Η «Εποχή» μιλά με τη νομικό Τασία Χριστοδουλοπούλου για το πολύκροτο ζήτημα της έκδοσης ή μη των 8 τούρκων αξιωματούχων. Όπως εξηγεί εξαρχής «στη συγκεκριμένη υπόθεση της έκδοσης των 8, η κρίση για το εάν οι 8 συμμετείχαν ή όχι στο πραξικόπημα, είναι νομικά αδιάφορη. Στα ζητήματα δικαιωμάτων, ιδίως θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, τη ζωή και σε δίκαιη δίκη, το ποιος είναι ο φορέας του δικαιώματος ή αν μας αρέσει πολιτικά, ηθικά, ιδεολογικά κοκ δεν ενδιαφέρει ούτε το Σύνταγμα, ούτε τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ούτε το νόμο. Δικαιώματα ολίγον ή για ολίγους δεν είναι δικαιώματα. Η χώρα μας, άλλωστε, έχει ζήσει πραξικόπημα στο πρόσφατο παρελθόν της. Τους πραξικοπηματίες αυτούς, τους δίκασε δίκαια και νηφάλια, μετατρέποντας μάλιστα τη θανατική ποινή σε βάρος τους σε ισόβια κάθειρξη. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται κανένα θέμα συμπάθειας σε πράξεις ή σε πρόσωπα και βεβαίως κανένα θέμα εθνικής περηφάνιας ή εθνικού τσαμπουκά. Τίθεται μόνο ζήτημα σεβασμού των συνταγματικών και διεθνών δεσμεύσεων που έχει η χώρα. Να είστε σίγουροι ότι εάν οι έλληνες πραξικοπηματίες είχαν διαφύγει τότε σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και ζητούσε την έκδοσή τους η Ελλάδα, η άλλη χώρα θα διερευνούσε ακριβώς τα ίδια ζητήματα».
Τη συνέντευξη πήρε η Δανάη Ψωμοπούλου
Η απόφαση στο αίτημα της Τουρκίας για την έκδοση των 8 αξιωματικών, είναι αμιγώς νομικό ζήτημα ή και πολιτικό;
Οι υποθέσεις έκδοσης ποτέ δεν είναι μόνο νομικό ζήτημα. Η αίτηση έκδοσης που υποβάλει μια χώρα για να της παραδοθεί ένας πολίτης της, προκειμένου να τον δικάσει, εκφράζει κατ’ αρχήν την κυρίαρχη πολιτική της βούληση. Οι διατάξεις για την έκδοση ορίζουν ότι πρέπει να ελέγχεται νομικά ο φάκελος της έκδοσης, δηλαδή του κατά πόσο περιέχει όλα εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία για τη δίωξη του εκζητούμενου για κάποιο συγκεκριμένο αδίκημα. Το δικαστήριο της έκδοσης δεν ελέγχει την υπόθεση στην ουσία, αν πράγματι ο εκζητούμενος διέπραξε ή όχι το συγκεκριμένο έγκλημα για το οποίο κατηγορείται από τη χώρα του. Ελέγχει την πληρότητα του φακέλου για το κατά πόσο το αίτημα έκδοσης είναι σαφές και ορισμένο, ώστε μεταξύ άλλων να αποτρέπεται ο κίνδυνος να κατηγορηθεί ο εκζητούμενος και για άλλα αδικήματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο υπό κρίση αίτημα έκδοσης. Στη συνέχεια το δικαστήριο της έκδοσης ερευνά αν ο εκζητούμενος στην περίπτωση που εκδοθεί, θα απολαύσει μια δίκαιη δίκη, καθώς και εάν υπάρχει ο κίνδυνος να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, βασανιστήρια ή θανατική ποινή.
Η έρευνα γίνεται με νομικά κριτήρια, όπως αυτά αποτυπώνονται στις συνταγματικές μας διατάξεις και, φυσικά, όπως αποτυπώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τη σχετική της νομολογία. Είναι προφανές ότι σε αυτήν έρευνα υπεισέρχονται και πολιτικά κριτήρια, με την έννοια ότι λαμβάνεται υπόψη συνολικά η κατάσταση της χώρας που ζητάει την έκδοση. Είναι, δηλαδή, προφανές ότι διαφορετικά προσεγγίζει ένα δικαστήριο ένα αίτημα έκδοσης από τη Σουηδία και διαφορετικά από τη Βιρμανία. Παρά ταύτα, υπάρχουν αντικειμενικά νομικά κριτήρια, τα οποία ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός έχει με τα χρόνια διαπλάσει, με τα οποία και κρίνεται εάν π.χ. ένα δικαστήριο είναι αμερόληπτο, καθώς και εάν οι δικαστές που το συγκροτούν, έχουν εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
Ακριβώς γι’ αυτό ο νόμος σε περίπτωση έκδοσης, που είναι μια ιδιαίτερα δυσμενής κατάσταση για τον εκζητούμενο, παρέχει στον υπουργό Δικαιοσύνης το δικαίωμα να διαφωνήσει με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, μόνο αν αυτό αποφασίσει την έκδοση, και να μην εκδώσει.
Κατά συνέπεια αυτός ο διττός χαρακτήρας της έκδοσης είναι που κάνει την υπόθεση της έκδοσης, μια ιδιαίτερα σοβαρή και πολύπλοκή υπόθεση, αφού ειδικά η παρέμβαση του υπουργού σε περίπτωση που διαφωνεί με την έκδοση, αμφισβητεί ευθέως την εκφρασμένη πολιτική βούληση του κράτους που ζητά την έκδοση, αλλά και τη δικαστική απόφαση.
Ποια είναι η ελληνική και διεθνής εμπειρία σε τέτοιου είδους ζητήματα; Υπάρχει δικαστική ή «πολιτική» νομολογία;
Υπάρχει μια πλούσια νομολογία στη χώρα μας στα ζητήματα έκδοσης, αλλά και η υποδειγματική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτός είναι ένας νομικός πολιτισμός, που αποτελεί μια στέρεη βάση για να κρίνουν και τις πιο δύσκολες υποθέσεις έκδοσης τόσο τα δικαστήρια, όσο και οι αρμόδιοι υπουργοί Δικαιοσύνης. Μπορεί σήμερα να έχει δοθεί μεγάλη δημοσιότητα στην υπόθεση των 8 τούρκων αξιωματικών, όμως έχουν εκδικαστεί στη χώρα μας πολλές υποθέσεις Τούρκων, των οποίων την έκδοση έχει ζητήσει η Τουρκία και επί Ερντογάν, χωρίς το αίτημα της να έχει γίνει δεκτό από τον Άρειο Πάγο, αλλά και σε κάποιες υποθέσεις που αποφασίστηκε η έκδοση, ο αρμόδιος υπουργός διαφώνησε. Βέβαια για τις υποθέσεις αυτές δεν εκδηλώθηκε το αντίστοιχο ενδιαφέρον, γιατί οι εκζητούμενοι ήταν αριστεροί αγωνιστές. Επίσης, σε υποθέσεις ευρωπαϊκών ενταλμάτων έκδοσης τούρκων πολιτών που βρίσκονταν στην Ελλάδα, τα ελληνικά δικαστήρια ακόμη και όταν αποφάσισαν την έκδοσή τους σε ευρωπαϊκή χώρα, έθεσαν τον όρο της μη επαναπροώθησής τους στην Τουρκία. Οι υποθέσεις έκδοσης, ρητά ή άρρητα, συχνά συνδέονται με την έννοια της πολιτικής δίωξης και του πολιτικού εγκλήματος αποδιδόμενου ή μη, το οποίο όσο κι αν έχει συρρικνωθεί λόγω της υπερκάλυψης του από την έννοια της τρομοκρατίας, αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για τη δικαστική κρίση. Είναι λογικό διαφορετικά να κρίνεται μια κλασσική ποινική υπόθεση και διαφορετικά μια υπόθεση πολιτικών κινήτρων.
Οι προτάσεις των εισαγγελέων του Αρείου Πάγου για τη μη έκδοση των τούρκων αξιωματικών ήταν αναμενόμενες ή αποτέλεσαν έκπληξη για σας;
Με δεδομένο ένα μάλλον αρνητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί το προηγούμενο διάστημα, η πρόταση των εισαγγελέων για τη μη έκδοση των 8, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, αν και εγώ προσωπικά ως νομικός την ανέμενα. Πρέπει να σημειωθεί ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη χορηγήσει διεθνή προστασία σε ανάλογες περιπτώσεις Τούρκων που, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, κατέφυγαν σε αυτές και ζήτησαν άσυλο. Παρά ταύτα οι εποχές είναι δύσκολες. Το αυτονόητο έχει εξοριστεί από την πολιτική ζωή. Σε όλη την Ευρώπη ο νομικός πολιτισμός έχει υποχωρήσει. Η κατάσταση ανάγκης ή κατάσταση εξαίρεσης και η αναστολή βασικών δικαιωμάτων και αξιών, έχει γίνει καθεστώς. Οι «ικέτες» και οι «ιεροί άνθρωποι», είναι όχι μόνο ανεπιθύμητοι στην Ευρώπη, αλλά θεωρούνται οι υπ’ αριθμόν ένα εχθροί. Τείχη υψώνονται παντού. Κάθε προσπάθεια συμφιλίωσης με τον ξένο, ακόμα και με τον ξένο εαυτό μας, ναυαγεί. Επικρατεί η μισαλλοδοξία και αυτή η μισαλλοδοξία έχει κάνει τις ευρωπαϊκές χώρες κατ’ ουσίαν λιγότερο ασφαλείς, απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν.
Πιστεύετε ότι η νομιμότητα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ή να σταθμίζεται η εφαρμογή της, αν απειλούνται την ίδια στιγμή και άλλα σπουδαία έννομα αγαθά;
Πιστεύω στην απροϋπόθετη τήρηση της νομιμότητας. Η δημοκρατία και η νομιμότητα δεν είναι αλά καρτ. Όταν μπεις στο πειρασμό να ανοίξεις χαραμάδα στη σκοπιμότητα, τότε είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η σκοπιμότητα θα κυριαρχήσει. Αντίθετα η τήρηση της νομιμότητας εξασφαλίζει διεθνείς συμμαχίες, κοινωνικές συμμαχίες και κατά συνέπεια συσχετισμό που επιτρέπει τη σθεναρή υπεράσπιση της εκάστοτε στάσης, ακόμα και σε περίπτωση δύσκολων επιλογών. Αν μια κυβέρνηση εμφανιστεί πρόθυμη να κάνει ρωγμές στο κράτος δικαίου και να υποχωρήσει σε θέμα νομιμότητας, ακόμα κι όταν θελήσει να υπερασπίσει κάποια στιγμή τη νομιμότητα, δεν θα έχει πειστικά επιχειρήματα έναντι πιέσεων από τους ισχυρούς. Θα έχει αυτο-υπονομεύσει το στέρεο έδαφος αντίστασης, που παρέχει η νομιμότητα έναντι όλων. Όταν παραβλέπεις το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις απέναντι σ’ ένα συντριπτικό συσχετισμό, δικαιολογώντας μάλιστα τη στάση σου, ως ρεαλιστική, τότε ο κατήφορος δεν έχει τέλος.
Υπάρχουν άλλες νομικές δυνατότητες, αν τελικά τα πράγματα εξελιχθούν αρνητικά για την τύχη τους;
Σχετικά με τις δυνατότητες που έχουν οι 8, εάν τόσο ο Άρειος Πάγος, όσο και ο υπουργός Δικαιοσύνης αποφασίσουν την έκδοση, εικάζω ότι ο δρόμος που θα ακολουθήσουν είναι να υποβάλουν αίτημα ασφαλιστικών μέτρων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και θεωρώ βέβαιο να τα κερδίσουν κιόλας.
Δείτε το αρχικό κείμενο, όπως δημοσιεύθηκε στην “Εποχή” εδώ.