Του Αποστόλη Φωτιάδη
Δημοσιεύτηκε αρχικά στην Εφημερίδα των Συντακτών σε δυο μέρη στις 14/8 και 16/8
Μέρος 1ο
Μια επίτροπος ενθουσιάζεται ακούγοντας «νέα» που ήδη ξέρει
Στο συναισθηματικά φορτισμένο λόγο του για την Κατάσταση της Ενωσης, τον Σεπτέμβριο του 2016, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μιλά για τις υπαρξιακές απειλές που αντιμετωπίζει το έργο ζωής του, η Ε.Ε. Ζητά από τους Ευρωπαίους πολιτικούς να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις με καινοτόμο αποφασιστικότητα προκειμένου να διατηρηθεί ο ευρωπαϊκός «τρόπος ζωής».
Η «Ηπια Ισχύς δεν είναι αρκετή» για να αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες απειλές, θα πει o Γιούνκερ, πριν τονίσει ότι μια ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική είναι επειγόντως απαραίτητη. «Για να είναι ισχυρή η ευρωπαϊκή άμυνα, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία πρέπει να καινοτομεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα προτείνουμε πριν από το τέλος του έτους ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας, το οποίο θα ενισχύσει την έρευνα και την καινοτομία».
Το πρώτο πράγμα που ακαριαία ενισχύεται από την αναφορά του Γιούνκερ είναι ο ενθουσιασμός της επίτροπου για τη Βιομηχανία, Ελζμπιέτα Μπιενκόφσκα, που «τιτιβίζει» στο twitter: «Καλά νέα για την αμυντική βιομηχανία: νέο Ευρωπαϊκό Αμυντικό Ταμείο πριν από το τέλος του έτους!»
Η αλήθεια είναι ότι στα λεγόμενα του Γιούνκερ δεν υπάρχουν νέα ούτε για την αμυντική βιομηχανία, αλλά ούτε και για την Μπιενκόφσκα. Ενάμιση χρόνο πριν, τον Μάρτιο του 2015, η Μπιενκόφσκα είχε δημιουργήσει μια ομάδα προσωπικοτήτων (Group of Personalities – GoP) η οποία θα συμβούλευε την Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο υποστήριξης και προώθησης της έρευνας στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Το μείγμα προσώπων που προσκλήθηκαν σε αυτήν την πολιτική πρωτοβουλία ήταν σοβαρά ονόματα και τακτικοί επισκέπτες στα φόρα της βιομηχανίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, think-tankers και όλοι οι σημαντικοί διευθύνοντες σύμβουλοι της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένων των Indra, Saab, Airbus Group, BAE Systems, Finmeccanica (μετονομάστηκε σε Leonardo).
Μαζί και πολύ έμπειροι άνθρωποι με σοβαρή επιρροή σε θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτική της Ε.Ε., ισχυροί υποστηρικτές των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των ευρω-ατλαντικών σχέσεων όπως ο Σουηδός Καρλ Μπιλντ αλλά και ο διαχρονικός υποστηρικτής της στρατιωτικοποίησης της Ε.Ε., ευρωβουλευτής του Ευρ. Λαϊκού Κόμματος Μίκαελ Γκέλερ.
Η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φεντερίκα Μογκερίνι, υπεύθυνη και για μερικές από τις σημαντικότερες αποστολές στρατιωτικού χαρακτήρα της Ε.Ε. στο εξωτερικό, θα είναι επίσης παρούσα.
Η αναφορά που προέκυψε τον Φεβρουάριο του 2016 από τη διεργασία της ομάδας της Μπιενκόφσκα έχει τίτλο «Ευρωπαϊκή Έρευνα στον Τομέα της Άμυνας». Εισηγητής είναι το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Μελετών Ασφάλειας (EUISS), ένας οργανισμός της Ε.Ε. που ασχολείται με την ανάλυση σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
Εχοντας υπ’ όψιν ποιοι συγκροτούν αυτήν την ομάδα, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η αναφορά προτείνει μια θεσμική αναθεώρηση που θα έφερνε στην πρώτη γραμμή της αμυντικής πολιτικής τη βιομηχανία και τους αγαπημένους της συνομιλητές. Ούτε ότι προβλέπει μια «Προπαρασκευαστική Δράση» μεταξύ 2017 και 2020 ως ένα βήμα που θα οδηγήσει στην ενσωμάτωση ενός νέου Ευρωπαϊκού Ταμείου για έρευνα στον τομέα της άμυνας στον επόμενο προϋπολογισμό της Ε.Ε. (μετά το 2020).
Οι προτάσεις δεν είναι στον αέρα, αφού όλα αυτά θα ακολουθήσουν στον δρόμο που ήδη χαράσσει ένα πιλοτικό σχέδιο το οποίο ήδη έχει «θεσπιστεί στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. για το 2015» και προβλέπει 1,5 εκατομμύριο ευρώ για προγράμματα έρευνας στον τομέα της άμυνας.
Η έκθεση πρότεινε επίσης τη δημιουργία ενός ειδικού συμβουλευτικού οργάνου (Advisory Board) που θα υποστηρίζει την Επιτροπή κατά τη χάραξη της πολιτικής της για την έρευνα στον τομέα της άμυνας και την ενσωμάτωση αυτής στον τακτικό προϋπολογισμό της. Αυτό θα περιλαμβάνει εμπειρογνώμονες στον τομέα της άμυνας και εκπροσώπους εξειδικευμένων φορέων, προκειμένου να δομηθεί ο διάλογος «για την οδική χαρτογράφηση μεταξύ του κλάδου (του τελικού προμηθευτή) και των κρατών-μελών (οι έμπιστοι πελάτες)».
Συνιστάται επίσης στην Επιτροπή να αναζητήσει τη βοήθεια εξειδικευμένων φορέων «όπως ο Σύνδεσμος Αεροδιαστημικών και Αμυντικών Βιομηχανιών της Ευρώπης» (ASD) για την επιλογή εκπροσώπων στο συμβουλευτικό όργανο. Το ASD είναι το βασικό δίκτυο, ή απλούστερα λόμπι, που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα γιγάντων της στρατιωτικής βιομηχανίας στις Βρυξέλλες.
Μεταξύ των μελών του συναντά τις Airbus, Finmeccanica, Saab, Thales, Safran και BAE Systems καθώς και πολλές εθνικές ενώσεις που εκπροσωπούν τα βιομηχανικά τους συμφέροντα.
Παρότι τα συμπεράσματα του GoP της Μπιενκόφσκα προτείνουν μια σειρά από πολιτικές καινοτομίες, δεν υπήρχε τίποτα νέο στην τακτική που πρότειναν. Πριν από δεκαπέντε χρόνια η Ευρ. Επιτροπή και η βιομηχανία είχαν χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο για να ανοίξουν τον δρόμο προς τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για τον τομέα εσωτερικής ασφάλειας.
Και τότε ένα πιλοτικό ερευνητικό πρόγραμμα στον τομέα της ασφάλειας μοχλεύθηκε σε Προπαρασκευαστική Δράση έως ότου στον επόμενο προϋπολογισμό της Ε.Ε. (2014-2020) δίπλα στα χρήματα της έρευνας για την ασφάλεια που πολλαπλασιάστηκαν προστέθηκε το Ταμείο για την Εσωτερική Ασφάλεια (Internal Security Fund), προβλέποντας 3,5 δισ. για την προμήθεια βιομετρικών μηχανισμών μέσων συνοριακής επιτήρησης και άλλων προϊόντων ασφαλείας.
Μια έκθεση που είχε αναθέσει σε ειδικούς η Επιτροπή Ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η επιτροπή LIBE, επέκρινε έντονα από το 2014 τις ομάδες προσωπικοτήτων και τα συμβουλευτικά όργανα καθώς και ομάδες εργασίας όπου η πολιτική ασφάλειας και άμυνας υλοποιήθηκε ως μια «κλειστή κοινότητα με συμφέροντα όσον αφορά την ανάπτυξη τεράστιου περιθώριου κέρδους για τη βιομηχανία» η οποία «έχει επιτυχώς καθορίσει τις παραμέτρους και τη λογική της χρηματοδότησης της Ε.Ε. για την έρευνα στο τομέα ασφαλείας».
Η αναφορά της LIBE επίσης προέβλεπε ότι «στο μέλλον η χρηματοδότηση της έρευνας για την ασφάλεια θα τεθεί κυρίως στην υπηρεσία της βιομηχανίας αντί της κοινωνίας».
Η σύγκριση μεταξύ του GoP που δημιούργησε η Μπιενκόφσκα και εκείνου που πριν από δεκαπέντε χρόνια έθεσε τον οδικό χάρτη για την ενσωμάτωση της ατζέντας της εσωτερικής ασφάλειας από όπου εκκινεί η διείσδυση σε πόρους του προϋπολογισμού της Ε.Ε. είναι αποκαλυπτική.
Στην έκθεση «Ερευνα για μια ασφαλή Ευρώπη», που υποβλήθηκε στην Επιτροπή το 2004, φιγουράρουν τα προφίλ διευθυντικών στελεχών μεγάλων κατασκευαστών εξοπλισμών.
Μεταξύ άλλων, η Finmeccanica, η AirBus Group (τότε γνωστή ως EADS), η Thales, η Indra, η BAE Systems, ο αντιπρόεδρος της Siemens και ο τότε επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Χαβιέ Σολάνα, που ανέλαβε καθήκοντα έχοντας πριν υπηρετήσει τα προηγούμενα πέντε χρόνια ως επικεφαλής του ΝΑΤΟ.
Εισηγητής ήταν ξανά η EUISS, ενώ πάλι υπάρχουν εμπειρογνώμονες και βουλευτές του Ευρωκοινοβουλίου για την ολοκλήρωση του μείγματος καθώς και ο, πανταχού παρών, Καρλ Μπιλντ.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: ένας παλιός αντίπαλος που έγινε καλός φίλος των «γερακιών»
Η πληρότητα δεν φαίνεται να είναι το ισχυρό σημείο της υπο-επιτροπής Ασφάλειας και Αμυνας (SEDE) του Ευρωκοινοβουλίου. Τα αρχειοθετημένα βίντεο των συνεδριάσεών της δείχνουν συχνά ένα μικρο αριθμό ευρωβουλευτών να ακούνε εμπειρογνώμονες σε θέματα ασφαλείας ή γεωπολιτικούς αναλυτές που περιγράφουν ένα κόσμο «Μαντ Μαξ» πέρα από τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Στη συνέχεια οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων πολιτών παρεμβαίνουν με γενικά πολιτικά σχόλια.
Σπάνια υπάρχει αρκετός χρόνος για ερωτήσεις και απαντήσεις. Τα δημοφιλέστερα ζητήματα για τα μέλη της SEDE φαίνεται να είναι ένα μενού φόβου μπροστά σε υπαρξιακές απειλές: την ισλαμική τρομοκρατία, τον απομονωτισμό του Τραμπ και, ειδικά για τους ευρωβουλευτές των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, την «επιθετική και διχαστική ατζέντα του Πούτιν» κατά της Ε.Ε.
Παρά το γεγονός ότι τα οργανωμένα συμφέροντα δρομολόγησαν τη στρατιωτικοποίηση πολλών από τις χρηματοροές του προϋπολογισμού της Ε.Ε. χρόνια πριν αυτά τα ζητήματα αναδειχτούν ως κεντρικά, αυτό δεν φαίνεται να εμποδίζει αρκετούς βουλευτές του Ε.Κ. να προσαρμόσουν την αφήγησή τους.
«Ακόμα λιγότερο και από την αποτελεσματική άσκηση πιέσεων, θα υποστήριζα ότι η πλειοψηφία των ευρωβουλευτών και των ενδιαφερομένων σε αυτά τα όργανα καθοδηγούνται από μια αίσθηση φόβου και την ανάγκη να βρουν γρήγορες λύσεις, κατά την άποψή μου, σε δομικά προβλήματα διαρθρωτικής ασφάλειας» λέει η Μπόντιλ Βαλέρο, ευρωβουλευτής με τους Πράσινους και εκπρόσωπός τους στη SEDE αλλά και την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων (AFET).
Οι δύο αυτοί θεσμοί έχουν μετατραπεί σε οχήματα για την αιχμαλώτιση και απομόνωση της συζήτησης για τις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας. «Οταν απευθυνθήκαμε σε άλλες επιτροπές για την έρευνα ή τον προϋπολογισμό, μας είπαν ότι δεν ήταν οι ειδικοί στο θέμα» θα πει η Λετίσια Σεντού, υπεύθυνη προγράμματος του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την Καταπολέμηση του Εμπορίου Οπλων (ENAAT), μια μικρή συμμαχία οργανώσεων που εναντιώνονται στην άκριτη επέκταση των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Ομως το Ε.Κ. δεν ήταν πάντα τόσο φιλικό έδαφος για το αναδυόμενο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα. Ανοίγοντας τον δρόμο για μια πολιτική ασφάλειας της Ε.Ε. από το 2004 και για μια δεκαετία η βιομηχανία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιμετώπισαν «σημαντικές αντιθέσεις και σοβαρά εμπόδια στο εσωτερικό του Ευρωκοινοβουλίου» θυμάται ο Ben Hayes, ένας Αγγλος εμπειρογνώμονας σε ζητήματα ασφάλειας που για χρόνια συνεργάστηκε με τα ερευνητικά κέντρα Statewatch και Transnational Institute.
«Η κριτική από τους βουλευτές του Ε.Κ. στις επιτροπές ήταν συχνά έντονη και τα διάφορα επιμέρους έργα επιτήρησης που προωθήθηκαν από την Επιτροπή, όπως το PNR και το Smart Border (γνωστό πια ως Entry-Exit System), χρειάστηκαν χρόνια για να περάσουν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να λάβουν πολιτική έγκριση» θυμάται.
Αυτή τη φορά ο μετασχηματισμός από την ατζέντα της εσωτερικής ασφάλειας στη σκληρή στρατιωτικοποίηση δεν θα βρει τέτοιες αντιστάσεις. Το Ε.Κ. είχε μετατραπεί σε πολύ πιο φιλικό έδαφος. Οι παραδοσιακές πολιτικές διαχωριστικές γραμμές δεν εξηγούν την τρέχουσα ισορροπία, δεδομένου ότι πολλές φορές οι σοσιαλδημοκράτες και οι φιλελεύθεροι μοιράζονται πανομοιότυπες αφηγήσεις με τους χριστιανοδημοκράτες και άλλους συντηρητικούς του Ευρ. Λαϊκού Κόμματος.
Τα τεκμήρια επίσης δεν φαίνονται να αποτελούν προτεραιότητα κατά την εκτίμηση του μεγέθους μιας απειλής. Η ίδια η EUISS (οργανισμός της Ε.Ε. με ρόλο εισηγητή και στις δύο καίριες αναφορές) αναφέρει ότι το 2016 η Ε.Ε. των 28 επένδυσε 206 δισεκατομμύρια ευρώ στην άμυνα και η Ρωσία 42 δισεκατομμύρια ευρώ, σχεδόν τα ίδια με τη Γαλλία (43 δισεκατομμύρια ευρώ).
Η Ρωσία και η Ε.Ε. είχαν αυξημένες δαπάνες +4% από το 2012, με 14 κράτη-μέλη της Ε.Ε. να αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2014. Ωστόσο στην πλειονότητα των δημόσιων αναφορών γύρω από το ζήτημα συστηματικά συναντά κανείς το επιχείρημα ότι η εντατική μείωση εξοπλιστικών δαπανών των κρατών-μελών της Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια τις καθιστά ευάλωτες και οφείλει να αναστραφεί.
Το βήμα για αυτή την αλλαγή πορείας συντονίζουν μεγάλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., των οποίων η στρατιωτική βιομηχανία και ο ηγεμονικός ρόλος τους αναμένεται να είναι οι μεγάλοι επωφελούμενοι από τη διεύρυνση την πολιτικής για την Αμυνα και το νέο γεωπολιτικό τοπίο μέσα στο οποίο αυτή θα εξελιχθεί.
Οι υπουργοί Αμυνας της Γερμανίας και της Γαλλίας παρενέβησαν για να προωθήσουν τη στενότερη συνεργασία της Ε.Ε. στον τομέα της άμυνας με ένα διμερές Σχέδιο Δράσης που υποβλήθηκε υπ’ όψιν της Μογκερίνι, στις 11 Σεπτεμβρίου 2016.
Ωστόσο η δυναμική χτιζόταν ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα. Την εποχή που η ομάδα της Μπιενκόφσκα ολοκλήρωνε τα καθήκοντά της, ξεκινούσαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρκετές παράλληλες στοχευμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Μια πρώτη προερχόταν από τον ευρωβουλευτή της ALDE και πρώην υπουργό Εξωτερικών της Εσθονίας, Ουρμας Πάετ.
Η πρωτοβουλία του Πάετ για τη συγγραφή μιας αναφοράς ήταν μια συνηθισμένη κοινοβουλευτική διαδικασία που χρησιμοποιούν πολιτικές ομάδες οι οποίες επιθυμούν να προωθήσουν συγκεκριμένες ατζέντες, τα Own Initiative Reports ή INI.
To ΙΝΙ του Πάετ επικεντρώθηκε στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ενωσης (European Defense Union – EDU). Η άποψή του για την κατάσταση της ασφάλειας στην Ε.Ε. δεν αποκλίνει από την κυρίαρχη. «Ο κύριος λόγος για τη δημιουργία της EDU είναι η επιδείνωση της κατάστασης ασφάλειας στη γειτονιά της Ευρώπης, αλλά και στην ίδια την Ευρώπη αν σκεφτούμε τις τρομοκρατικές επιθέσεις τα τελευταία χρόνια» απαντά όταν ερωτάται γιατί πήρε την πρωτοβουλία και συνεχίζει:
«Είναι ζωτικής σημασίας η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της να αξιοποιήσουν όλες τις δυνατότητές τους, την εμπειρία και τις ικανότητές τους για να ενισχύσουν την ασφάλεια της Ευρώπης. Και μία από τις προϋποθέσεις για την ενίσχυση της ασφάλειάς μας είναι η συνεργασία στον τομέα της άμυνας μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., δηλαδή η EDU».
Την ίδια περίοδο ο σοσιαλδημοκράτης και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ιωάννης Μιρτσέα Πάσκου, ασχολείται με την ετήσια κοινοβουλευτική έκθεση για την Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας (που συνήθως αναφέρεται ως ετήσια έκθεση για την CSDP).
Ο Πάσκου, πρώην υπουργός Αμυνας της Ρουμανίας, είναι επίσης μέλος μιας σημαντικής οργάνωσης με επιρροή στο Ευρωκοινοβούλιο που προωθεί θέματα ασφάλειας και άμυνας με το όνομα Kangarou. Το όνομα έχει επιλεγεί για την ομάδα «λόγω της ικανότητάς του ζώου [καγκουρό] να κάνει μεγάλα άλματα πάνω από οποιοδήποτε εμπόδιο, αν και έχει μόνο μια μικρή τσέπη».
Ο Μίκαελ Γκέλερ, ο μοναδικός ευρωβουλευτής που συμμετείχε και στο GoP της Μπιενκόφσκα, είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου τού Kangarou Group. Ο Γκέλερ είναι επίσης εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την Αμυνα και την Ασφάλεια και γνωστός υπέρμαχος της διεύρυνσης στην πρόσβαση της αμυντικής βιομηχανίας στα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ε.Ε.
Οι αναφορές των Πάετ και Πάσκου, οι οποίοι εμπλέκονται στις επιτροπές AFET και SEDE (όπως και ο Γκέλερ), θα ακολουθήσουν το μακροσκελές γραφειοκρατικό ταξίδι τους σε υπο-επιτροπές και κοινοβουλευτικές ομάδες εργασίας, για να εγκριθούν τελικά από την Ολομέλεια του Ε.Κ. με μία μέρα διαφορά. Του Πάετ στις 22 Νοεμβρίου 2016, του Πάσκου στις 23. Και οι δύο, λιγότερο ή περισσότερο, αναπαράγουν τα βασικά επιχειρήματα της αναφοράς της ομάδας της Μπιενκόφσκα.
Πρότειναν όμως διάφορες επιπλέον καινοτομίες, συμπεριλαμβανομένης μιας πλήρους θεσμικής δομής για την ανάληψη και εφαρμογή της αμυντικής πολιτικής της Ε.Ε., τη συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Άμυνας, καθώς και την καλλιέργεια της ικανότητας της Ε.Ε. να αναπτύξει ένοπλες δυνάμεις σε ζώνες κρίσης.
Οι κοινοβουλευτικές εκθέσεις δεν είναι δεσμευτικές για την Επιτροπή, λέει η Βαλέρο, «ωστόσο, στην πρώτη παράγραφο της πρότασής της για ένα ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης στον τομέα της άμυνας, θα βρείτε μια αναφορά στην Αναφορά για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Ενωση (υποσημείωση 4). Αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο και σημαίνει ότι η Επιτροπή και η σοσιαλιστική, φιλελεύθερη, συντηρητική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο προσπαθούν σαφώς να ενδυναμώσουν και να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον».
Μέρος 2ο
Προς μια συνολική στρατιωτικοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ε.Ε.
Η επικοινωνία και η μόχλευση του momentum είναι κάτι που η Επιτροπή κάνει καλά. Μετά την ολοκλήρωση της μόχλευσης της πολιτικής δυναμικής στο Ευρωκοινοβούλιο (Ε.Κ.) τον Νοέμβριο του 2016, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για τον Γιούνκερ να καταλήξει σε συγκεκριμένα σχέδια για τη νέα αμυντική πολιτική. Για την ακρίβεια, χρειάστηκε ακριβώς μία εβδομάδα.
Στις 30 Νοεμβρίου ανακοίνωσε το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Δράσης για την Αμυνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EDAP), το οποίο έθετε σε εφαρμογή την Προπαρασκευαστική Δράση για την έρευνα στον τομέα της άμυνας, όπως προβλεπόταν στην αναφορά της ομάδας της Μπιενκόφσκα.
Το σχέδιο ήταν κάπως πιο φιλόδοξο απ’ ό,τι προβλεπόταν τόσο από την GoP όσο και την πλειονότητα των αναφορών του Ε.Κ. Ο επίτροπος έβαζε πραγματικά το χρήμα στο τραπέζι.
Το «ερευνητικό παράθυρο» του νέου προτεινόμενου χρηματοδοτικού εργαλείου (το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Αμυνα – European Defense Fund) που προϋπολόγιζε 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για έρευνα, αλλά προέβλεπε μια παράλληλη δομή που ονομάζεται «παράθυρο ικανότητας», η οποία πρακτικά μεταφράζεται σε χρήματα για προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού μέσω κοινοπραξιών κοινών κρατών-μελών.
Το ποσό αναφοράς, το οποίο θα μπορούσε να μετατραπεί αρκετά στο πλαίσιο της σχετικής τριλογίας (διαπραγμάτευση μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και θα έτρεχε μετά το 2021 ήταν 5 δισ. ευρώ ετησίως για όλο τον επόμενο προϋπολογισμό της Ε.Ε.
Το συνολικό ποσό προσέγγιζε τα 35 δισεκατομμύρια ευρώ, μέρος του οποίου θα προέρχεται άμεσα από πόρους της Ε.Ε. (το ⅕) πλαισιωμένο κυρίως από εθνικές εισφορές για τις οποίες η Επιτροπή προέβλεπε την προνομιακή μεταχείριση του να μην προσμετρώνται στους εθνικούς ισολογισμούς όπως προβλέπουν τα κριτήρια σταθερότητας.
Στην πορεία ο Γιούνκερ θα ανανεώσει την πρόταση ώστε να προβλέπει ακόμα 1,5 δισ. για προμήθειες άμεσα και μέχρι το τέλος αυτού του προϋπολογισμού. Πριν από επτά χρόνια, κατά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, η Ελλάδα είχε ζητήσει την ίδια ευέλικτη προσέγγιση σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες έναντι του ελλείμματος στον προϋπολογισμό της για να λάβει ένα ξερό «όχι».
Τα λεφτά της νέας χρηματοδοτικής δομής δεν ήταν τα μόνα στα οποία η βιομηχανία αναζητούσε πρόσβαση
Το εαρινό ενημερωτικό δελτίο του ASD το 2016 ανέφερε σχετικά με τον ρόλο της οργάνωσης ότι είχε συνεισφέρει σημαντικά προς την Επιτροπή για τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για την Αμυνα κυρίως «μέσω διαφόρων ομάδων εργασίας».
Επικέντρωνε ωστόσο στη δυνατότητα αξιοποίησης άλλων χρηματοδοτικών δυνατοτήτων πέρα από το πλαίσιο του Σχεδίου για την αμυντική πολιτική. Κυρίως στην πρόταση της Επιτροπής «που θα επέτρεπε στην Ε.Ε. να χρηματοδοτεί την απόκτηση στρατιωτικού εξοπλισμού από αναπτυσσόμενες χώρες» αλλά και το νέο πλάνο της Μογκερίνι για την εξωτερική πολιτική, το οποίο «βελτιώνει», για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, την «πρόσβαση σε χρηματοδοτικές γραμμές» σχετιζόμενες με την ασφάλεια.
Οπως προέβλεπε το ενημερωτικό δελτίο με τη συνδρομή των οργανωμένων συμφερόντων και την πλήρη κάλυψη του Γιούνκερ, τα σχέδια σε όλα τα μέτωπα είχαν ωριμάσει αρκετά μέχρι τη Σύνοδο Ηγετών τον Δεκέμβριο του 2016, όπου οι Ευρωπαίοι ηγέτες άνοιξαν τον δρόμο για τη φιλόδοξη εφαρμογή τους.
Ωστόσο μία μέρα μετά τη σύνοδο κορυφής, ο Σολάνα, συμβολική φυσιογνωμία μεταξύ των απολογητών της στρατιωτικοποίησης, δημοσίευσε άρθρο στον EUObserver στο οποίο, αν και χαιρετίζει τις εξελίξεις στην αμυντική πολιτική της Ε.Ε., καθιστά σαφές ότι τα λεφτά και η πρόοδος που είχε επιτευχθεί δεν ήταν αρκετά ώστε «η Ε.Ε. να δημιουργήσει ένα στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα». Εως τον Μάρτιο που η Ε.Ε. θα γιόρταζε τα 60 χρόνια της, τα πράγματα έπρεπε να είναι πολύ πιο συγκεκριμένα και με χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με τον Σολάνα.
Πριν από το πάρτι γενεθλίων της Ρώμης, η Λετίσια Σεντού απηύθυνε επιστολή στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, τον Γιούνκερ και τους αρχηγούς κρατών εξηγώντας γιατί η Ε.Ε. «πρέπει να παραμείνει ειρηνική λέσχη εθνών, αντί να συνεισφέρει σε νέες κούρσες εξοπλισμών».
Στην επιστολή τής Σεντού δεν διαβάζει κανείς μία καταγγελία του Σχεδίου για την άμυνα και του νέου ταμείου, αλλά την περιγραφή μιας ευρύτερης στρατιωτικοποίησης του προϋπολογισμού της Ε.Ε. σε όλα τα μέτωπα.
Εκτός από τα ορατά ποσά των 38,5 δισ. ευρώ που πρότεινε η EDAP (Προπαρασκευαστική Δράση και Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας για έρευνα και προμήθειες μετά το 2020) για τη στρατιωτική βιομηχανία, η Ε.Ε. εργάζεται για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των παραγωγών όπλων σε μια σειρά χρηματοδοτικών εργαλείων της Ε.Ε.
«Αυτό θα σήμαινε συγκεκριμένα το άνοιγμα άλλων χρηματοδοτικών μέσων της Ε.Ε. βάσει των δανείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI) (γνωστότερο ως πακέτο Γιούνκερ) και το COSME (Πρόγραμμα για την Ανταγωνιστικότητα των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων)» γράφει η Σεντού. Στα σχέδια αναφέρονται επίσης η αυξημένη χρήση των διαρθρωτικών ταμείων και άλλων περιφερειακών κονδυλίων.
Ακόμα και οι πιο ισχνές πιστωτικές δυνατότητες φαίνεται ότι προτεραιοποιούνται υπέρ του τομέα των εξοπλισμών: σύμφωνα με την Σεντού, «κονδύλια όπως το Erasmus+, το πρόγραμμα της Ε.Ε. για την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τη νεολαία και τον αθλητισμό» προσαρμόζονται στην ίδια λογική. «Τον Ιανουάριο του 2017, ήδη μια πρόσκληση υποβολής προτάσεων που ξεκίνησε στο πλαίσιο του Erasmus περιλαμβάνει την Αμυνα ως έναν από τους 6 τομείς προτεραιότητας».
Επίσης, η πρόθεση της Επιτροπής να εκτρέψει μέρος του προϋπολογισμού της Ε.Ε. για την αναπτυξιακή βοήθεια προς όφελος της στρατιωτικής βιομηχανίας, ενισχύεται και από τον διορισμό του Γάλλου κεντροδεξιού Αρνό Ντανζάν, αναγνωρισμένου από πολλούς ως ισχυρού υποστηρικτή της βιομηχανίας όπλων, ως εισηγητή του Ευρωκοινοβουλίου στη σχετική πρόταση.
Η ASD είχε πολύ νωρίς εκφράσει τη γνώμη της σχετικά, ότι τα αναπτυξιακά κονδύλια που προορίζονται για στρατιωτικούς σκοπούς «θα πρέπει να καλύπτουν την προμήθεια εξοπλισμού και υπηρεσιών». «Αυτό σημαίνει εξαγορά όπλων με αναπτυξιακά κονδύλια για την αντιμετώπιση της φτώχειας», σχολιάζει η Σεντού.
Ακόμα και εάν κάποιος αφήσει κατά μέρος κάθε επιπλέον χρηματοδοτική δυνατότητα που προκύπτει. Μόνο η αύξηση των άμεσων κεφαλαίων προς όφελος των εταιρειών της στρατιωτικής βιομηχανίας και των θυγατρικών τους από το 2004 μέχρι και τον επόμενο Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό μετά το 2020, για έρευνα και αγορά εξοπλισμών, μέσω του νέου ταμείου εκτοξεύεται από μηδέν σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Ένα πρόπλασμα του Ευρωπαϊκού Στρατού ζωντανεύει
Αναλυτές και ειδικοί στην πλειονότητά τους θεωρούν ότι οι εξελίξεις γύρω από την πολιτική για την άμυνα και η δημιουργία αποκλειστικών χρηματοδοτικών εργαλείων δεν θα δρομολογήσουν, από μόνες τους, μια αλλαγή του στρατιωτικού και γεωπολιτικού ρόλου της Ε.Ε. παγκοσμίως.
Ωστόσο ο Γιούνκερ, παράλληλα με τις οικονομικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες, συστηματικά επαναφέρει το θέμα του Ευρωστρατού.
«Ενας κοινός στρατός της Ε.Ε. θα έδειχνε στον κόσμο ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά ένας πόλεμος μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.», έχει δηλώσει στην εφημερίδα «Welt am Sonntag». «Ενας τέτοιος στρατός θα μας βοηθήσει επίσης να διαμορφώσουμε κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και να επιτρέψουμε στην Ευρώπη να αναλάβει τις ευθύνες της στον κόσμο».
Τα σχόλια του Γιούνκερ, ιδωμένα εντός ενός πλαισίου συνολικού μετασχηματισμού της Ε.Ε., δεν αποτελούν απλώς ρητορικά σχήματα. Σημαντικοί πολιτικοί παράγοντες στην Ε.Ε., κυρίως προσκείμενοι στον γαλλογερμανικό άξονα, μοιράζονται το όραμά του για αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ε.Ε. παγκοσμίως και δεν μένουν άπραγοι.
Τον Δεκέμβριο του 2016, την ίδια μέρα που οι ηγέτες της Ε.Ε. συγκεντρώθηκαν για να δώσουν μια πρώτη έγκριση στη νεόκοπη πολιτική για την άμυνα, ο Μίκαελ Γκέλερ έφερνε ακόμη μία έκθεση στην κοινή συνεδρίαση των κοινοβουλευτικών επιτροπών SEDE, AFET και AFCO (Συνταγματικών Υποθέσεων).
Ο ίδιος ανέφερε ότι «η αξιοποίηση της δυναμικής γύρω από τις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας» τροφοδοτούμενη από το Brexit και την εκλογή του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες «ήταν πολύ σημαντική ώστε να προχωρήσουμε», δίνοντας ζωή σε μία δομή που θα μπορούσε να φέρει στρατιωτικές αποστολές της Ε.Ε. σε κρίσιμες ζώνες.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Γκέλερ έδειχνε σαφώς ανικανοποίητος με τον ρυθμό της πολιτικής στρατιωτικοποίησης της Ε.Ε., δεδομένης της εξαιρετικής δυναμικής που ήταν διαθέσιμη.
Χαρακτήρισε τόσο το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για την Αμυνα όσο και τη στρατηγική για τις εξωτερικές υποθέσεις της Επιτροπής ως περιορισμένης επάρκειας και πρότεινε τη χρήση μιας ξεχασμένης διάταξης της Συνθήκης της Λισαβόνας, αποκαλούμενη από τους τεχνοκράτες της Ε.Ε. και ως «η ωραία κοιμωμένη της Λισαβόνας», της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO), προκειμένου να προωθηθεί η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ κρατών-μελών που είναι πρόθυμα.
Η Επιτροπή θα έπρεπε επίσης να επιλύσει ζητήματα, κυρίως νομικά εμπόδια για τη χρηματοδότηση, που απέτρεπαν την ανάπτυξης των ομάδων μάχης της Ε.Ε. (EU Battlegroups), άλλη μια δομή που υπάρχει μόνο στα χαρτιά εδώ και χρόνια, και να χρηματοδοτεί τόσο την PESCO όσο και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αμυνας (European Defense Agency) σε περιόδους ειρήνης.
Ο Γκέλερ (και ο συν-υπογράφων ευρωβουλευτής Εστέμπαν Γκονθάλεθ Πονς, επίσης από την Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) ουσιαστικά ελισσόταν εντός του δίκαιου της Ε.Ε. διεκδικώντας κάτι που η Ενωση, με την αυστηρή ερμηνεία των συνθηκών, δεν επιτρέπεται να κάνει, δεδομένου ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν επιτρέπει την αξιοποίηση χρημάτων της Ε.Ε. για αμιγώς στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Ο Γκέλερ ανέφερε, εξηγώντας την έκθεση στους συναδέλφους ευρωβουλευτές, ότι ο στόχος δεν ήταν να αλλάξουν οι συνθήκες «για τώρα», αλλά να αξιοποιηθούν ανεπαρκώς αναπτυγμένα νομικά μέσα «εντός της Συνθήκης της Λισαβόνας».
Η αντίδραση του Ούγγρου ευρωβουλευτή των Πράσινων, Τάμας Μέτσεριτς, κατά τη διάρκεια της ίδιας συνάντησης απεικονίζει γραφικά γιατί τα παράπονα του Γκέλερ για μη αξιοποίηση της δυναμικής δεν ευσταθούν.
Ο Μέτσεριτς διαπιστώνει ότι, εκείνη την εποχή, είχαν προχωρήσει θετικά τέσσερις διαφορετικές ενέργειες στο Ευρωκοινοβούλιο, μόνο τον Δεκέμβριο και τον Νοέμβριο του 2016, οι οποίες πρότειναν διάθεση κεφαλαίων «για κάθε είδους στρατιωτικές δαπάνες». Ενώ κάθε πρόταση κοινωνικής πολιτικής τα τελευταία δυόμισι χρόνια παίρνει την ίδια μονότονη απάντηση: «Δεν υπάρχουν λεφτά».
Εως τον Μάρτιο του 2017 η έκθεση του Γκέλερ είχε ήδη εγκριθεί στις επιτροπές και έπαιζε σαν άσος στα χέρια της Επιτροπής. Απαντώντας εάν η δυνατότητα αποστολής ενόπλων δυνάμεων της Ε.Ε. είναι πολιτική προτεραιότητα, αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα απαντήσει θετικά λέγοντας:
«Πράγματι, αυτό είναι ακριβώς ένα από τα θέματα στα οποία εργαζόμαστε τώρα, υπό την ηγεσία της Μογκερίνι», ώστε να αυξηθούν τα περιθώρια χρηματοδότησης για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Στις 22 Ιουνίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επικυρώσει ως πολιτικό πρόγραμμα της Ε.Ε. τα σχέδια Γιούνκερ για την Αμυντική Πολιτική και το Ταμείο Αμυνας αλλά και τον σχεδιασμό για τη Διαρθρωμένη Συνεργασία μεταξύ κρατών-μελών πάνω στην οποία οι από κοινού εξαγορές με λεφτά του ταμείου θα μπορούσαν να διεκπεραιωθούν.
Στα σκαλάκια της εξόδου ο νέος σταρ της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, Εμανουέλ Μακρόν, δηλώνει με αγοραίους όρους ότι «τα συμπεράσματα που υιοθετήσαμε πριν από λίγη ώρα για την άμυνα ανταποκρίνονται στους στόχους. Πρέπει να αναλογιστούμε την ιστορική τους φύση». Σε απόλυτη σύγκλιση είναι και οι δηλώσεις της Μέρκελ.
Με τα λεφτά στο τραπέζι, το πρόσχημα για την αποστολή δυνάμεων της Ε.Ε. στο πεδίο μπορεί να μη χρειαστεί πολύ χρόνος για να εμφανιστεί. Στα μέσα του προηγούμενου Μαΐου ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ και ο Ιταλός ομόλογός του Μάρκο Μινίτι ζητούσαν ήδη την αποστολή ευρωπαϊκών δυνάμεων μεταξύ Λιβύης και Νίγηρα για να κάνουν ό,τι δεν κατάφερε να κάνει η πολιτική της Ε.Ε. στην κεντρική Μεσόγειο.
Με λίγα λόγια, να σταματήσουν πρόσφυγες και μετανάστες να φτάσουν στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον EUObserver, στην κοινή δήλωση που απηύθυναν οι υπουργοί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφερόταν ότι μια αποστολή στα σύνορα μεταξύ των δύο εθνών ήταν αναγκαία το «συντομότερο δυνατόν».
Για όσους συνομιλούν με τον πυρήνα της κυριαρχίας που επεξεργάζεται τα σενάρια για το μέλλον της Ε.Ε., η ανάδυση ενός στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος στην Ε.Ε. συνδέεται άμεσα με την πίεση να ανοίξει ο δρόμος για την επιχειρησιακή στρατιωτική εμπλοκή της Ε.Ε.
Πρόκειται για μία διττή δυναμική που θα έχει τεράστια επίδραση στο μέλλον της Ε.Ε., κάτι που η Βαλέρο περιγράφει εμφατικά: «Ως ευρωβουλευτής από μια χώρα-κράτος μέλος της Ε.Ε. και μη μέλος του ΝΑΤΟ, μπορώ να πω ότι δεν θέλω η Ε.Ε. να μετασχηματιστεί σε μια στρατιωτική συμμαχία. Κάτι τέτοιο θα άλλαζε βαθιά τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης».