O πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στην συμπλήρωση ενός χρόνου από την ανάληψη των καθηκόντων του, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα πλήγματα που δέχονται οι κοινωνικές κατακτήσεις και θεωρεί τον αγώνα για ισότητα καρδιά της πολιτικής.
Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού.
Τι κοινό έχουν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Τουρκία, η Ουγγαρία και οι Φιλιππίνες; Την απάντηση δίνει ο πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (FIDH), ο οποίος μόλις συμπλήρωσε έναν χρόνο στη θέση αυτή. Ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Χριστόπουλος, πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, πιστεύει στην αποστολή του παλαιότερου δικτύου οργανώσεων δικαιωμάτων κι ενός από τα μεγαλύτερα στον κόσμο σήμερα. Και δίνει μια μάχη που δεν ξέρει αν θα την κερδίσει, «αλλά να μην τη δώσουμε, δεν γίνεται».
Επειτα από έναν χρόνο στην προεδρία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ποιο είναι το κεντρικό σας συμπέρασμα; Πηγαίνουμε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω;
Ενα βήμα εμπρός, δύο πίσω… Μικρές κατακτήσεις, μεγάλες οπισθοχωρήσεις. Στις μέρες μας εδραιώνεται σε όλο το βόρειο ημισφαίριο ένας τύπος διακυβέρνησης που απροσχημάτιστα αδιαφορεί για τα δικαιώματα. Υπάρχει ένα νήμα που ενώνει τις ΗΠΑ του Τραμπ, τις ακροδεξιές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, τη Ρωσία του Πούτιν και την Τουρκία του Ερντογάν, την Κίνα ή τις Φιλιππίνες του Ντουτέρτε. Παρά τις διαφορές τους, τα παραπάνω καθεστώτα φέρουν το στίγμα ενός πολιτικού αυταρχισμού, ως και ολοκληρωτισμού, για τον οποίο τα δικαιώματα είναι από αχρείαστες πολυτέλειες μέχρι απλώς συνωμοσίες των εχθρών. Αυτό, με δυο λόγια, είναι το οικουμενικό πρόβλημα των δικαιωμάτων σήμερα.
Με την ΕΕ να «χωράει» την Ουγγαρία του Ορμπαν και την Αμερική παραδομένη στον Τραμπ, μήπως χάνει το νόημά της η συζήτηση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Από τη στιγμή που έχουμε ισχυρές ηγεσίες αξιακά αντίθετες, ποια επίδραση μπορεί να έχουν οργανισμοί όπως η FIDH;
Ακριβώς η κατάσταση που περιγράφετε καθιστά την υπόθεση των δικαιωμάτων δομικά επίκαιρη. Οχι απλώς έχει νόημα, αλλά ο αγώνας για τα δικαιώματα είναι ένα από τα μεγάλα πεδία διεκδίκησης στον 21ο αιώνα. Η επίγνωση των αρνητικών συσχετισμών στον κόσμο είναι προϋπόθεση για την αλλαγή τους. Το ότι έχουμε τέτοιες ηγεσίες είναι ένας λόγος παραπάνω να παλεύουμε για τα δικαιώματα. Ειδάλλως, θα χάνουμε κι αυτά που έχουμε. Σκεφτείτε πώς θα ήμαστε χωρίς την αντίσταση των Αμερικανών στον Τραμπ!
Μήπως είναι πλέον ένας ρομαντικός αναχρονισμός αυτό που κάνετε; Να προσπαθείτε να προστατεύσετε τους πιο ευάλωτους σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο άνισος, όλο και πιο άδικος;
Σε μια εποχή που ο κυνισμός βαφτίζεται ρεαλισμός, οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων δεν μπορεί να είναι Δον Κιχώτες, μοναχικοί, αναποτελεσματικοί καβαλάρηδες καλών μα άπιαστων ιδανικών. Ο αγώνας για τα δικαιώματα θέλει στρατηγική και η στρατηγική χρειάζεται όραμα και σχέδιο συνάμα. Οπως σωστά επισημάνατε, το βασικό πρόβλημα είναι η ανισότητα. Αυτό δεν είναι υπόθεση των «ειδικών». Είναι συλλογικό πολιτικό επίδικο, διαρκώς επίκαιρο. Κανένας αναχρονισμός λοιπόν! Αυτή είναι η καρδιά της πολιτικής, των αγώνων για μια καλύτερη κοινωνία. Τη μάχη τη δίνουμε, έχει νίκες και ήττες. Δεν ξέρω αν θα την κερδίσουμε, αλλά να μην τη δώσουμε δεν γίνεται.
Πείτε μας κάτι ελπιδοφόρο. Τι σας εντυπωσίασε θετικά σε αυτό τον πρώτο χρόνο της θητείας σας;
Σε έναν χρόνο με έντονη δράση και αρκετά ταξίδια σε Αφρική, Ασία και Αμερική, αν έπρεπε να διαλέξω, με εντυπωσίασε η περίπτωση της Κολομβίας: μια χώρα βυθισμένη για μισό αιώνα στη βία και τον εμφύλιο καταφέρνει με μύρια προβλήματα να οδηγείται στην ανακωχή μέσα από επίπονες διαπραγματεύσεις των ανταρτών και της κυβέρνησης. Η αγωνία για ζωή…
Η οργάνωσή μας εκεί συμμετέχει ενεργά στη δημιουργία θεσμών μεταβατικής δικαιοσύνης. Η εμπειρία της αποστολής μου εκεί ήταν ανεπανάληπτη και η παρέμβασή μας στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των ανταρτών της FARC και της κολομβιανής κυβέρνησης, εξαιρετικό μάθημα. Αν, λοιπόν, υπάρχει ελπίδα στην Κολομβία, υπάρχει ελπίδα παντού.
Η θητεία σας συνέπεσε με την έξαρση του Προσφυγικού. Μπορέσατε να κάνετε κάτι; Σας άκουσε κανείς από τους πρωταγωνιστές στη διαχείριση της κρίσης;
Λίγα πράγματα… Η Ευρωπαϊκή Ενωση οχυρώνεται στην εσωστρέφειά της, δημιουργώντας «υγειονομικές ζώνες» προσφύγων και μεταναστών στην περιφέρειά της. Γι’ αυτό ο κόσμος των δικαιωμάτων είναι αντίθετος με τη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας και η Ελλάδα έχει ακόμα περισσότερους λόγους να μην τη θέλει. Αντί, δυστυχώς, η Κεντρική Ευρώπη να συμμορφωθεί σε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ευθύνης, η ΕΕ αναδιπλώθηκε στην κοντόθωρη και αντιδραστική ατζέντα των χωρών του Βίζεγκραντ. Τη στιγμή που η γερμανική κυβέρνηση επιβάλλει μνημόνια δημοσιονομικής αναπροσαρμογής και λιτότητας στη Νότια Ευρώπη, αφήνει ανενόχλητους τους δορυφόρους της στην Κεντρική Ευρώπη να υπονομεύουν κατάφωρα την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Στην ΕΕ θα χρειαζόταν ένα «προσφυγικό μνημόνιο» για την έμπρακτη αλληλεγγύη στα κράτη και τους ανθρώπους που δοκιμάζονται και την αναλογική κατανομή των προσφύγων.
Θα περίμενε κανείς ότι η χώρα μας, με κυβέρνηση της Αριστεράς, θα βρισκόταν στην πρωτοπορία για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Νομίζω όχι. Δεν έχει αλλάξει κάτι δραστικά στην ελληνική εξωτερική πολιτική σχετικά με τα δικαιώματα. Στο εσωτερικό, άτολμες κινήσεις «με το στανιό». Στο εξωτερικό, η Ελλάδα, δυστυχώς, επιλέγει να ανέχεται και να συνεργάζεται με δικτατορίες, όπως η Αίγυπτος, ή να αρνείται να καταδικαστεί από την ΕΕ η ισραηλινή εποικιστική δραστηριότητα στα Κατεχόμενα. Δυσάρεστο…
Ποιες χώρες – κυβερνήσεις είναι κατά τη γνώμη σας οι πιο ευαίσθητες σε τέτοια ζητήματα;
Θα μπορούσε κανείς να πει οι σκανδιναβικές χώρες. Ωστόσο, δεν είναι ακριβώς ζήτημα ευαισθησίας. Πολύ συχνά η ευαισθησία με την υποκρισία συνυπάρχουν θαυμάσια, όπως έχει δείξει πολλές φορές μέχρι σήμερα η δυτική πολιτική σε σχέση με τα δικαιώματα, με πρώτο και καλύτερο το παράδειγμα των μεγάλων χωρών, όπως των ΗΠΑ ή της Γαλλίας.
Παράλληλα με τη θητεία σας στη Διεθνή Ομοσπονδία συνεχίζετε το συγγραφικό σας έργο και την πανεπιστημιακή σας δουλειά. Τα καταφέρνετε;
Η δουλειά μου είναι να διδάσκω στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Από αυτό ζω και το ζω με όση αγάπη και δημιουργικότητα μπορώ. Βλέπω αντίκρισμα. Κάθε Δευτέρα πρωί, στις οχτώ, έχω το υποχρεωτικό μάθημα στο πρώτο εξάμηνο των φοιτητών στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, όπου διδάσκω. Η διδασκαλία είναι η αναπνοή μου. Ο συνδυασμός του ακτιβισμού και της δημόσιας παρέμβασης με την ακαδημαϊκή δουλειά δεν είναι πάντα εύκολος στην πράξη, αλλά είναι συναρπαστικός. Είμαι -πώς να το πω;- της «εφαρμοσμένης» θεωρίας.
Ποιο θα είναι το νέο σας βιβλίο;
Ελπίζω με το τέλος της θητείας μου να έχω ολοκληρώσει μια μελέτη που θα αξιοποιεί και την εμπειρία μου από την προεδρία της Ομοσπονδίας με θέμα -να το πω κάπως πρόχειρα- «Τα δικαιώματα στη θεωρία και την πράξη».
———
Πηγή: Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 27/08/2017