολιτική, διευρύνοντας την επιρροή της προς τα δυτικά και, τελικά, προς την Ευρώπη, βασιζόμενη στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού.
Το γεγονός ότι Ευρώπη μπορεί να γίνει μια ανεξάρτητη «τρίτη δύναμη» υπήρξε θέμα ανησυχίας για τους σχεδιαστές πολιτικής των ΗΠΑ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχουν εδώ και καιρό συζητήσεις για κάτι σαν μια γκολιστική αντίληψη για την Ευρώπη από τον Ατλαντικό έως το Ουράλια ή, πιο πρόσφατα, το όραμα του Γκορμπατσόφ για μια κοινή Ευρώπη από τις Βρυξέλλες έως το Βλαδιβοστόκ.
Ό,τι κι αν συμβεί, η Γερμανία είναι βέβαιο ότι θα διατηρήσει έναν κυρίαρχο ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Είναι μάλλον εκπληκτικό να ακούμε μια συντηρητική γερμανίδα καγκελάριο, την Άνγκελα Μέρκελ, να μιλάει στον αμερικανικό ομόλογό της για τα ανθρώπινα δικαιώματα και να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία, τουλάχιστον για μια φορά, να αντιμετωπίσει το ζήτημα των προσφύγων, τη βαθιά ηθική κρίση της Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά, η επιμονή της Γερμανίας στη λιτότητα και την παράνοια σχετικά με τον πληθωρισμό και την πολιτική της προώθησης των εξαγωγών με τον περιορισμό της εγχώριας κατανάλωσης, δεν έχουν μικρή ευθύνη για την οικονομική δυσπραγία της Ευρώπης, ιδιαίτερα για την κακή κατάσταση των περιφερειακών οικονομιών. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, που δεν βρίσκεται στη σφαίρα της φαντασίας, η Γερμανία θα μπορούσε να επηρεάσει την Ευρώπη ώστε να γίνει μια γενικά θετική δύναμη στις παγκόσμιες υποθέσεις.
DB: Τι συνάγετε από τη σύγκρουση μεταξύ της διοίκησης του Tραμπ και των κοινοτήτων των Μυστικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ; Πιστεύετε στο “βαθύ κράτος”;
NC: Υπάρχει μια γραφειοκρατία εθνικής ασφάλειας που συνεχίζεται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και οι αναλυτές της εθνικής ασφάλειας, μέσα και έξω από την κυβέρνηση, έχουν μείνει άναυδοι με πολλές από τις άγριες διώξεις του Τραμπ. Τις ανησυχίες τους συμμερίζονται οι εξαιρετικά αξιόπιστοι εμπειρογνώμονες που προχώρησαν το ρολόι Doomsday, στα δυόμισι λεπτά πριν τα μεσάνυχτα μόλις ανέλαβε το αξίωμα του ο Τραμπ: το πλησιέστερο που έχει φτάσει στην καταστροφή από το 1953, όταν οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ άρχισαν τις εκρήξεις θερμοπυρηνικών όπλων. Αλλά ελάχιστα σημάδια βλέπω πέρα απ’ αυτό, ότι υπάρχει κάποια μυστική συνωμοσία του «βαθέος κράτους».
DB: Για να ολοκληρώσουμε, καθώς περιμένουμε τα 89α γενέθλιά σας, αναρωτιέμαι: Έχετε μια θεωρία για την μακροζωία;
NC: Ναι, είναι απλό, πραγματικά. Εάν οδηγείτε ένα ποδήλατο και δεν θέλετε να πέσετε, πρέπει να συνεχίσετε να κάνετε ποδήλατο γρήγορα.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Opendemocracy, στις 9 Οκτωβρίου 2017.