Ήταν όμως ακριβώς αυτή η μετατόπιση ολόκληρου του πολιτικού φάσματος της Γερμανίας προς τα δεξιά που επέτρεψε στο AfD να σημειώσει τέτοια επιτυχία. Καθώς η ακροδεξιά παράταξη υποσχόταν να σταματήσει τις ροές προσφύγων και μεταναστών και να αυξήσει την αστυνομοκρατία, τα κυρίαρχα κόμματα του κέντρου και της δεξιάς προσπαθούσαν να πλειοδοτήσουν με ακόμη πιο αντιδραστικές προτάσεις. Με τον τρόπο αυτό χάρισαν την προεκλογική ατζέντα στους νεοφασίστες.
Η άνοδος του AfD είναι επίσης άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκλογική ταπείνωση των σοσιαλδημοκρατών (SPD). Ο Γερμανικός λαός δεν ξεχνά το πάγωμα μισθών και συντάξεων που ξεκίνησε στα χρόνια του Γκέρχαρντ Σρέντερ και το οποίο συνεχίστηκε, με μικρές εξαιρέσεις, επί Μέρκελ με την ανοχή του (SPD). Η πολιτική αυτή έδωσε στη Γερμανία τεράστια εμπορικά πλεονάσματα (που λόγω της ευρωζώνης μετατράπηκαν σε ελλείμματα και συσσωρευμένα χρέη για τις υπόλοιπες χώρες) και προσέφερε αμύθητα πλούτη κυρίως στον εξαγωγικό τομέα της χώρας. Στο εσωτερικό όμως ουσιαστικά άλλαξε δραστικά την ισορροπία κεφαλαίου/εργασίας, σε βάρος του δεύτερου.
Τα γερμανικά συνδικάτα φέρουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης αφού δέχθηκαν το νέο καθεστώς με αντάλλαγμα τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Αυτό που τελικά πέτυχαν ήταν η δημιουργία ελαστικών σχέσεων εργασίας και των περίφημων mini jobs που οδήγησαν σε σχετική φτωχοποίηση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Οι οικονομικές ελίτ της Γερμανίας δηλαδή πάτησαν στο λαιμό τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, αυξάνοντας με αθέμιτα μέσα την ανταγωνιστικότητά τους, χωρίς να δώσουν παρά ελάχιστα ψίχουλα στους δικούς τους εργαζόμενους.
Για άλλη μια φορά λοιπόν η άνοδος της άκρας δεξιάς συνδέεται άμεσα με την οικονομική κρίση και όχι με κάποιου είδους γενετική προδιάθεση των Γερμανών, όπως θα σπεύσουν να υποστηρίξουν ορισμένοι. Άλλωστε πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι το 60% όσων δήλωναν ότι θα ψηφίσουν το AfD δεν υιοθετούσε τις θέσεις του αλλά ζητούσε ένα μέσο έκφρασης δυσαρέσκειας. Τα ηγετικά στελέχη του ακροδεξιού κόμματος διατηρούν ακόμη τα χαμηλότερα ποσοστά δημοτικότητας (12%) μεταξύ των σημαντικότερων πολιτικών σχηματισμών της χώρας.
H κεντροαριστερά, ως συνυπεύθυνη της κρίσης και η αριστερά η οποία δεν τόλμησε να προτείνει ριζοσπαστικές λύσεις που θα αμφισβητούσαν τη δομή του συστήματος, ήταν αναμενόμενο να καταποντιστούν σε αυτή την αντιπαράθεση.
Η κυρίαρχη πολιτική αντιπαράθεση κατέληξε για άλλη μια φορά σε ένα αγώνα δρόμου για το ποιος θα υιοθετήσει περισσότερες ακροδεξιές θέσεις αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους σε μια κρίση, οι υπεύθυνοι της οποίας, βρίσκονταν πάντα μπροστά στα μάτια μας. Η Μέρκελ κέρδισε έστω και με δυσκολία αυτή τη μάχη. Και τώρα θα εκπληρώσει την υπόσχεσή της να γίνει η «σοβαρή ακροδεξιά» της Γερμανίας.