Γράφει ο Γεώργιος Γκέκας*        

 

Η ελεύθερη διακίνηση προσώπων, ιδεών και αγαθών είναι ένα θετικό στοιχείο για μία οικονομία, γιατί αντιλαμβανόμαστε την ίδια την ελευθερία, ως κάτι θετικό. Κανείς δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει το αντίθετο, κυρίως εάν βάλει δίπλα στην πολύτιμη λέξη τον άνθρωπο και τις ιδέες.  Όμως όσον αφορά τα αγαθά, θα πρέπει να αξιολογήσουμε αυτή την έννοια με λιγότερο ιδεαλιστικούς και περισσότερο πραγματικούς- οικονομικούς όρους.

 

Στη φωτογραφία απεικονίζονται εργάτες του 20ου αιώνα σε ένα Αμερικάνικο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Στην πρώιμη εποχή της, η αμερικάνικη κλωστοϋφαντουργία επωάζονταν πίσω από το τείχος υψηλών εισαγωγικών δασμών για να προστατευτεί από τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Το ίδιο έκαναν και αρκετές μεγάλες οικονομίες στα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής τους ανάπτυξης.  Ο προστατευτισμός βοήθησε ή καθυστέρησε; Είναι μία στρατηγική που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν σήμερα οι αναπτυσσόμενες οικονομίες;

 

Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι τα ισχυρά οικονομικά κράτη δημιουργούνται από την απαλοιφή των εμποδίων εμπορίου. Τίποτε δεν είναι πιο μακριά από την πραγματικότητα.  Η Μεγ. Βρετανία ανακάλυψε το ελεύθερο εμπόριο όταν είχε ήδη πετύχει την εμπορική της κυριαρχία, ενώ μεταξύ του 1864 και 1913 οι ΗΠΑ ήταν το πιο “προστατευμένο” κράτος στον πλανήτη, ακριβώς για να μπορέσει να υποστηρίξει, την εκκολαπτόμενη τότε, βαριά βιομηχανία της. Την ίδια στρατηγική ακολούθησε και η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, και σχεδόν κάθε οικονομικά αναπτυγμένη χώρα σήμερα.

 

Ο προστατευτισμός της εμβρυϊκής βιομηχανίας

Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται προστατευτισμός της εμβρυϊκής βιομηχανίας. Πιο συγκεκριμένα είναι ο προστατευτισμός ενός κλάδου στον οποίο μία χώρα δεν έχει αναπτύξει ακόμη ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλά προσπαθεί να το χτίσει με τον καιρό.  Αποτελεί ένα εργαλείο δυναμικού περιορισμού των εισαγωγών, σχεδιάζοντας μια δυναμική εκκίνηση της εγχώριας βιομηχανίας αντικαθιστώντας τα εισαγόμενα προϊόντα με τα παραγόμενα εγχωρίως.  Αυτές οι στρατηγικές ήταν αρκετά δημοφιλείς σε μεσαίου-χαμηλού εισοδήματος χώρες  μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αμφισβητήθηκε και πολλές κυβερνήσεις παρασύρθηκαν από τα κύματα του ελεύθερου εμπορίου στα 80ς και 90ς.  Η στρατηγική αυτή χρησιμοποιείται από οικονομίες που θέλουν να χτίσουν την βιομηχανική τους παραγωγή. Θέτοντας υψηλούς δασμούς σε προϊόντα ανταγωνιστικότερα των εγχωρίων, δίνουν την δυνατότητα στην εγχώρια νεοσύστατη βιομηχανία τους να αναπτυχθεί, εξασφαλίζοντάς της την τοπική αγορά. Ο χρόνος αυτός είναι απαραίτητος όχι μόνο για να αναπτυχθεί αλλά και για να μπορέσει να δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει ανταγωνιστικά τις διεθνείς αγορές.  Αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο ώστε καινοτόμες και υψηλής εξειδίκευσης βιομηχανίες να ανθίσουν σε μία αναπτυσσόμενη οικονομία.

 

Η λογική της ιδέας είναι απλή. Φανταστείτε ότι μια μικρή οικονομία έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να ράβει τζινς, με μια παραγωγική δυνατότητα 1000 παντελόνια τον μήνα. Για κάθε τζιν ο εργάτης κερδίζει $0,10 δηλαδή $100 τον μήνα. Εναλλακτικά μπορεί να παρασκευάζει ένα τρανζίστορ με αμοιβή $2,50 το ένα. Μπορεί να παρασκευάζει μέχρι 50 τρανζίστορ το μήνα, δηλαδή $125.  Στην αρχή, αρκετά από τα τρανζίστορ που θα κατασκευάζει δεν θα είναι πετυχημένα λόγω απειρίας. Όμως όσο περνά ο καιρός τόσο περισσότερα επιτυχημένα προϊόντα θα μπορεί να παράξει. Καταλαβαίνουμε ότι σε βάθος χρόνου τόσο ο εργάτης όσο και η βιομηχανία θα τελειοποιείται, ώσπου θα μπορέσει να δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εξαιτίας της εξειδίκευσης και της τεχνογνωσίας που θα έχει αναπτύξει.  Συνεπώς η στρατηγική της προστασίας της εμβρυϊκής βιομηχανίας δίνει πολύτιμο χρόνο σε μία νεοσύστατη βιομηχανική παραγωγή να μπορέσει να αναπτυχθεί και να γίνει μεσοπρόθεσμα ανταγωνιστική.

 

Η Ελλάδα και η βιομηχανική παραγωγή

Η Ελλάδα έχει επιλέξει να βρίσκεται στο πλαίσιο της Ε.Ε.  Αυτό σημαίνει ότι άνοιξε τα σύνορά της για την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, στερώντας της την  δυνατότητα  να εφαρμόσει δασμούς στα προϊόντα των κράτών της Ε.Ε. (που καλύπτουν παραπάνω από το 50% των εισαγωγών της). Αναφορικά με τις τρίτες χώρες, είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις συμφωνίες που  αποφασίζονται σύμφωνα με τα συμφέροντα,  τυπικά, ολόκληρης της κοινότητας.  Μετά την είσοδό της στην Ε.Ε. η Ελλάδα συρρίκνωσε την τότε αναπτυσσόμενη βιομηχανική της παραγωγή. Επιπλεόν έχασε κάθε εργαλείο να την ανακτήσει με ανταγωνιστικούς όρους απέναντι τόσο στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. αλλά και σε τρίτες χώρες.  Στα πλαίσια της Ε.Ε. η Γερμανία είναι εκείνη που κέρδισε όχι απλά περισσότερο αλλά και εις βάρος των πιο αδύναμων οικονομιών.  Είτε τις απέτρεψε έμμεσα να αναπτύξουν μια ανταγωνιστική βιομηχανία είτε τις χρησιμοποίησε ως φθηνά εργατικά χέρια π.χ. Σλοβακία.

 

Η Ελλάδα σήμερα, χρειάζεται την ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα, ο οποίος είναι σχεδόν ανύπαρκτος.  Είναι εξαιρετικά δύσκολο η επανεκκίνηση μιας σοβαρής και ανταγωνιστικής βιομηχανικής παραγωγής, δεδομένου ότι δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αλλά ούτε και να δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με το εργαλείο που αναφέραμε.  Η ανάπτυξη βιομηχανικής παραγωγής θα μπορούσε να είναι ο παράγοντας που θα της εξασφάλιζε πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών, μειώνοντας άμεσα τις εισαγωγές και αυξάνοντας μεσοπρόθεσμα τις εξαγωγές της. Επίσης θα δημιουργούσε σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας, που θα τόνωναν σημαντικά την κατανάλωση δηλαδή την εγχώρια αγορά.  Οι ελάχιστες ελληνικές βιομηχανίες που είναι ανταγωνιστικές σήμερα, είχαν ήδη αποκτήσει το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα πριν δημιουργηθεί το σημερινό οικονομικό περιβάλλον. Ωστόσο σήμερα,  εφόσον συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στο ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον, διακινδυνεύουν την ύπαρξή τους, έχοντας πολλά εμπόδια να υπερπηδήσουν και ελάχιστα εργαλεία για να τα αντιμετωπίσουν.

 

———-

Πηγή: Erensep

*O Γεώργιος Γκέκας είναι  Brand & Export Strategist.  Έχει μεταπτυχιακές σπουδές στην Γαλλία, MSc International Business Development & Exports Diploma. Εξειδικεύεται στην ανάπτυξη αγροδιατροφικών επιχειρήσεων σε επίπεδο εξαγωγών και branding. Εργάστηκε σε πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, και έχει αναλάβει πολυάριθμα projects ανάπτυξης μ/μ επιχειρήσεων στην Ελλάδα, στην Γαλλία και στην Μεγ. Βρετανία.  Έρευνες και μελέτες του με θέμα το branding και την ανταγωνιστικότητα αγροδιατροφικών επιχειρήσεων, δημοσιεύτηκαν στα Ελληνικά και στα Αγγλικά. Μέσα από το project fooditerranean εκφράζεται το όραμά του για τις εξαγωγές των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων. Στα πλαίσια αυτού, κατέθεσε πρόταση για την ανάπτυξη μ/μ αγροδιοτροφικών επιχειρήσεων η οποία διακρίθηκε ως η καλύτερη ελληνική πρακτική ανάμεσα σε προτάσεις άλλων 7 ευρωπαϊκών χωρών.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ