Του Boaventura de Sousa Santos
Η αποικιακή αλαζονεία εμπόδισε τη Γηραιά Ήπειρο να αντιληφθεί τις καινοτομίες που παράγονταν στο Νότο. Τώρα πια, κορεσμένοι και ανίκανοι να δημιουργήσουν, θα ανοίξουν άραγε οι Ευρωπαίοι τα μάτια τους;
Μια αίσθηση ιστορικού και πολιτικού κορεσμού πλήττει την Ευρώπη και το Βορά γενικά. Μετά από πέντε αιώνες επιβολής των λύσεών της στον κόσμο, η Ευρώπη μοιάζει ανίκανη να δώσει απάντηση στα δικά της προβλήματα και αφήνει τη λύση τους στα χέρια πολυεθνικών επιχειρήσεων μέσω των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου που στόχος τους είναι να αφανίσουν και τα τελευταία απομεινάρια κοινωνικής συνοχής και περιβαλλοντικής συνείδησης που επιτεύχθηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι περισσότερο συνέπεια παρά αιτία της αποσύνθεσης ενός διεφθαρμένου, δυσλειτουργικού και αντιδημοκρατικού πολιτικού συστήματος, στο οποίο ο υποψήφιος που παίρνει τις περισσότερες ψηφους στις εθνικές εκλογές μπορεί να ηττηθεί από τον υποψήφιο που πήρε από τους πολίτες τρία εκατομμύρια λιγότερες ψήφους. Κυριαρχεί η πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές για την κρίσιμη κατάσταση στην οποία έχουμε φτάσει.Οι παγκόσμιοι ηγέτες, στο πρόσφατο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, αναγνώρισαν ότι οι 8 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου κατέχουν τόσο πλούτο όσο το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά καθόλου δεν τους πέρασε απ’ το κεφάλι η ιδέα να στηρίξουν πολιτικές που θα συνεισέφεραν στην αναδιανομή του πλούτου. Αντίθετα, παρότρυναν τους δυστυχείς αυτού του κόσμου να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους για να πλουτίσουν κι εκείνοι κάποια μέρα…
Στο μεταξύ, τα εργαλεία παγκόσμιας κοινωνικής ανάλυσης και επικοινωνίας που διαθέτουμε μας εμποδίζουν να δούμε ότι έξω από την Ευρώπη και το Βορά, υπάρχουν πολλές κοινωνικές και πολιτικές καινοτομίες που εγγυώνται ένα πιο δημοκρατικό, κοινωνικά πιο αλληλέγγυο και οικολογικά πιο βιώσιμο μέλλον. Περιέργως, κάποιες από αυτές τις λύσεις προέρχονται από ευρωπαϊκές ιδέες και εμπειρίες (που η Ευρώπη εγκατέλειψε) και που ερμηνεύτηκαν και σχηματοποιήθηκαν εκ νέου μέσα σε άλλα συγκεκριμένα πλαίσια, απαλλαγμένες από δόγματα και «ορθότητες». Ταυτόχρονα, η Ευρώπη μοιάζει να συρρικνώνεται, ενώ ο μη ευρωπαϊκός κόσμος επεκτείνεται. Το μέλλον του κόσμου θα είναι πολύ λιγότερο ευρωπαϊκό σε σχέση με το παρελθόν του.
Θα ήταν λογικό να σκεφτεί κάποιος ότι η Ευρώπη θα ενδιαφερόταν να γνωρίσει καλύτερα ό,τι καινοτόμο εμφανίζεται στον κόσμο. Αλλά για να γίνει αυτό η Ευρώπη θα έπρεπε να είναι διατεθειμένη να αναρωτηθεί για το πώς καθ’ όλη τη σύγχρονη εποχή υπήρξε δασκάλα του κόσμου, και να φανταστεί τον εαυτό της ως μαθήτρια του κόσμου, ως «συμμαθητευόμενη» του μέλλοντος μαζί με άλλες περιφέρειες και πολιτισμούς του κόσμου. Συμβαίνει ότι η Ευρώπη έχει τεράστια δυσκολία να διδαχτεί από μη ευρωπαϊκές εμπειρίες –ειδικά αν προέρχονται από το Νότο- λόγω μιας επίμονης αποικιακής προκατάληψης. Τελικά, πώς θα μπορούσε η Ευρώπη να ωφεληθεί από τις εμπειρίες «πιο καθυστερημένων περιφερειών και πολιτισμών», από λύσεις που εξάλλου παραπέμπουν σε προβλήματα που η Ευρώπη, αποδεδειγμένα, έλυσε προ καιρού;
Πώς να νικήσουμε αυτήν την προκατάληψη και να δημιουργήσουμε μια καινούρια διαθεσιμότητα για αμοιβαία μάθηση σε παγκόσμια κλίμακα; Για να απαντήσουμε, πρέπει να πάμε πίσω στο χρόνο. Η περίοδος ακμής της Ευρώπης ως παγκόσμιας και αυτοκρατορικής δύναμης τελείωσε το 1945. Όταν οι περιφερειακές χώρες του Νότου-πολλές από αυτές παλιές ευρωπαϊκές αποικίες- ανεξαρτητοποιήθηκαν και προσπάθησαν να χαράξουν την ιστορία τους σε ένα μετα-ευρωπαϊκό κόσμο, το έδαφος έγινε ανώμαλο, με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ να αμφισβητούν κάθε απόπειρα αποδέσμευσης από το καπιταλιστικό σύστημα και τη Σοβιετική Ένωση να αρνείται κάθε εναλλακτική που δεν ήταν δική της. Το κίνημα των μη ευθυγραμμισμένων που ξεκίνησε το 1955 με τη Συνδιάσκεψη του Μπαντούγκ –που συγκάλεσαν οι πρόεδροι Νεχρού (Ινδία), Νάσερ (Αίγυπτος), Νκρούμαν (Γκάνα) και Τίτο (Γιουγκοσλαβία)- ήταν η πρώτη εκδήλωση ιστορικής πρόθεσης για το σχεδιασμό μιας πορείας που θα πήγαινε πέρα από το διπολικό και αντιφατικό όραμα που πρόσφερε στον κόσμο η Ευρώπη. Φιλελεύθερο και καπιταλιστικό ή μαρξιστικό και σοσιαλιστικό, δυο συστήματα αναίσθητα στις εξω-ευρωπαϊκές πραγματικότητες και που αμφότερα απαιτούσαν ανεπιφύλακτη αφοσίωση. Αυτή η διαίρεση των πραγμάτων που απεικονίζεται δραματικά με τον Ψυχρό Πόλεμο, έθεσε ανεπίλυτα διλήμματα στις νέες πολιτικές ελίτ του Νότου, συμπεριλαμβανομένων των πιο απομακρυσμένων από το δυτικό καπιταλιστικό και κομμουνιστικό πολιτισμό, που διέκριναν και στα δυο συστήματα δίδυμες παγίδες που βασίζονταν στην κυριαρχία του «λευκού ανθρώπου».
Το κίνημα των μη ευθυγραμμισμένων εξουδετερώθηκε στο μεταξύ από τον παγκόσμιο φιλελευθερισμό και από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, και ο αποκαλούμενος Τρίτος Κόσμος διαφοροποιήθηκε σε σημείο που έχασε το περιεχόμενό του. Όμως αυτό δεν εμπόδισε το σχεδιασμό και την εφαρμογή νέων λύσεων. Κάθε φορά, ωστόσο, που αμφισβητούσαν την κυριαρχία του Βορά και ιδιαίτερα του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, αυτές οι λύσεις πολεμήθηκαν βίαια: από το εμπάργκο στην Κούβα μέχρι την καταστροφή του Ιράκ, της Λιβύης και της Συρίας· από τη Νέα Παγκόσμια Τάξη μέχρι την εξουδετέρωση των BRICS (τη συνεργασία ανάμεσα στις αποκαλούμενες αναδυόμενες χώρες: Βραζιλία, Ρωσία, Κίνααι Νότια Αφρική). Η αλήθεια είναι ότι, παρ’ όλ’ αυτά, η επιμονή με την οποία οι λαοί του κόσμου αναζητούν λύσεις απελευθέρωσης και αυτονομίας, συνεχίζει να εκπλήσσει τους αναλυτές. Δεν πρόκειται για την εξιδανίκευση αυτής της επιμονής ή για την αποδοχή άνευ κριτικής λύσεων που προκύπτουν από αυτή. Πρόκειται απλώς για την έναρξη ενός διαλόγου που δε θα εξαντλείται στις λύσεις που ένα μικρό μέρος –το ευρωκεντρικό- νομιμοποίησε στο παρελθόν. Αυτές οι λύσεις ήταν, διαδοχικά ή ταυτόχρονα, η αποικιοκρατία, ο εκχριστιανισμός, η νεο-αποικιοκρατία, ο ιμπεριαλισμός, η ανάπτυξη, η παγκοσμιοποίηση, η εξωτερική βοήθεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανθρωπιστική βοήθεια. Εξαρτώμενος από αυτές τις λύσεις, ο μη ευρωπαϊκός κόσμος κατέληξε πάντα να τις υιοθετεί, εκούσια ή καταναγκαστικά, γεγονός στο οποίο συνίσταται και η υποδεέστερη θέση του σε σχέση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αλλά ποτέ δεν έπαψε να σκέφτεται «έξω από το ευρωκεντρικό κουτί». Στη σημερινή εποχή της φαινομενικής εξάλειψης των εναλλακτικών, αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να αποδειχτεί πολύτιμος για την προώθηση της δυνατότητας νέων παγκόσμιων μαθημάτων ως εναλλακτική στην αποτελμάτωση και τον πόλεμο.
Εκ μέρους τις Ευρώπης δύο είναι η προϋποθέσεις απόκτησης αυτής της μάθησης και καμιά από αυτές δεν αντιστοιχεί σε γρήγορες λύσεις. Αμφότερες συνεπάγονται την κατασκευή ενός νέου οράματος της Ευρώπης. Η πρώτη συνίσταται στην υποβολή σε μια εκ βάθους συζήτηση της ίδιας της έννοιας της Ευρώπης. Πρέπει να ξεκινήσουμε έχοντας κατά νου ότι δεν υπάρχει ένας επίσημος ορισμός του «ευρωπαίου», τουλάχιστον όσον αφορά στις πολιτισμικές πολιτικές. Πόσες Ευρώπες υπάρχουν; Πόσες είναι οι ευρωπαϊκές χώρες; Τι σημαίνει να είσαι Ευρωπαίος; Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η επανένωση της Γερμανίας και η μετακίνηση σε μεγάλη κλίμακα μεταναστών, εργαζομένων και προσφύγων σε όλη την Ευρώπη, δημιούργησαν μια νέα περιπλοκότητα τόσο στο πεδίο του ορισμού της «ταυτότητας» όσο και των συνόρων. Γι’ αυτό το λόγο πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η συζήτηση για την «ταυτότητα της Ευρώπης» είναι πρόωρη. Όπως δεν υπάρχει «μία Ευρώπη» παρά μάλλον μια πληθώρα ιδιαίτερων και παράλληλων ιστορικών ορισμών, υπάρχουν αντιτιθέμενες και αντίπαλες «ευρωπαϊκές τατότητες» που εξαρτώνται από το σχεδιασμό των συνόρων και την αντίληψη της φύσης της «ευρωπαϊκότητας». Οι υπηρεσίες μετανάστευσης και συνόρων αναπτύσσουν τις δικές ιδέες πάνω στην Ευρώπη και την ευρωπαϊκή ταυτότητα, αλλά χωρίς καμιά σύνδεση με άλλα επίπεδα συζήτησης.
Η δεύτερη προϋπόθεση, στενά συνδεδεμένη με την πρώτη, αναφέρεται σ’ αυτό που νοείται ως Νότος δηλαδή ως μη ευρωπαϊκός κόσμος. Ο Νότος που αντιπαραβάλλεται με την Ευρώπη ως «ο άλλος» υπάρχει τόσο μέσα όσο και έξω από την Ευρώπη. Τις πρώτες δεκαετίες του XIX αιώνα ο αυστριακός πολιτικός Μέττερνιχ έγραφε «Asien beginnt an der Landstrasse», δηλαδή «Η Ασία αρχίζει σε ένα δρόμο της περιφέρειας της Βιέννης», το δρόμο που ζούσαν οι μετανάστες που προέρχονταν από τα Βαλκάνια. Τώρα, όπως και τότε, η διάκριση ανάμεσα σε Βαλκάνια και Ευρώπη μοιάζει σαφής, σαν τα πρώτα να μην ανήκουν στην Ευρώπη. Σήμερα ο Νότος εντός της Ευρώπης είναι οι μετανάστες, οι τσιγγάνοι, τα παιδιά των μεταναστών, κάποιοι από αυτούς γεννημένοι σ’ αυτήν την ίδια την Ευρώπη πριν πολλές γενιές, κάτοχοι ευρωπαϊκών διαβατηρίων χωρίς- ωστόσο- να θεωρούνται «ευρωπαίοι όπως οι άλλοι». Και υπάρχει ακόμη ο άλλος Νότος εντός της Ευρώπης που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, ο Νότος –που όντας περιφερειακός υπό γεωγραφική έννοια- είναι περιφερειακός και υπό πολλές άλλες έννοιες. Αναφέρομαι στην Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Νότια Ιταλία και την Ελλάδα. Ιστορικά υπήρχαν πάντοτε δύο Ευρώπες, η Ευρώπη του κέντρου και η Ευρώπη της περιφέρειας και η πρώτη δε φαντάστηκε ποτέ ότι θα μπορούσε να μάθει κάτι θετικό από την εμπειρία της δεύτερης.
Ο Νότος εκτός Ευρώπης αντιμετωπιζόταν ήδη από τον XV αιώνα με τρόπο υπεραπλουστευτικό. Είναι οι χώρες που εφοδιάζουν με πρώτες ύλες και αργότερα είναι καταναλωτικές αγορές προς εκμετάλλευση· χώρες που οι φυσικές τους καταστροφές κάνουν αναγκαία την ανθρωπιστική βοήθεια· χώρες ανίκανες να υποστηρίξουν τον πληθυσμό τους, γεννώντας το πρόβλημα της μετανάστευσης που «βασανίζει» την Ευρώπη· χώρες που ανατρέφουν τρομοκράτες που πρέπει να αντιμετωπιστούν χωρίς κανένα έλεος. Αυτή η οπτική του Νότου συνεχίζει να κυριαρχείται από την αποικιοκρατία. Αυτή όριζε ότι οι πληθυσμοί και τα έθνη που υπόκεινταν σε ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, ανεξάρτητα από την πολυμορφία του παρελθόντος τους, ήταν καταδικασμένα σε ένα μόνο μέλλον: το μέλλον που υπαγόρευε η Ευρώπη. Το μέλλον της Ευρώπης παρέμεινε έτσι αιχμάλωτο των ορίων που επέβαλλε η ίδια στο μη ευρωπαϊκό κόσμο. Πόσες ιδέες και σχέδια απορρίφθηκαν, απαξιώθηκαν, εγκαταλείφθηκαν δαιμονοποιημένα εντός της Ευρώπης μόνο και μόνο επειδή δεν υπηρετούσαν την αποικιακή προοπτική;
Η Ευρώπη πρέπει να επιστρέψει στο σχολείο του κόσμου και στην άπειρη πολυμορφία του. Για να μάθει, πρέπει να είναι διατεθειμένη να ξεμάθει πολλές από τις ιδέες που έχει για τον εαυτό της και για το μη ευρωπαϊκό κόσμο που την οδήγησαν εδώ, σ’ αυτήν τη στιγμή και σ’ αυτόν το μηδενικό βαθμό κοινωνικού και πολιτικού νεωτερισμού στον οποίο βρίσκεται.