Από την Άννα Μαρία Τζαφάρη
Όταν έρχεται με ένα υπέροχο φουλάρι στη δουλειά η συνάδελφός μου, όπως πάντα παίρνω την άδεια της για να κάνω σχέδια με αυτό στο κεφάλι μου. Διασκεδάζω όπως οι γάτες που παίζουν με τις κλωστές, κάνω διάφορα με μισό μέτρο ύφασμα. Είναι ωραίο αυτό το συναίσθημα, μου δίνει χαρά και το βλέπω σαν παιχνίδι. Κάποτε όμως δεν το έβλεπα έτσι. Κάποτε ήταν “πρέπει” και “υποχρεωτικό”, κάποτε ήταν “απαραίτητο”- αλλιώς δεν μπορούσα να βγω έξω από το σπίτι. Πάντα το φορούσα με τσατίλα και με πείσμα, το είχα δεμένο με ένα χαλαρό κόμπο για να μου πέφτει με τις κινήσεις μου και με λίγο αεράκι. Όταν είχαμε καλεσμένους –και άντρες ανάμεσα τους-, ήταν κάτι που “οπωσδήποτε” έπρεπε να το φορέσουμε. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να είσαι εκεί με ένα T-shirt δύο νούμερα μεγαλύτερο, ένα φαρδύ jean και μια μαντήλα στο κεφάλι. Τα μαλλιά μου ήταν φουντωτά και μακριά και μπορούσα άνετα να κάνω παιχνίδια στην μητέρα μου που ήταν θρήσκα. Τα μισά από τα μαλλιά μου πετάγονταν έξω από τη μαντήλα, μισά από πίσω και μισά από μπροστά. Δεν τολμούσα να κοιτάξω καθόλου τη μητέρα μου, ήξερα πως είχε γίνει κατακόκκινη από θυμό και πως αν την κοίταζα θα δάγκωνε το δεξί της χείλος με τρόπο, θα κουνούσε το κεφάλι σιγά και αργά με ένα τρόπο που μόνο εγώ καταλάβαινα, ενώ μετά θα έβγαζε έναν αναστεναγμό που σήμαινε “μαζέψου, αλλιώς αλίμονο μόλις φύγουν οι καλεσμένοι”.
Προτιμούσα να περνάω όμορφα με αυτά που έκανα. Έκανα αυτό που ήθελα και δεν με ένοιαζε το αποτέλεσμα. Δεν με ένοιαζαν τα χαστούκια, ούτε οι κλωτσιές και τα μαλλιοτραβήγματα που με περίμεναν. Μέσα μου ήμουν σίγουρη πως και η μαμά μου δεν ήθελε να φοράει τη μαντήλα, αλλά φοβόταν. Φοβόταν την οικογένεια, τη κοινωνία, το νόμο, τη θρησκεία, και αυτός ο φόβος είχε ριζώσει μέσα της, φοβόταν τον ίδιο της τον εαυτό. Είμαι σίγουρη πως φοβόταν. Μας είχαν μάθει στο σχολείο ότι “στην επόμενη ζωή” κάθε τρίχα από τα μαλλιά μας που ήταν έξω από τη μαντήλα θα γινόταν φίδι. Τρομακτικό!!! Την θυμάμαι ακόμα και όταν έβαφε τα μαλλιά της τη μητέρα μου, πάντα με τρόπο άφηνε επίτηδες μια τούφα από τα μαλλιά της έξω από τη μαντήλα της- ντρεπόταν, αλλά είχε ανάγκη να δείξει την ομορφιά της έτσι, είχε την ανάγκη έτσι να αισθάνεται ότι είναι γυναίκα. Την λυπόμουν αλλά δεν έλεγα τίποτα, δεν ήθελα να της δείξω πως καταλαβαίνω. Ήταν ακόμη πιο όμορφη έτσι, αλλά και όταν έκανε την προσευχή της και φορούσε κατάλευκα “Τζαντουρ” και “Μαντήλα” και τότε όμορφη ήταν. Ήμαστε 9 χρονών όταν μας ανάγκασαν να φοράμε μαντήλα και να κάνουμε προσευχή, επειδή έτσι ήταν και είναι ακόμη και ο νόμος του “Σαριάτ”, σύμφωνα με τον οποίο από αυτή την ηλικία θεωρούμαστε γυναίκες, ολόκληρες γυναίκες! Στο ένα χέρι κρατούσαμε με τα μικρά μας δάχτυλα κούκλες και στο άλλο μπορούσε να υπάρχει μια βέρα…
Ήμαστε τυχεροί, μεγαλώσαμε στην πόλη, σε μια μεγάλη πόλη. Σε πολλά μικρά χωριά παντρεύτηκαν –ή καλύτερα να πούμε ότι τις πάντρευαν- σε μικρή ηλικία. Σε μια θεοκρατική χώρα πάνω από όλα είναι ό,τι λέει και ό,τι θεωρεί σωστό η θρησκεία. Το θυμάμαι πολύ καλά, στο σχολείο μάς είχαν χωρίσει σε ομάδες, μια ομάδα ήταν για τη καθαριότητα, για να καθαρίζει τις πόρτες, τις τουαλέτες, μια ομάδα για τη πρωινή προσευχή και μια ομάδα για το ντύσιμο όπου μας προειδοποιούσαν ότι αν τα μαλλιά μας ήταν έξω από τη μαντήλα θα σημείωναν τα ονόματά μας και μετά από πολλές φορές θα φώναζαν τους γονείς μας.
Αν συνεχίζαμε να μη συμμορφωνόμαστε, μπορούσαν να μας διώξουν από το σχολείο. Ήταν ένας καλός τρόπος για να μάθουμε από μικροί ότι πάντα κάποιοι άλλοι θα μας λένε τι να φορέσουμε και πώς πρέπει να το φορέσουμε, κάποιοι άλλοι θα παίρνουν αποφάσεις για εμάς. Έτσι μάθαμε και όταν μεγαλώσαμε ακόμη και στο δρόμο η αστυνομία μας σταματούσε για το ντύσιμό μας, ενώ εμείς με σφιγμένα δόντια, με δάκρυα στα μάτια και την καρδιά γεμάτη θυμό ζητούσαμε “συγγνώμη” για να μην μας πάνε στο τμήμα και φωνάξουν τους γονείς μας, για να μην έχουμε φάκελο στο αστυνομικό τμήμα. Έτσι μάθαμε, άλλα μέσα μας έμεινε ένα μεγάλο τραύμα, μας έμεινε ένα πείσμα, μας έμεινε ο πόνος. Εμείς πάντα λέγαμε “ναι”, “μάλιστα”, “έχετε δίκιο”, αλλά μέσα μας βράζαμε. Ήμαστε καζάνια γεμάτα “ΟΧΙ”, καζάνια γεμάτα πόνο. Φτάσαμε μέχρι το σημείο που δεν μας ένοιαζε τι θα γινόταν- ούτε οι γονείς μας δε μπορούσαν να μας σταματήσουν. Κάναμε παιχνίδια με τα μαντήλια, τα είχαμε και τα έχουμε, αλλά τα φοράμε όπως θέλουμε. Παίζουμε με τα χρώματα. Οι εποχές που φορούσαμε μόνο μαύρα, συνέχεια, χειμώνα καλοκαίρι, τελείωσαν. Τώρα έχουν έρθει χρώματα στη ζωή μας, τα φέραμε εμείς στη ζωή μας, αλλά υπάρχουν ακόμη πολλά “ΔΕΝ”. Κάποτε στην ιστορία της χώρας μου τραβούσαν με τη βία τη μαντήλα από τα κεφάλια των γυναικών, ήθελαν να προχωρήσουμε, έτσι μας έλεγαν, ήθελαν να μοιάσουμε στις Ευρωπαίες, να φαινόμαστε μοντέρνες. Τότε έγινε υποχρεωτική η εκπαίδευση των γυναικών, μπορούσαν να πάνε στο πανεπιστήμιο. Και πολλά χρόνια αργότερα, μας έβαλαν στο κεφάλι ξανά μισό μέτρο μαύρο ύφασμα και μας επέβαλαν το ντύσιμο που διάλεξαν οι άντρες για εμάς. Θεωρούν πως εξαιτίας μας κάνουν αμαρτίες οι άντρες και έτσι προσπαθούν να προστατέψουν τους εαυτούς τους. Δεν είναι μόνο το “Χιτζάμπ” εδώ το ζήτημα, είναι ότι αν ως γυναίκα με μειώνουν και δεν μπορώ να έχω δικαίωμα στα μικρά πράγματα, δεν έχω να δώσω και πολλά στα παιδιά μου, και αυτός είναι ένας τρόπος για να κυβερνήσουν αυτοί για χρόνια, μήπως μάλιστα θεωρήσουν ότι μπορούν να κυβερνούν για πάντα.
Έπρεπε να γράψω για το “Χιτζάμπ“, και μάλλον γράφω ιστορίες από τη ζωή μου. Δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος, αλλά νομίζω μπορώ να πω αυτά που έζησα, αυτά που πιστεύω και αυτά που αισθάνομαι. Να κάνω έρευνα και να πω όσα καταγράφει η ιστορία γιατί είναι όμορφο και ενδιαφέρον, αλλά για μένα πιο ενδιαφέρον είναι να εκφράσω τους πόνους και τα βιώματά μου, αυτά που έζησα και αυτά που χρόνια δε μπορούσα να πω!!
Συντάκτρια η Άννα Μαρία Τζαφάρη | Επιμέλεια Αριάδνη Πολυχρονίου
Φωτογραφίες Ναντίρ Νούρι
Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο του συνεργάτη μας εδώ