Του Tobias Grossmann
Τα μάτια διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στις καθημερινές κοινωνικές μας συνευρέσεις και ορισμένες φορές αναφέρονται μεταφορικά ως παράθυρα στις ψυχές μας. Τώρα υπάρχουν αναμφισβήτητες αποδείξεις που υποστηρίζουν την ιδέα ότι πολλές πληροφορίες σχετικά με το μυαλό ενός άλλου ατόμου μπορούν να αλιευθούν από τα μάτια του ή της. Σε μια απόδειξη αυτής της ιδέας, το «Reading the Mind in the Eye Test» (RMET), που αναπτύχθηκε από τον Simon Baron-Cohen και την ομάδα του στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει τεκμηριώσει την ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε τις εσωτερικές καταστάσεις από τα μάτια και την περιοχή που περιβάλλει τα μάτια. Το εύρος των πληροφοριών που τα μάτια επικοινωνούν σχετικά με το μυαλό των άλλων μπορεί να είναι κάπως περιορισμένο, όμως τα αποδεικτικά στοιχεία αντικρούουν τη μακροχρόνια άποψη των φιλοσόφων της σκεπτικιστικής παράδοσης ότι το περιεχόμενο του μυαλού των άλλων δεν μπορεί να παρατηρηθεί άμεσα. Αντίθετα, τα ανθρώπινα μάτια σχηματίζουν μια γέφυρα μεταξύ του εαυτού και του άλλου προσφέροντας άμεση πρόσβαση στην εσωτερική κατάσταση του άλλου ατόμου.
Το φαινόμενο είναι μοναδικό στον άνθρωπο. Πράγματι, μετά από σύγκριση με σχεδόν το ήμισυ όλων των πρωτευόντων ειδών, το ανθρώπινο μάτι έχει αποδειχθεί ότι είναι μοναδικό ως προς τη μορφολογία και την ανταπόκριση. Οι άνθρωποι δεν έχουν μόνο τη μεγαλύτερη οριζόντια επιμήκυνση του περιγράμματος των ματιών και τη μεγαλύτερη ποσότητα εκτεθειμένου ιστού (ονομάζεται σκληρός χιτώνας, ασπράδι) γύρω από τον οφθαλμικό βολβό, αλλά είναι και το μόνο είδος με σκληρό χιτώνα που είναι λευκός. Σε σύγκριση με τους πλησιέστερους ζώντες συγγενείς πρωτευόντων, τους χιμπατζήδες, εμείς οι άνθρωποι εστιάζουμε πιο σταθερά στην περιοχή των ματιών κατά τη σάρωση προσώπων. Στην ηλικία των 14 μηνών, το ανθρώπινο βλέμμα ακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά τα μάτια, ενώ άλλοι μεγάλοι πίθηκοι βασίζονται περισσότερο στην κατεύθυνση του κεφαλιού.
Η ευαισθησία στα μάτια εμφανίζεται νωρίς στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Από τη γέννηση, τα νεογέννητα βρέφη δείχνουν προτίμηση στα πρόσωπα, παρά την κακή οπτική τους οξύτητα. Τα ανθρώπινα βρέφη προτιμούν να κοιτούν πρόσωπα που έχουν ανοιχτά μάτια αντί κλειστά μάτια. Τα νεογνά παρουσιάζουν προτίμηση σε πρόσωπα μόνο με φυσικά μάτια, συμπεριλαμβανομένης της μαύρης ίριδας και του λευκού σκληρού χιτώνα, αντί τεχνιτών προσώπων με λευκή ίριδα και μαύρο σκληρό χιτώνα. Και τα βρέφη φαίνεται να αλιεύουν συναισθηματικές πληροφορίες για το μυαλό των άλλων, κοιτάζοντας τα μάτια, αναζητώντας κυριολεκτικά περιοχές του εγκεφάλου που, στους ενήλικες, συνδέονται με την κατανόηση της νοητικής κατάστασης ενός άλλου ατόμου. Εντυπωσιακό είναι ότι από την ηλικία των επτά μηνών, τα βρέφη ανιχνεύουν συναισθηματικά σήματα και διακρίνουν ανάμεσα στο άμεσο και το στραμμένο βλέμμα μόνο με βάση το ασπράδι των ματιών.
Η σύνδεση της νευροορμόνης ωκυτοκίνης ρυθμίζει την ανταπόκρισή μας στα σήματα των ματιών. Όταν η ορμόνη χορηγείται μέσω ρινικών οδών κατά τη διάρκεια μελετών, τα υποκείμενα που βλέπουν πρόσωπα παρουσιάζουν αυξημένη προσήλωση στα μάτια. Η ωκυτοκίνη επίσης ενισχύει σημαντικά την αναγνώριση των συναισθηματικών και νοητικών καταστάσεων από τα σήματα των ματιών.
Η μειωμένη ευαισθησία στα μάτια και στα σήματα των ματιών έχει περιγραφεί ως ένα από τα πρώτα αναγνωρίσιμα προειδοποιητικά σημάδια στην ανάπτυξη του φάσματος της διαταραχής του αυτισμού. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι, σε όλο το φάσμα του αυτισμού, ο προσανατολισμός στα μάτια αρχικά υπάρχει στα νεαρά βρέφη, αλλά αργότερα μειώνεται μεταξύ δύο και έξι μηνών. Χαρακτηριστικές διαφορές στις αντιδράσεις του εγκεφάλου στα σήματα του βλέμματος των ματιών που καταγράφηκαν σε ηλικία 6-10 μηνών προέβλεψαν αυτισμό που διαγνώστηκε στους 36 μήνες. Επιπλέον, τα μεγαλύτερα παιδιά με αυτισμό παρουσιάζουν αυξημένες αντιδράσεις του εγκεφάλου στα σήματα των ματιών μετά από ενδορινική χορήγηση ωκυτοκίνης. Η σχέση μεταξύ της ωκυτοκίνης και του διαβάσματος του μυαλού είναι πράγματι μεγάλη: έρευνα δείχνει ότι οι γενετικές αποκλίσεις που επηρεάζουν την απελευθέρωση ωκυτοκίνης και η εμπειρία του θηλασμού επηρεάζουν τη συναισθηματική αντίδραση των βρεφών στα μάτια ήδη από την ηλικία των επτά μηνών.
Γενικά, η ικανότητα να διαβάζει κανείς το μυαλό των άλλων αναπτύσσεται νωρίς στην ανθρώπινη βρεφική ηλικία και επηρεάζεται βαθιά από τα σήματα των ματιών. Το φαινόμενο δεν αποτελεί ρητή, εννοιολογική κατανόηση του μυαλού των άλλων, αλλά βασίζεται στην άμεση εμπειρία των συναισθηματικών και νοητικών καταστάσεων των άλλων.
Φυσικά, οι άνθρωποι διαβάζουν τους άλλους μέσω διάφορων τρόπων – την αίσθηση της αφής, για παράδειγμα, ή των φωνητικών σημάτων. Όμως τα σήματα των ματιών ήταν πάντοτε ανεκτίμητα κατά τη διάρκεια κοντινών αλληλεπιδράσεων χωρίς τη φυσική επαφή. Νωρίς στην εξέλιξή μας, τα σήματα των ματιών ήταν ζωτικής σημασίας για το συνεργατικό κυνήγι και τη συλλογή τροφής, πραγματικά απαραίτητα για τις ομάδες που προσπαθούσαν να αποφύγουν τα αρπακτικά και να πιάσουν το κυνήγι τους. Σήμερα, αυτά τα σήματα μας βοηθούν να διαπραγματευτούμε με τον κόσμο σε μεγάλο βαθμό, είτε περνώντας μέσα από πλήθη είτε λειτουργώντας στη δουλειά. Η επικοινωνία μέσω των ματιών είναι ένα βοήθημα στη συνεργασία, βοηθώντας μας να εντοπίσουμε και να συντονιστούμε με τους καλύτερους συνεργάτες, αποκτώντας πρόσβαση στο μυαλό τους. Τα μάτια ως παράθυρα στο μυαλό των άλλων μπορούν να θεωρηθούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης κοινωνικής λειτουργίας με βαθιές βιολογικές ρίζες.
Πηγή: Aeon
Μετάφραση: Pressenza Athens