Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας λένε ότι η απουσία οποιασδήποτε προκατάληψης μεταφέροντας τα νέα είναι ανέφικτη. Οι στρεβλώσεις προκαλούνται είτε από την πίεση κάθε προθεσμίας, είτε από εσφαλμένη ανθρώπινη εκτίμηση, από δημοσιονομικούς περιορισμούς, είτε ακόμα και από τη δυσκολία να μεταφερθεί μία σύνθετη ιστορία σε μια συνοπτική αναφορά. Επιπλέον, υπάρχει και το επιχείρημα πως δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάθε σύστημα επικοινωνίας είναι ικανό να δημοσιοποιεί τα πάντα. Η επιλεκτικότητα είναι αναγκαία.
Θα υποστήριζα όμως ότι οι διαστρεβλωμένες δηλώσεις των ΜΜΕ δεν είναι όλες αποτέλεσμα κάποιου αθώου λάθους ή καθημερινών προβλημάτων, αν και σίγουρα υπάρχουν τέτοια προβλήματα. Ισχύει πως ο Τύπος πρέπει να είναι επιλεκτικός – αλλά ποιο είναι το κριτήριο της επιλεκτικότητας που εμπλέκεται; Η μεροληψία των μέσων ενημέρωσης δεν συμβαίνει με τυχαίο τρόπο. Μάλλον κινείται στην ίδια γενική κατεύθυνση ξανά και ξανά, ευνοώντας τη διοίκηση επί της εργασίας, τις επιχειρήσεις επί των επικριτών τους, τους εύπορους λευκούς επί των χαμηλόμισθων μειονοτήτων, τη γραφειοκρατία επί των διαδηλωτών, το δικομματικό μονοπώλιο επί των υπόλοιπων αριστερών κομμάτων, την ιδιωτικοποίηση και τις «μεταρρυθμίσεις» της ελεύθερης αγοράς επί της ανάπτυξης του δημόσιου τομέα, την εταιρική κυριαρχία των ΗΠΑ προς τον τρίτο Κόσμο επί της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής και τους συντηρητικούς σχολιαστές και αρθρογράφους, όπως τον Rush Limbaugh και τον George Will επί άλλων προοδευτικών ή λαϊκότερων όπως τον Jim Hightower και τον Ralph Nader (για να μην αναφέρουμε άλλους περισσότερο ριζοσπαστικούς).
Τα ιδιωτικά ΜΜΕ σπάνια εισέρχονται σε έδαφος που θα μπορούσε να προκαλέσει δυσφορία σε όσους κατέχουν την πολιτική και οικονομική εξουσία, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που κατέχουν τα ίδια τα ΜΜΕ ή διαφημίζονται σε αυτά.
Ακολουθούν μερικές κοινές μέθοδοι χειραγώγησης μέσω των ΜΜΕ:
Καταστολή μέσω της παράλειψης. Η πιο κοινή μορφή χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης είναι η καταστολή μιας είδησης μέσω της παράλειψης. Όσα δεν αναφέρονται κατά την αναπαραγωγή μιας είδησης μερικές φορές όχι μόνο είναι ζωτικής σημασίας λεπτομέρειες, αλλά αποτελούν ολόκληρη την ιστορία. Οι ειδήσεις που εναντιώνονται με τις καθεστηκυίες δυνάμεις είναι λιγότερο πιθανό να δουν το φως της ημέρας. Έτσι, η δηλητηρίαση πολλών ανθρώπων με Tylenol από έναν διαταραγμένο άνθρωπο θεωρήθηκε μεγάλη είδηση, αλλά η περισσότερο συγκλονιστική ιστορία βιομηχανικής δηλητηρίασης χιλιάδων εργαζομένων σε εργοστάσια όπου υπάρχουν μεγάλα συμφέροντα παραγωγής (όπου είτε είναι ιδιοκτήτες ή διαφημιζόμενοι στα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης) καταπνίγηκε για δεκαετίες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ομάδων ασφάλειας των εργαζομένων για να δημοσιοποιήσουν το θέμα.
Συχνά, τα ΜΜΕ αποσιωπούν ή υποβαθμίζουν πραγματικά συγκλονιστικές ιστορίες (σε αντίθεση με ιστορίες για την δημιουργία εντυπώσεων). Έτσι, το 1965 ο στρατός της Ινδονησίας – συντεταγμένος, εξοπλισμένος, και χρηματοδοτημένος από το στρατό των ΗΠΑ και τη CIA – ανέτρεψε τον Πρόεδρο Achmed Sukarno και εξάλειψε το Ινδονησιακό Κομμουνιστικό Κόμμα και τους συμμάχους του σκοτώνοντας μισό εκατομμύριο ανθρώπους (σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ο αριθμός φτάνει στο ένα εκατομμύριο), πράττοντας τη μεγαλύτερη πράξη πολιτικής μαζικής δολοφονίας μετά το ναζιστικό ολοκαύτωμα. Οι στρατηγοί κατέστρεψαν επίσης εκατοντάδες κλινικές, βιβλιοθήκες, σχολεία και κοινοτικά κέντρα που είχαν ανοίξει από τους κομμουνιστές. Αυτή ήταν μια συγκλονιστική ιστορία, αν μπορούμε ποτέ να χρησιμοποιήσουμε τον συγκεκριμένο όρο, αλλά χρειάστηκαν τρεις μήνες για να υπάρξει κάποια σύντομη αναφορά στο περιοδικό Time και ακόμη ένας μήνας πριν αναφερθεί στην εφημερίδα The New York Times (4 Απριλίου, 1966), συνοδευόμενη από ένα σημείωμα εκδότη που, στην πραγματικότητα, εξήρε τον ινδονησιακό στρατό ο οποίος «σωστά έπαιξε τον ρόλο του με την μέγιστη δυνατή προσοχή.»
Πληροφορίες σχετικά με μαζική καταστολή, δολοφονίες και βασανιστήρια που εφαρμόζονται από υποστηριζόμενα από τις ΗΠΑ, δεξιά κράτη-«πελάτες», όπως η Τουρκία, η Ινδονησία, η Σαουδική Αραβία, το Μαρόκο, το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα και άλλα πολλά, απλώς παραλείπονται από τα κύρια μέσα μαζικής ενημέρωσης και αυτό οδηγεί ουσιαστικά στην άρνηση δημόσιας συζήτησης και κριτικής. Τέτοιες πληροφορίες καταστέλλονται με μια αποτελεσματικότητα και σταθερότητα που θα μπορούσαν να ονομαστούν «ολοκληρωτικές», αν αυτό συνέβαινε σε κάποιες άλλες χώρες.
Επίθεση και Καταστροφή του Στόχου. Μερικές φορές μια είδηση αποδεικνύεται ανθεκτική. Όταν η παράλειψή της δεν είναι αποτελεσματική, τα ΜΜΕ οδηγούνται από το να αγνοήσουν την ιστορία στο να της επιτεθούν σθεναρά. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών, η CIA εμπλέκεται με εμπόρους ναρκωτικών στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Κορσική, την Ινδοκίνα, το Αφγανιστάν και την Κεντρική και Νότια Αμερική. Μεγάλο μέρος αυτής της δραστηριότητας ήταν αντικείμενο ερευνών στο Κογκρέσο – από την επιτροπή του βουλευτή Pike στη δεκαετία του 1970 και την επιτροπή του γερουσιαστή Κέρι στα τέλη του 1980 – και υπάρχουν καταγραφές σε δημόσια αρχεία. Αλλά τα ΜΜΕ δεν έκαναν τίποτα με αυτό, αντιθέτως αδυσώπητα παραποίησαν και επιτέθηκαν στα όποια ευρήματα απαξιώνοντάς τα.
Τον Αύγουστο του 1996, όταν η εφημερίδα San Jose Mercury News δημοσίευσε μια σειρά αναλυτικών ρεπορτάζ για τα πάρε-δώσε της CIA με τους Contra για την διακίνηση κρακ που πλημμύρισε το Ανατολικό Λος Άντζελες, τα μεγάλα ΜΜΕ αποσιώπησαν την ιστορία. Όμως αφότου τα ρεπορτάζ κυκλοφόρησαν σε όλον τον κόσμο μέσω του διαδικτύου, η ιστορία έγινε πολύ δύσκολο να αγνοηθεί και τα ΜΜΕ άρχισαν την επίθεσή τους. Άρθρα στην Washington Post και στους The New York Times και αναφορές στα τηλεοπτικά δίκτυα και στο PBS επικαλούνταν πως δεν υπήρχε «κανένα στοιχείο» της εμπλοκής της CIA, ότι η Mercury News ασκούσε «κακή δημοσιογραφία» και ότι το πραγματικό πρόβλημα ήταν το ενδιαφέρον του κοινού στην ιστορία αυτή, δηλαδή η ευπιστία, υστερία και η μανία για συνωμοσίες που εκδηλώθηκαν. Στην πραγματικότητα, η σειρά ρεπορτάζ της Mercury News, βασισμένη σε εκτεταμένη έρευνα για έναν χρόνο, ανέφερε συγκεκριμένους πράκτορες και εμπόρους. Όταν δημοσιοποιήθηκε στο διαδίκτυο, το κάθε ρεπορτάζ συνοδευόταν από αφθονία σχετικών εγγράφων και καταθέσεων που υποστήριζαν κάθε κατηγορία. Σε απάντηση, τα μεγάλα MME συνέχισαν απλά τα ψέματα, λέγοντας στο κοινό ότι τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν. Με μια διαδικασία αμείλικτης επανάληψης, τα μεγάλα MME αθώωσαν τη CIA από κάθε εμπλοκή με ναρκωτικά.
Επιθετικοί προσδιορισμοί. Ένας επιθετικός προσδιορισμός μπορεί να προκαθορίσει ένα θέμα, απλά δίνοντάς του ένα θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα χωρίς να απαιτεί καμία επεξηγηματική λεπτομέρεια. Κάποιοι θετικοί προσδιορισμοί μπορεί να είναι οι: «σταθερότητα», «η επιτυχής ηγεσία του προέδρου» και «μια ισχυρή άμυνα». Μερικοί αρνητικοί μπορεί να είναι: «αριστεριστές αντάρτες», «ισλαμιστές τρομοκράτες» και «συνωμοσιολόγοι». Στην εκστρατεία της Καλιφόρνια τον Ιούνιο του 1998 για την ψήφιση της Πρότασης 226, ενός μέτρου που αποσκοπούσε να ακρωτηριάσει τις πολιτικές δραστηριότητες του οργανωμένου εργατικού δυναμικού, οι ηγέτες των συνδικάτων παρουσιάζονταν κατ’ επανάληψη με τον προσδιορισμό «αφεντικά συνδικάτων», ενώ οι ηγέτες των εταιρειών δεν αναφέρθηκαν ποτέ σαν «αφεντικά της εταιρείας». Τα ίδια τα ΜΜΕ ψευδώς αυτοπροσδιορίζονται ως «φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης» μέσα από αναφορές εκατοντάδων συντηρητικών αρθρογράφων, σχολιαστών και παρουσιαστών talk-show που κατακλύζουν το σύμπαν της επικοινωνίας με καταγγελίες περί αποκλεισμού.
Ένας εντυπωσιακά παραπλανητικός προσδιορισμός είναι η λέξη «μεταρρύθμιση», μια λέξη που χρησιμοποιήθηκε εσφαλμένα για μέτρα που διέλυσαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι, τα ΜΜΕ μίλησαν για «μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας» ενώ αναφέρονταν στην κατάργηση των προγραμμάτων οικογενειακής βοήθειας. Κατά τα τελευταία 30 χρόνια, η «φορολογική μεταρρύθμιση» έχει χρησιμοποιηθεί με συνέπεια ως παραπλανητικός ευφημισμός για νόμους που έχουν κατ’ επανάληψη μειώσει τους φόρους των υψηλών εισοδημάτων, μετατοπίζοντας το βάρος πληρωμών στα στρώματα μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.
Προαποδοχή θέσεων. Συχνά τα ΜΜΕ δέχονται ως δεδομένη την ίδια την πολιτική θέση που θα έπρεπε να εξεταστεί με κριτικό πνεύμα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όταν ο Λευκός Οίκος πρότεινε μια τεράστια αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, ο τύπος το στήριξε χωρίς να δώσει κανένα βήμα σε αυτούς που ζήτησαν μειώσεις στον ήδη φουσκωμένο προϋπολογισμό όπλων.
Το ίδιο συνέβη και με τη συζήτηση στα ΜΜΕ για την «μεταρρύθμιση» της κοινωνικής ασφάλισης, έναν ευφημισμό για την ιδιωτικοποίηση και την τελική κατάργηση ενός προγράμματος που λειτουργεί καλά. Η Κοινωνική Ασφάλιση έχει ως λειτουργία την προάσπιση τριών σκελών ανθρώπινης εξυπηρέτησης: επιπρόσθετα στις συντάξεις γήρατος, παρέχει ασφάλιση σε παιδιά οικογενειών που έχασαν τον «προστάτη» και προσφέρει βοήθεια αναπηρίας σε άτομα ηλικίας προ της συνταξιοδότησης που έχουν υποστεί σοβαρό τραυματισμό ή ασθένεια. Από την ήδη υπάρχουσα κάλυψη του Τύπου στις λειτουργίες της Κοινωνικής Ασφάλισης κάνεις δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο καλά εκείνη λειτουργεί. Αντ’ αυτού, τα ΜΜΕ υιοθετούν μια πολύ αμφίβολη θέση που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί κριτικά: Ότι το υπάρχον πρόγραμμα κινδυνεύει να καταρρεύσει (σε 30 χρόνια) και ως εκ τούτου θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί.
Άκριτες Αναμεταδόσεις. Ένας τρόπος για να πεις ψέματα είναι να αποδεχθείς ως αλήθεια κάτι που ξέρεις πως αποτελεί επίσημο ψέμα, άκριτα μεταδίδοντάς το στο κοινό χωρίς επαρκή επιβεβαίωση. Όταν ρωτιούνται επ’ αυτού, οι δημοσιογράφοι επιμένουν πως δεν μπορούν να παρεμβάλουν την προσωπική τους ιδεολογία στην αναμετάδοση της είδησης. Κανείς όμως δεν τους ζητά να το κάνουν. Η κριτική μου αφορά το ότι το κάνουν ήδη. Οι συμβατικές ιδεολογικές αντιλήψεις τους συνήθως συμπίπτουν με εκείνες των αφεντικών τους και της γραφειοκρατίας, καθιστώντας τους πιστούς προμηθευτές της επικρατούσας πολιτικής ορθοδοξίας. Αυτή η συμπλέουσα υποκειμενικότητα παρουσιάζεται ως απουσία προκατάληψης και περιγράφεται ως «αντικειμενικότητα».
Υποτίμηση Περιεχομένου. Προκαλεί θαυμασμό το πώς τα ΜΜΕ μπορούν να δώσουν τόσο μεγάλη έμφαση στο στυλ και τη διαδικασία, και τόσο λίγο στην πραγματική ουσία. Ένα κραυγαλέο παράδειγμα είναι ο τρόπος που καλύπτονται οι εκλογές. Η πολιτική εκστρατεία αναμεταδίδεται σαν αγώνας σε ιππόδρομο: Ποιος θα τρέξει; Ποιος θα κερδίσει το βραβείο; Ποιος θα κερδίσει τις εκλογές; Οι σχολιαστές των νέων ακούγονται περισσότερο σαν κριτικοί θεάτρου, καθώς μιλάνε ακατάπαυστα σχετικά με το ποιος υποψήφιος έχει καλή απόδοση στο ρόλο του και εκπέμπει την πιο θετική εικόνα. Τα πραγματικά ζητήματα δέχονται ελάχιστη προσοχή, και σπάνια πραγματοποιείται ο δημοκρατικός διάλογος που υποτίθεται συνοδεύει έναν διαγωνισμό για δημόσια αξιώματα.
Οι ειδήσεις που αφορούν μεγάλες απεργίες – εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο τύπος καλύπτει εργατικούς αγώνες – παρουσιάζουν μια παρόμοια αποδόμηση περιεχομένου. Μας λένε πόσες μέρες έχει διαρκέσει η απεργία, για την ταλαιπωρία και το κόστος για την εταιρεία και το κοινό και για τις διαπραγματεύσεις που απειλούνται με κατάρρευση. Λείπει όμως η οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο της σύγκρουσης, τα πραγματικά ζητήματα: την περικοπή των μισθών και των παροχών, την υποβάθμιση των θέσεων εργασίας ή την απροθυμία της διοίκησης να διαπραγματευτεί μια νέα σύμβαση.
Λανθασμένη Εξισορρόπηση. Σύμφωνα με τους κανόνες της καλής δημοσιογραφίας, ο τύπος υποτίθεται ότι αξιοποιεί ανταγωνιστικές πηγές για να παρουσιάσει και τις δύο πλευρές ενός ζητήματος. Στην πραγματικότητα, στις δύο πλευρές σπάνια δίνεται ίση σημασία. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι στο NPR, το πιο -υποτίθεται- φιλελεύθερο από τα μεγάλα ΜΜΕ, εκπρόσωποι της δεξιάς συχνά δίνουν συνεντεύξεις μόνοι, ενώ οι φιλελεύθεροι – στις λιγότερο συχνές περιπτώσεις που εμφανίζονται – περιστοιχίζονται σχεδόν πάντα από συντηρητικούς. Οι αριστερές προοδευτικές και ριζοσπαστικές απόψεις έχουν σχεδόν αποκλειστεί.
Η ψευδής εξισορρόπηση ήταν εμφανής σε ένα ρεπορτάζ του BBC World News (την 11η Δεκεμβρίου, 1997), η οποία μιλούσε για «μια ιστορία βίας μεταξύ των ινδονησιακών δυνάμεων και των ανταρτών του Τιμόρ» – με καμία αναφορά στο ότι οι αντάρτες αγωνίζονταν για τη ζωή τους ενάντια σε μια ινδονησιακή δύναμη εισβολής που είχε σφαγιάσει περίπου 200.000 κατοίκους. Αντ’ αυτού, υπήρξε μια τρομερή επίθεση που παρουσίασε τα γεγονότα σαν πάλη μνησικακίας, με «φόνους και από τις δύο πλευρές». Δίνοντας ένα ουδέτερο περιτύλιγμα στην γενοκτονία που πραγματοποιήθηκε με τη εισβολή γενοκτονίας στο Ανατολικό Τιμόρ, ο εκφωνητής του BBC άλλαξε την θέαση των γεγονότων.
Καδράρισμα. Η πιο αποτελεσματική προπαγάνδα στηρίζεται περισσότερο στην διαμόρφωση της είδησης παρά στο ψέμα. Με την κάμψη της αλήθειας και όχι την αναίρεσή της, δίνοντας έμφαση και κάνοντας βοηθητικό καλλωπισμό, οι φορείς της είδησης μπορούν να δημιουργήσουν την εντύπωση που επιθυμούν χωρίς να απομακρυνθούν πολύ από την οπτική της αντικειμενικότητας. Το καδράρισμα αυτό επιτυγχάνεται με τον τρόπο που η είδηση διαμορφώνεται, το ποσοστό της έκθεσης, την τοποθέτησή της (πρώτη σελίδα ή θαμμένη, κεντρική είδηση ή τελευταία), το ύφος της παρουσίασης (με συμπάθεια ή υποτίμηση), με πρωτοσέλιδα και φωτογραφίες ή, στην περίπτωση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, με συνοδευτικές εικόνες και ηχητικά εφέ.
Οι εκφωνητές ειδήσεων χρησιμοποιούνται και οι ίδιοι ως καλλωπιστικά στοιχεία. Διαμορφώνουν μια ήπια μετάδοση και προσπαθούν να μεταδώσουν μια αίσθηση αποστασιοποίησης. Ο τόνος της φωνής τους έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να ενισχύει την αξιοπιστία τους, εκφράζοντας αυτό που εγώ αποκαλώ «έγκυρη άγνοια», καθώς κάνουν σχόλια του τύπου «Πώς θα εξελιχθεί αυτή η κατάσταση; Μόνο ο χρόνος θα δείξει» ή «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά.» Μερικές φορές οι τετριμμένες κοινοτοπίες παρουσιάζονται ως διεισδυτικές αλήθειες. Έτσι, μας ταΐζουν με φράσεις όπως: «Αν η απεργία δεν διευθετηθεί σύντομα και οι δύο πλευρές θα έχουν μπροστά τους έναν μακρύ και πικρό αγώνα».
Μαθαίνοντας να μην αναζητάς ποτέ την αιτία. Πολλά πράγματα αναφέρονται στις ειδήσεις, αλλά λίγα εξηγούνται. Καλούμαστε να δούμε τον κόσμο όπως κάνουν οι αυθεντίες, ως διεσπαρμένα γεγονότα και προσωπικότητες που κινούνται από την τυχαιότητα , την συγκυρία, συγκεχυμένες προθέσεις και ατομική φιλοδοξία – ποτέ από ισχυρά ταξικά συμφέροντα, παρ’ όλ’ αυτά παράγουν αποτελέσματα που εξυπηρετούν τέτοια συμφέροντα με εντυπωσιακή κανονικότητα.
Η παθητική φωνή και το απρόσωπο αντικείμενο είναι απαραίτητα ρητορικά κατασκευάσματα για αυτή τη λειτουργία αποφυγής. Έτσι οικονομικές υφέσεις προφανώς απλώς συμβαίνουν σαν κάποιο φυσικό φαινόμενο («η οικονομία μας είναι σε ύφεση»), που λίγο έχουν να κάνουν με τη διαδικασία της συσσώρευσης κέρδους, με τον συνεχή πόλεμο του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία, καθώς και με την αδυναμία των κακοπληρωμένων εργαζομένων να κερδίσουν αρκετά χρήματα για να αγοράσουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που οι ίδιοι παράγουν.
Συμπερασματικά, οι επιδόσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης δεν αποτελούν αποτυχία, αλλά μια επιδέξια επιτυχία υπεκφυγής. Η δουλειά τους δεν είναι να ενημερώνουν αλλά να αποπροσανατολίζουν, να μην προωθούν τον δημοκρατικό διάλογο αλλά να τον φιμώνουν, με το να μας λένε τι να σκεφτόμαστε για τον κόσμο, πριν καν να έχουμε την ευκαιρία να το σκεφτούμε μόνοι μας. Όταν καταλάβουμε πως οι ειδήσεις είναι επιλεκτικές με σκοπό πιθανά να ευνοήσουν εκείνους που έχουν εξουσία, κύρος και πλούτο, μόνο τότε θα κινηθούμε από μια φιλελεύθερη καταγγελία της προχειρότητας του Τύπου, σε μια ριζοσπαστική ανάλυση για το πώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εξυπηρετούν τους κυρίαρχους κύκλους με μεγάλη επιδεξιότητα και τεχνική.
Ο Michael Parenti είναι ένας κορυφαίος προοδευτικός στοχαστής και συγγραφέας περισσοτέρων από δέκα βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των Against Empire, Dirty Truths, Blackshirts and Reds. Ζει στο Berkeley. Το τελευταίο του βιβλίο, America Besieged, περιλαμβάνει μια παλαιότερη έκδοση αυτού του άρθρου και εκδίδεται από την City Lights.
Του Michael Parenti
Πηγή: Media Alliance
Μετάφραση στα Ελληνικά: https://medialibre.net/