Η συναυλία της Κίνησης Καλλιτεχνών με Αναπηρία
(Δεν υπάρχει Πολιτισμός, αν δεν είναι για όλους)
Στις 7 Σεπτεμβρίου, στο Θέατρο της Ρεματιάς Χαλανδρίου, έγινε η πρώτη καθολικά προσβάσιμη συναυλία στη χώρα. Υπήρχε ταυτόχρονη διερμηνεία, στίχων και πρόζας, στην Ελληνική νοηματική γλώσσα από την κ. Θεοδώρα Τσαποΐτη, η οποία βρισκόταν επί σκηνής δίπλα στους μουσικούς, αλλά και «ζωντανοί» ενδογλωσσικοί υπέρτιτλοι, που χειριζόταν η κ. Εμμανουέλα Πατηνιωτάκη. Το πρόγραμμα ήταν διαθέσιμο σε γραφή Μπράιγ, σε μεγαλογράμματη γραμματοσειρά και σε κώδικα QR, ενώ οι σκύλοι-οδηγοί τυφλών ήταν ευπρόσδεκτοι. Παρά το γεμάτο θέατρο, η κίνηση και η παρακολούθηση της συναυλίας από ανθρώπους σε αμαξίδια ήταν ανεμπόδιστες. Υπήρχε ακόμα τουαλέτα αναπήρων και προσβάσιμος χώρος στην καντίνα. Γενικά, λήφθηκε υπόψη ολόκληρη η αλυσίδα προσβασιμότητας. Το εγχείρημα αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό από όλους τους θεατές και ακροατές, ανάπηρους και μη.
Καταχειροκροτήθηκα προσωπικά για όλο αυτό, η αλήθεια όμως είναι πως δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να αποδεχτώ την πρόταση του Δήμου Χαλανδρίου, και κυρίως της Κίνησης Καλλιτεχνών με Αναπηρία, που ήσαν και οι αληθινοί πρωταγωνιστές της όλης υπόθεσης. Η πρώτη αυτή συναυλία ήταν το αποτέλεσμα του επίμονου και μακροχρόνιου αγώνα της συγκεκριμένης συλλογικότητας, μέσα σε ένα περιβάλλον υποστηρικτικό στη θεωρία και εχθρικό στην πράξη. Μαζί τους συνεργάστηκε υποδειγματικά ο Δήμος Χαλανδρίου και τα μέλη της δικής μας ομάδας, διοργανωτές, τεχνικοί, ηχολήπτες και φωτιστές.
Η αρχή έγινε! Όμως, παρά τον ενθουσιασμό, η πραγματική σημασία αυτού του γεγονότος θα φανεί μόνο όταν πραγματοποιηθούν και στηριχθούν από την κοινωνία περισσότερες τέτοιες προσπάθειες. Η πρώτη αυτή συναυλία θα έχει πετύχει μόνο όταν θα ξεχαστεί ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες καθολικά προσβάσιμες εκδηλώσεις.
Η Κίνηση Καλλιτεχνών με Αναπηρία είναι μια συλλογικότητα που στηρίζεται στον εθελοντισμό. Δεν χρηματοδοτείται από το Κράτος. Στοχεύει στη συνυπευθυνότητα και στη συναντίληψη όλων μας, γύρω από ένα θέμα καθοριστικό τόσο για τις δικές τους ζωές όσο και για τις δικές μας. Ανάμεσα σε άλλα αυτονόητα απαιτεί και το Δικαίωμα των ανθρώπων με αναπηρία στον Πολιτισμό. Μόνο ένας ανάπηρος, ή όποιος ζει μαζί του, μπορεί να καταλάβει πόσο παράλογος και άδικος είναι ο τρόπος που λειτουργούμε.
Τα προβλήματα αυτών των συνανθρώπων μας, σε σχέση με τον Πολιτισμό, δεν σταματούν στην συμμετοχή τους ως ακροατές ή θεατές. Γιγαντώνονται όταν οι ίδιοι είναι δημιουργοί ή καλλιτέχνες. Σε έναν κόσμο «κανονικών», μοιάζει σχεδόν ανεπιθύμητη η παρουσία τους. Για παράδειγμα, ενώ η απαγόρευση (!) συμμετοχής αναπήρων σε εξετάσεις ιδιωτικών δραματικών σχολών έχει αρθεί σχετικά πρόσφατα με νόμο του κράτους, το τοπίο παραμένει θολό στις ίδιες τις κρατικές σχολές!
Την ώρα της συναυλίας, ψηφιζόταν στη Βουλή ο νόμος που αναγνωρίζει την Ελληνική Νοηματική Γλώσσα και τη γραφή Μπράιγ ως ισότιμες της Ελληνικής. Είναι ένα γεγονός που θα άξιζε να πανηγυρίσουμε, αν δεν θυμόμασταν πως βρισκόμαστε στο 2017 και συζητάμε ακόμα τα αυτονόητα.
Δυστυχώς, επικρατεί η αντίληψη πως κάθε θετικό βήμα επαφίεται στην καλή διάθεση ημών, των μη αναπήρων, ενώ χρωματίζεται αυτάρεσκα με μια δόση «ευαισθησίας», «φιλανθρωπίας» και «καλοσύνης». Σαν να τους κάνουμε κάποιο δώρο, από την καλή μας την καρδιά. Αρνούμαστε πεισματικά να καταλάβουμε πως τα ίσα δικαιώματα στη ζωή, για όλους και όλες, είναι υποχρέωση μιας κοινωνίας που θέλει να ονομάζεται ανθρώπινη και πολιτισμένη. Γιατί δεν υπάρχει Πολιτισμός, αν δεν είναι για όλους. Ακόμα και την σωστή λέξη «ανάπηρος» έχουμε φορτίσει αρνητικά, αποφεύγοντας πια να την χρησιμοποιήσουμε, μην προσβάλουμε κανέναν. Σαν να είναι η αναπηρία κάτι κακό. Επινοούμε, έτσι, φαινομενικά ουδέτερους όρους, όπως «άτομα με ειδικές ανάγκες», που όμως, στην ουσία τους, απομονώνουν και διαχωρίζουν περισσότερο.
Το σώμα μάς παρέχει πολλά εργαλεία. Όταν ένα εργαλείο λείπει, βρίσκει κανείς τρόπους ώστε να αναπτύξει τα υπόλοιπα. Όσοι το κάνουν, έχουν πολλά να μας χαρίσουν και να μας διδάξουν. Κι εγώ προσωπικά ένιωσα και έμαθα πολλά εκείνο το βράδυ.
Ήταν μια από τις σημαντικότερες συναυλίες της ζωής μου. Εύχομαι να έχει συνέχεια και αποτέλεσμα. Και μόνο αυτή να μείνει να θυμάμαι, όταν τα φώτα σβήσουν με το καλό, θα μου είναι αρκετή.
Πρώτη δημοσίευση: “Πανδοχείον”, Εφημερίδα Έθνος, 16/9/2017
Πηγή: http://www.alkinoos.gr