Μετά την πλήρη κατάργηση των ρυθμίσεων για αναστολή των πλειστηριασμών χιλιάδες πλέον νοικοκυριά βρίσκονται αντιμέτωπα με την απειλή της απώλειας της κατοικίας τους. Οι προσδοκίες για μία ρύθμιση των οφειλών που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες των καταναλωτών και θα έδινε διέξοδο στην υπερχρέωσή τους διαψεύδονται. Η επιλογή της ανάθεσης της αντιμετώπισης του προβλήματος στα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα δεν αποδίδει τους επιθυμητούς καρπούς. Οι πολίτες που ανταποκρίνονται στις προσκλήσεις των τραπεζών, χορηγώντας τις πληροφορίες που τους ζητούνται, σε ελάχιστες περιπτώσεις λαμβάνουν μία πρόταση για ρεαλιστική και βιώσιμη ρύθμιση. Ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τραπέζης της Ελλάδος τείνει να μετατραπεί από τις τράπεζες σε ένα εργαλείο συλλογής στοιχείων και πληροφοριών για την κατηγοριοποίηση των δανείων ενόψει της επικείμενης πώλησής τους ή της καταναγκαστικής δίωξης των οφειλετών. Σε αυτή τη συγκυρία οι πλειστηριασμοί γίνονται το μέσον για την αύξηση της αξίας των προς πώληση δανείων, καθώς υπόσχονται σε εκείνον που θα τα αποκτήσει την εξουθενωτική πίεση και τον στραγγαλισμό των δανειοληπτών.
Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι αν δεν ληφθούν άμεσα και ουσιαστικά μέτρα για τη ρύθμιση των οφειλών με βάση τις πραγματικές δυνατότητες των πολιτών και τη στήριξη των αδύναμων καταναλωτών, οι πλειστηριασμοί θα προσλάβουν τα αμέσως επόμενα έτη εκρηκτικές για την κοινωνία διαστάσεις. Χιλιάδες νοικοκυριά θα οδηγηθούν στην απόγνωση, περιθωριοποίηση και εξαθλίωση, ενώ οι κοινωνικές συγκρούσεις θα κορυφωθούν, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομική και κοινωνική ζωή. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, η Πολιτεία δεν έχει προάγει αποτελεσματικές πολιτικές για τη διευθέτηση των κόκκινων στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, ενώ ανεπαρκείς, αν γενικά εξακολουθούν να υπάρχουν, παραμένουν πολιτικές που να καλύπτουν ανάγκες πρόνοιας και στέγασης των αδυνάτων που αυξάνονται μέσα στην παρατεταμένη οικονομική κρίση έχουν δημιουργηθεί.
Χρειάζεται σήμερα μία δίκαιη και ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερχρέωσης. Η λύση δεν είναι η ηλεκτρονική διεξαγωγή των πλειστηριασμών, με αδιαφάνεια, μακριά και κρυφά από την κοινωνία. Δίκαιη αντιμετώπιση μπορεί να είναι μόνο εκείνη που λαμβάνει υπόψη τα αίτια που οδήγησαν στο πρόβλημα. Επισημαίνουμε ενδεικτικά τρία στοιχεία:
α) Η υπερχρέωση των καταναλωτών είναι αποτέλεσμα μίας επιθετικής και χωρίς προηγούμενο πολιτικής πιστωτικής επέκτασης την δεκαετία του 2000 που ακολούθησαν οι τράπεζες και ενθάρρυνε και το ίδιο κράτος, παραμελώντας τους κανόνες του υπεύθυνου δανεισμού (αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων από 11 δις το 2000 ανήλθε σε 77 δις. το 2008).
β) Τα νοικοκυριά συμμετείχαν στην πιστωτική επέκταση, ρευστοποιώντας τα – δικαιολογημένα προσδοκώμενα με τα δεδομένα της εποχής – μελλοντικά εισοδήματα, προκειμένου να αποκτήσουν τη δική τους κατοικία. Ωστόσο, τα εισοδήματα αυτά δεν υπήρξαν στη δεκαετία που διανύουμε και πιθανότατα δεν θα υπάρξουν στον χρονικό ορίζοντα αποπληρωμής των δανείων αυτών.
γ) Τα νοικοκυριά επένδυσαν τα δάνειά τους σε υπερτιμημένες αξίες. Οι αξίες ήταν υπερτιμημένες, καθώς εξαιτίας της ραγδαίας πιστωτικής επέκτασης, η αξία των ακινήτων δεν διαμορφωνόταν από τον κόσμο της εργασίας αλλά από την ευκολία πρόσβασης στο δανεισμό. Οι αξίες, στις οποίες επένδυσαν τις πιστώσεις, κρίνονται, με τα σημερινά δεδομένα, υπερτιμημένες. Στην υπερτίμηση δε αυτή συνεισέφερε κατεξοχήν η ευκολία της πρόσβασης στο δανεισμό (ας θυμηθούμε τα στεγαστικά δάνεια στο 100-110% της πραγματικής αξίας της κατοικίας).
Η οικονομική κρίση έχει, λοιπόν, δημιουργήσει ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην εποχή της αμέριμνης πιστωτικής επέκτασης και στη νέα πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά και καλούνται να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Οι τελευταίοι, που ευθύνονται για τα σημερινά αδιέξοδα, είναι οι ίδιοι δανειολήπτες. Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να αποφύγουν τις ευθύνες τους, πωλώντας τα δάνεια αυτά σε τρίτους, αποκόβοντας τους δανειολήπτες από εκείνους με τους οποίους επέλεξαν να συναλλαχθούν Αντιθέτως, οφείλουν να αναγνωρίσουν τις ευθύνες τους στην πρόκληση του προβλήματος και να επιδιώξουν, στο πλαίσιο αμοιβαίως επωφελών και ισορροπημένων λύσεων, δηλαδή με βάση την πραγματική αξία των απαιτήσεών τους, τη διευθέτησή του. Εκείνο το οποίο σήμερα χρειάζεται είναι, επομένως, όχι μία πολιτική πλειστηριασμών αλλά μία πολιτική αναπροσαρμογής των δανειακών υποχρεώσεων στα νέα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί. Στο πλαίσιο αυτό η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προτείνει:
α) Την ενίσχυση της εφαρμογής του ν. 3869/2010, με την απλοποίηση των διαδικασιών ρύθμισης, όσον αφορά ιδίως την προστασία της κύριας κατοικίας. Σε αυτά περιλαμβάνεται η κατάργηση της λήξης της προστασίας της κυρίας κατοικίας στο τέλος του 2018.
β) Την ανασύνταξη του Κώδικα Δεοντολογίας της Τραπέζης της Ελλάδος, ώστε να αμβλυνθεί η ανισορροπία που διακρίνει σήμερα την εφαρμογή του και να υποχρεωθούν οι τράπεζες να προβαίνουν σε αιτιολογημένες προτάσεις διευθέτησης των οφειλών που θα ελέγχονται από ανεξάρτητες και αποτελεσματικές βαθμίδες.
γ) Την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων πριν τη διενέργεια οποιουδήποτε πλειστηριασμού να επιδιώκουν, κατά το πρότυπο του (προς ανασύνταξη) Κώδικα Δεοντολογίας, μία βιώσιμη ρύθμιση της οφειλής, με τη χορήγηση περιόδου χάριτος μέχρι δύο ετών, όπου υπάρχει αποδεδειγμένη αδυναμία.
δ) Την παροχή της δυνατότητας στους καταναλωτές να αγοράζουν, πριν την πώληση σε Εταιρείες εκμετάλλευσης των δανείων, οι ίδιοι το δάνειό τους, έστω και σε εύλογα προσαυξημένη τιμή, με το δικαίωμα της έντοκης αποπληρωμής του.
ε) Την παροχή του δικαιώματος στον οφειλέτη, όταν η αξία της κατοικίας υπερβαίνει τις εύλογες ανάγκες του ή τις δυνατότητες αποπληρωμής, να πωλήσει την κατοικία του, αγοράζοντας μία χαμηλότερου κόστους, μέχρι την αξία της οποίας θα μπορούν να μεταφέρονται σε αυτή οι εξασφαλίσεις των πιστωτών
στ) Τον περιορισμό της ευθύνης του οφειλέτη μέχρι την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, όταν αποδεδειγμένα οι πιστωτές απέβλεπαν στην εξασφάλιση αυτή για τη χορήγηση του δανείου.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καλεί την Πολιτεία να στηρίξει άμεσα πολιτικές και μέτρα ρύθμισης των χρεών με βάση τις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής, προστασίας της στέγης και ανακούφισης και βοήθειας των αδυνάτων.