Τα καλά νέα είναι ότι στην Ιταλία συστάθηκε η Επιτροπή για την κατάργηση παράνομων χρεών, που λειτουργεί ως μέλος του διεθνούς συντονιστικού δικτύου CADTM [The Committee for the Abolition of Illegitimate Debt]. Τα κακά νέα είναι ότι το έτος 2016 έκλεισε με επιπλέον παράνομο χρέος που υπερβαίνει τα 230 δις. Τώρα, ποιο είναι το πραγματικό ποσό του ιταλικού δημόσιου χρέους το γνωρίζει μόνον ο Υπουργός Οικονομικών, δεδομένου ότι η Ε.Ε. εγκρίνει την αύξηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων τα οποία δεν θα υπολογίζονται στο συνολικό άθροισμα του χρέους. Ένα είδος εικονικής έγκρισης στον προυπολογισμό που θα επιτρέπει στα κράτη μέλη να ξοδεύουν πλεόνασμα χωρίς να φαίνεται ότι έχουν παραβιάσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες, την εφαρμογή των οποίων όλοι θεωρούν ανέφικτη. Η τελευταία πράξη αυτής της παρωδίας είναι η απόφαση του ιταλικού Κοινοβουλίου να εγκριθούν επιπλέον 20 δις χρέους προκειμένου να σωθούν οι τράπεζες.
Είμαστε όλοι αγανακτισμένοι με την Ευρωπαϊκή Ένωση που στο όνομα της μείωσης του χρέους μάς ζητά να κάνουμε αιματηρές θυσίες. Αλλά η απόρριψη της λιτότητας δεν σημαίνει και αυτόματη νομιμοποίηση κάθε σπατάλης. Γνωρίζουμε ότι κάθε ευρώ που προστίθεται στο χρέος μεταφράζεται σε υψηλότερες δαπάνες για τόκους, λόγος για τον οποίο το χρέος θα πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο για την κάλυψη των κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών όλων των πολιτών, δίνοντας προτεραιότητα σε μέτρα και τακτικές που θα έχουν όσο το δυνατόν μικρότερες συνέπειες στα επόμενα χρόνια. Το υπέρογκο λοιπόν αυτό χρέος που δεν πληροί αυτά τα κριτήρια μπορεί να θεωρηθεί παράνομο και απεχθές. Τα ποσά που έχουν εγκριθεί για τη διάσωση των τραπεζών εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.
Ακόμη και οι υποστηρικτές του ακραιφνούς καπιταλισμού αναγνωρίζουν πως έχουμε δίκιο: το δόγμα του φιλελευθερισμού δεν επιτρέπει κρατικές ενισχύσεις προς προβληματικές επιχειρήσεις, πόσω μάλλον αν εμφανίζονται ως προβληματικές λόγω δόλιας πτώχευσης. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για τράπεζες: έχουν περάσει ανεπιστρεπτί οι εποχές που οι τράπεζες θεωρούνταν ακόμα κοινωνικές οντότητες οι οποίες ενεργούσαν ως μεσάζων ανάμεσα στον αποταμιευτή και τον επενδυτή. Οι δραστηριότητες των τραπεζών σήμερα, θυμίζουν δραστηριότητες εγκληματικής οργάνωσης παρά επιτροπής οικονομικών υποθέσεων. Η διαχείριση της τράπεζας Monte dei Paschi κατά την τελευταία δεκαετία συνιστά το πλέον χειροπιαστό παράδειγμα ως προς αυτό. Πολλοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα της συγκεκριμένης τράπεζας είναι τα 49 δισεκατομμύρια επισφαλών οφειλών, αλλά τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα; Αν χρησιμοποιούσαμε τις παλιές εννοιολογικές κατηγορίες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για χρήματα που δόθηκαν με τη μορφή δανείου προς επιχειρηματίες οι οποίοι δυσκολεύονται να τα επιστρέψουν, διότι πλήττονται από την κρίση. Αλλά στο μεγάλο αυτό «καζάνι» μπορεί επίσης να περιλαμβάνονται και τραπεζικές συναλλαγές που δεν έχουν καμία σχέση με τις παραγωγικές επιχειρήσεις: επενδύσεις κοινού κερδοσκοπικού χαρακτήρα που απλώς πήγαν στραβά. Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι πολλά στελέχη της τράπεζας παραχωρούν δάνεια σε συνενόχους τους που ποτέ δεν θα τα επιστρέψουν, επειδή ο μόνος πραγματικός στόχος τους είναι να μοιραστούν τη λεία εις βάρος της τράπεζας, δηλαδή εις βάρος των αποταμιευτών.
Το 2007 η Monte dei Paschi αγόρασε την καταχρεωμένη Banca Antonveneta για 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν λάβουμε υπόψη τα υπέρογκα συσσωρευμένα χρέη της συγκεκριμένης τράπεζας, το πραγματικό κόστος για το Monte ήταν 17 δις. Επρόκειτο για λάθος εκτίμηση; Ή μήπως για μια αγορά που έγινε προκειμένου να κερδοσκοπήσουν κάποιοι σε βάρος της Monte dei Paschi; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά ξέρουμε ότι η Monte dei Paschi ζημιώθηκε κάπου δέκα δισεκατομμύρια ευρώ, που προσπάθησε να κρύψει κάτω από το χαλί με άλλες αμφίβολλες δραστηριότητες οι οποίες έφεραν ακόμη περισσότερες απώλειες. Απώλειες που τελικά η τράπεζα προσπάθησε να αναχρηματοδοτήσει μέσω δανείων από ανυποψίαστους επενδυτές, οι οποίοι παρασυρόμενοι από το δέλεαρ ενός επιτοκίου 4%, αγνόησαν τη ρήτρα κατά την οποία σε περίπτωση δυσχερειών της τράπεζας, το δάνειό τους θα έπαιρνε τη μορφή ιδιοκτησιακής συμμετοχής. Διατυπώνοντάς το λιγότερο κομψά: θα έχαναν τα χρήματά τους.
H ιστορία της Monte dei Paschi δεν είναι παρά μια κοινή ιστορία απάτης, για την οποία καταδικάστηκαν ορισμένα στελέχη για ψευδή λογιστικά στοιχεία, ενώ οι πραγματικοί κερδοσκόποι παραμένουν ελεύθεροι και σε απόλυτη ανωνυμία. Στο μεταξύ, η JP Morgan και η Mediobanca είχαν μερίδιο των κερδών με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και μεσολαβώντας ώστε να βρεθούν επενδυτές πρόθυμοι να παρέχουν χρήματα στην αφερέγγυα τράπεζα. Ωστόσο με το που βρέθηκαν τα χρήματα, οι υποτιθέμενοι επενδυτές από το Κατάρ και άλλα Αραβικά Εμιράτα εξαφανίστηκαν με το πρώτο φως του ήλιου. Κι εδώ κάνει την εμφάνισή του το κράτος, όχι για να σώσει την Monte dei Paschi, αλλά για να επιστρέψει τα χρήματα στους πιστωτές του. Σκεφτείτε την έκπληξη όλων εκείνων των αφελών που αγόρασαν μετατρέψιμα σε μετοχές ομόλογα.
Πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του λαού της Ισλανδίας που εξεγέρθηκε οργανωμένα, αμέσως μόλις άρχισε να γίνεται λόγος για δημόσιο χρέος, προκειμένου να καλυφθούν τα αδικήματα των τραπεζιτών που διέφυγαν με το μαύρο χρήμα. Στο τέλος το κράτος προέβη σε δαπάνες, αλλά μόνο για τη διασφάλιση των αποταμιεύσεων των πολιτών. Από αυτό το παράδειγμα μαθαίνουμε πως η διερεύνηση και η επιλογή είναι οι δύο λέξεις κλειδιά αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε υπεύθυνα τις «μαύρες τρύπες» των τραπεζών: οι καταθέσεις των πολιτών προστατεύονται, ενώ τα χρήματα που παρέχονται από μεγάλους επενδυτές αφήνονται στη μοίρα τους. Για αυτούς δεν είναι τίποτε άλλο από επενδυτικές συναλλαγές που μπορεί να πάνε καλά ή μπορεί να πάνε και στραβά. Εξάλλου, ο κίνδυνος είναι και ο λόγος για τον οποίο απαιτούν οριακό επιτόκιο.
Δεν μπορούμε να ζητάμε επ ‘αόριστον να επιβάλλονται οι αρχές του φιλελευθερισμού στους πολίτες, προστατεύοντας παράλληλα το μεγάλο κεφάλαιο. Μάλλον το αντίθετο θα έπρεπε να ισχύει. Και στο σημείο αυτό ας υπογραμμίσουμε ότι αν οι τράπεζες είναι πολύ σημαντικές για να αφεθούν να καταρρεύσουν, τότε λοιπόν ας τις πάρουμε από τα χέρια των ιδιωτών και ας εναποτεθούν στα χέρια της κοινωνίας, με μόνο δύο σκοπούς: να συγκεντρώνουν τις αποταμιεύσεις των πολιτών και να τις διαθέτουν στις οικογένειες και τις επιχειρήσεις για επενδύσεις στην ίδια την κοινωνία και το περιβάλλον. Μετά από τη νίκη της 4ης Δεκεμβρίου, η επιδίωξη αυτού του στόχου θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να συνεχίσουμε τον αγώνα μας υπέρ της πλήρους εφαρμογής του Συντάγματος.