Μια μη κυβερνητική οργάνωση που έχει έδρα στο Βερολίνο ξεκίνησε μια εκστρατεία με σκοπό να διασαφηνιστεί η περίπτωση των ανθρώπων που διαρρέουν πληροφορίες (whistleblowers) στο πλαίσιο της διεκδίκησης πολιτικού ασύλου. Μαζί τους βρίσκονται σημαντικοί δικηγόροι που υποστηρίζουν αυτή την προσπάθεια.
Στις αρχές του Ιουλίου 2013, μόλις μια εβδομάδα μετά την άφιξή του στη Ρωσία και λιγότερο από ένα μήνα από την διαρροή πληροφοριών σε σχέση με τη μαζική επιτήρηση που ασκεί η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ο Έντουαρντ Σνόουντεν έκανε αίτηση ασύλου σε 21 διαφορετικές χώρες. Μια από αυτές τις χώρες ήταν και η Γερμανία. Η αίτηση ασύλου του εκεί απορρίφθηκε καθώς δεν συνηγορούσαν προς αυτή τη κατεύθυνση οι απαραίτητες «προσυνθήκες». Στο κάτω κάτω οι ΗΠΑ είναι μια δημοκρατική χώρα με έννομο σύστημα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τότε Υπουργού Εσωτερικών, Hans-Peter Friedrich.
Ο τρόπος που αντιμετώπισε το θέμα η Γερμανική κυβέρνηση δεν φάνηκε όμως να πείθει τους Γερμανούς πολίτες. Έτσι ξεκίνησε εκστρατεία μηνών με πάγιο αίτημα την εγγύηση παροχής ασύλου στον Σνόουντεν. Εκεί γεννήθηκε το κίνημα «ένα κρεβάτι για τον Σνόουντεν», που γέμισε με στίκερ πολλές πόρτες σπιτιών της χώρας. Το αίτημα του κινήματος απέτυχε. Ο Σνόουντεν βρίσκεται ακόμα σε άγνωστο μέρος στη Μόσχα, καθώς εκκρεμμεί η απειλή της φυλάκισής του από τις ΗΠΑ, επειδή εξέθεσε κρατικά μυστικά. Έτσι μπήκε δυναμικά στο ζήτημα η μη κυβερνητική οργάνωση Blueprint for free speech.
Η οργάνωση και οι δικηγόροι που την στηρίζουν, επιθυμούν να καταταγεί η διαρροή πληροφοριών στις νόμιμες κατηγορίες για την παροχή πολιτικού ασύλου. Διοργάνωσε μάλιστα ένα συμπόσιο με καλεσμένους σπουδαίους νομικούς στο Βερολίνο πριν μερικές μέρες. Αν κάποιος καταφέρνει να ξεσκεπάζει μέσω της διαρροής πληροφοριών τη διαφθορά, ανήθικες πολιτικές κινήσεις ή ένα έγκλημα σε μια χώρα, δεν θα πρέπει να του παρασχεθεί νομική προστασία;
Η εκστρατεία ονομάζεται «Η Βερολινέζικη συνεργασία για την παροχή ασύλου στους πληροφοριοδότες». Όπως αναφέρει εκπρόσωπος της οργάνωσης «για να πετύχουμε το στόχο μας υπάρχει ανάγκη δράσης σε διεθνές επίπεδο, ευρωπαϊκό και εθνικών κυβερνήσεων, πρέπει να κινητοποιηθεί ο ΟΗΕ, η ΕΕ και τα Κοινοβούλια». Ο Guy Goodwin-Gill, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στη Μεγάλη Βρετανία και αξιοσέβαστη φυσιογνωμία σε ζητήματα διεθνούς προστασίας, διέκρινε δυνατότητες επιτυχίας σε αυτή την εκστρατεία. Δηλώνει στη Deutsche Welle: «Μερικές φορές τα εθνικά συστήματα παροχής προστασίας δεν λειτουργούν, είτε εξαιτίας του είδους της πληροφορίας που διαρρέει ο πληροφοριοδότης, αλλά κυρίως γιατί τα κράτη συνήθως δεν έχουν κανένα απολύτως συμφέρον να προστατεύσουν όσους διαρρέουν αυτές τις πληροφορίες, ασχολούνται περισσότερο με το να προστατεύσουν τις εταιρίες ή να προστατευθούν μεταξύ τους, γιατί μερικές από αυτές τις διαρροές φέρνουν στο φως ανήθικες πρακτικές. Επομένως αν για κάποιο λόγο το αίτημα προστασίας αποτύχει σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει ο αιτών ή η αιτούσα να μπορούν να ζητήσουν διεθνή προστασία».
Ο William Bourdon, ξακουστός δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εκπροσωπεί τον Antoine Deltour για τη διαρροή των LuxLeaks και είναι και μέρος μιας διεθνούς ομάδας που υπερασπίζεται τον Σνόουντεν ήταν ενθουσιασμένος με την πρωτοβουλία της ΜΚΟ Blueprint: «Οι διαρροείς πληροφοριών θα πρέπει να υποστηρίζονται ολοένα και περισσότερο, γιατί είναι καθήκον των δικαστών να προσαρμόζουν το βλέμμα τους στην εξέλιξη της κοινωνίας και καθήκον τους να προσαρμόζουν τις νομικές τους απόψεις υπέρ της νέας αυτής γενιάς των πληροφοριοδοτών». Το κλειδί για να υπάρξει μια θετική εξέλιξη σύμφωνα με τον Goodwin-Gill είναι να κατανοηθεί η πολιτική διάσταση του ανθρώπου που κάνει τη διαρροή. Αν το κράτος διοικεί φυσικά είναι θέμα δημοσίου συμφέροντος η όποια κακή πρακτική. Αν οι κυβερνήσεις συνάπτουν συμβόλαια με ιδιωτικές εταιρίες και αυτές οι εταιρίες εκτεθούν για διαφθορά ή ανήθικες πρακτικές, πάλι οι διαρροές των πρακτικών τους ανάγεται σε ζήτημα προστασίας δημοσίου συμφέροντος και άρα να είναι πολιτικό θέμα.
Ο αγώνας δεν θα είναι εύκολος. Το σίγουρο είναι ότι έχει κινήσει το ενδιαφέρον των ακτιβιστών, των δικηγόρων και της κοινής γνώμης στη Γερμανία και αυτό είναι ήδη πολύ σημαντικό για αρχή.