Το αποτρόπαιο σενάριο επαναλαμβάνεται: σήμερα στο Μάντσεστερ αθώες οικογένειες θρηνούν τα αθώα παιδιά τους που σκοτώθηκαν από ένα άλλο παιδί, συνομήλικό τους. Στη Μέση Ανατολή συμβαίνει ακριβώς το ίδιο, αλλά ενώ τα μέσα μάς παρέχουν κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια για τα πρώτα, μαζί με σπαραξικάρδιες φωτογραφίες και εκκλήσεις στο τουίτερ, σιωπούν για τα δεύτερα, αυτά που σκοτώνονται από τις βόμβες της Δύσης και των συμμάχων της. Τις βόμβες που, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Ομπάμα σε μια συνέντευξή του στα Vice News το μάρτιο του 2015, αποτελούν μία από τις κύριες αιτίες εξάπλωσης της Αλ Κάιντα και του Isis. Το ένα εκατομμύριο νεκροί στο Ιράκ -από τον επονομαζόμενο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας- και οι 220.000 νεκροί στο Αφγανιστάν, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το μάρτιο του 2015 από τους Physicians for Social Responsibility, παραμένουν, ωστόσο, ανώνυμοι και μακρινοί. Δεν καταλαμβάνουν τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων και των τίτλων των ειδήσεων και έτσι είναι εύκολο να λησμονηθούν. Και, κυρίως, είναι εύκολο να αποφευχθεί η σύνδεση και η σύγκριση με τους κοντινούς και οικείους νεκρούς του Μάντσεστερ, του Λονδίνου, του Βερολίνου, της Νίκαιας και του Παρισιού.
Όπως πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα κροκοδείλια δάκρυα περισσεύουν: όταν ο Ντόναλντ Τραμπ αντιδρά σ’ αυτό το πολλοστό, φριχτό αιματοκύλισμα δηλώνοντας ότι «η διεστραμμένη ιδεολογία των τρομοκρατών θα εξολοθρευτεί και οι αθώες ζωές θα προστατευτούν», μιλά ίσως με την κυνική αυτοϊκανοποίηση του επιχειρηματία για τη συμφωνία των 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την πώληση όπλων που πρόσφατα έκλεισε με τη Σαουδική Αραβία (η οποία υποδεικνύεται από πολλούς ως ο όχι και τόσο αφανής χορηγός του Isis); Όπως και οι άλλοι αμερικανοί πρόεδροι πριν από αυτόν, έχει άραγε αφιερώσει έστω και μια μόνο σκέψη του στις αθώες ζωές που χάνονται από τους αδίστακτους βομβαρδισμούς που πραγματοποιεί η χώρα του στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη Συρία (για να μην αναφέρουμε τον μακρινό αλλά καθόλου λησμονημένο πόλεμο του Βιετνάμ);
Όταν η Τερέζα Μέι μνημονεύει τους νεκρούς και τους τραυματίες που βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση στα νοσοκομεία, βεβαιώνει ότι «οι τρομοκράτες δε θα νικήσουν ποτέ. Οι αξίες μας και ο τρόπος ζωής μας θα υπερισχύουν πάντα», θεωρεί πιθανή μια νέα απόπειρα και καλεί τη χώρα να ετοιμαστεί και για άλλες δύσκολες στιγμές, μιλά άραγε νιώθοντας ειλικρινή θλίψη για τα θύματα ή από εκλογική σκοπιμότητα εν όψει της ψηφοφορίας της 8ης ιουνίου; Το Ηνωμένο Βασίλειο θα είχε αποφύγει πολλές τρομοκρατικές απόπειρες αν δεν είχε συμμετάσχει σε τόσους παράνομους και αιματηρούς πολέμους, ξεκινώντας από εκείνον του Ιράκ. Αλλά το ξέρουμε πια, το να παρουσιάζεσαι ως ισχυρός και αποφασιστικός ηγέτης που έγνοια του είναι η ασφάλεια της χώρας, το να τρφοδοτείς τους φόβους των εκλεκτόρων σου και να ελπίζεις ότι ένας τρομαγμένος και συγκλονισμένος λαός θα αφεθεί να παρασυρθεί από αυτήν την υποκρισία, είναι δυστυχώς μια στρατηγική που έχει συχνά αποδειχτεί επιτυχής.
Το 1962 ο Μπομπ Ντίλαν έθετε στο γνωστό τραγούδι του “Blowing in the wind” ερωτήματα που εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα:
«How many times must the cannon balls fly
Before they’re forever banned
How many ears must one man have
Before he can hear people cry
Yes, ‘n’ how many deaths will it take till he knows
That too many people have died?» (1)
Η απάντηση, έλεγε ο Ντίλαν, φυσά στον άνεμο. Θα βρούμε άραγε τρόπο να την ακούσουμε και να καταφέρουμε επιτέλους να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της βίας και της εκδίκησης;
(1) «Πόσες φορές πρέπει οι οβίδες να πετάξουν, πριν για πάντα να απαγορευτούν, Πόσα αυτιά πρέπει ένας άνθρωπος να έχει για ν’ ακούσει τον κόσμο που κλαίει, Και πόσοι θάνατοι θα χρειαστούν μέχρι να ξέρει ότι υπερβολικά πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει;»