(Αναδημοσίευση από το ΠΡΙΝ της 20ης Νοεμβρίου 2016, συγγραφής Λεωνίδα Βατικιώτη.)
Αν αντί για τη συχνότητα των αναφορών, όπως κάνουν οι συγγραφείς του Λεξικού της Οξφόρδης, χρησιμοποιούσαν ως κριτήριο την επιρροή που θα ασκήσει μία λέξη στις εξελίξεις το επόμενο διάστημα, τότε ως λέξη της χρονιάς δεν έπρεπε να επέλεγαν την «μετα-αλήθεια», όπως ορίστηκε ο χώρος της προσωπικής πρόσληψης της πραγματικότητας μεταξύ της αλήθειας και του ψεύδους, αλλά την «ψευδο-οικονομία». Είναι η γκρίζα ζώνη που ευδοκιμούν οι στατιστικές και η πειθαρχία και μαραζώνουν οι ανθρώπινες ζωές.
Τον όρο τον χρησιμοποίησε πρώτη φορά ο Ντόναλντ Τραμπ την προεκλογική περίοδο για να περιγράψει τις συνέπειες των χαμηλών επιτοκίων που πέτυχαν να απομακρύνουν την οικονομική μεγέθυνση και να φέρουν πιο κοντά την επόμενη χρηματοοικονομική κρίση, καθώς για μια ακόμη φορά έχουν αυξηθεί οι παράγοντες αστάθειας.
Κι αν η παραπάνω αιτίαση δεν αποτελεί κάτι καινούργιο, εκεί που ο νέος αμερικανός πρόεδρος έκανε τη διαφορά ήταν σε σχέση με τον καταλογισμό των ευθυνών, καθώς έδειξε την κεντρική τράπεζα. Ξεπερνώντας μάλιστα την κόκκινη γραμμή που επιβάλλει το σεβασμό στην ανεξαρτησία της κι απαγορεύει τη δημόσια κριτική επί των αποφάσεων της, ο ηγέτης των Ρεπουμπλικανών χαρακτήρισε την ηγεσία της ομοσπονδιακής τράπεζας τόσο απολίτικη, όσο κι η …Χίλαρι Κλίντον.
Κριτική εναντίον της κεντρικής τράπεζας άσκησε και η νέα βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι από το βήμα του συνεδρίου των Τόρηδων στις 5 Οκτωβρίου, αποδίδοντας στο κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα τις ευθύνες για τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών.
Τερέζα Μέι και Ντόναλντ Τραμπ με τις επιθέσεις τους στη νομισματική πολιτική άμεσα κηρύσσουν το τέλος των χαμηλών ακόμη και μηδενικών επιτοκίων, τονίζοντας ότι ήταν μια πολιτική που ευνόησε τους κατόχους χρηματικού κεφαλαίου και όσους χρωστούν, ενώ τιμώρησε μικροκαταθέτες και μικροσυνταξιούχους, που είδαν τους λογαριασμούς τους να εξανεμίζονται. Επίσης, μπορούμε να προσθέσουμε, η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων έφτασε και στα όρια της, κλείνοντας τον κύκλο της, αφού πρώτα πλημμύρισε με δωρεάν ρευστό τράπεζες και επιχειρήσεις (που αναλάμβαναν απερίσκεπτα νέα χρέη ή αναχρηματοδοτούσαν με ευνοϊκούς όρους παλιότερα χρέη) κι εκμεταλλεύθηκαν έτσι στο έπακρο τη χαλαρή νομισματική πολιτική που εγκαινιάστηκε το 2009 από τις κεντρικές τράπεζες ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Γαλλίας κι ΕΚΤ, εν χορώ.
Μακροπρόθεσμα οι επιθέσεις τους σηματοδοτούν το τέλος της λεγόμενης ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών που αποτέλεσαν ακρογωνιαίο λίθο της «χρυσής εποχής της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης (1989-2016)», όπως τη χαρακτήρισε ο αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, Βόλφγκανγκ Μινχάου, ο οποίος τονίζει ωστόσο ότι το τέλος της ανεξαρτησίας δεν έρχεται ούτε πλήρως ούτε εν μια νυκτί.
Κι ενώ στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού η κεντρική τράπεζα προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα εισακούοντας τις πολιτικές οδηγίες κι ετοιμάζεται στη σύνοδό της στις 13 και 14 Δεκεμβρίου να ανακοινώσει αύξηση των επιτοκίων, η Φρανκφούρτη προαναγγέλλει συνέχιση του καταστρεπτικού μίγματος χαλαρής νομισματικής – σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής.
Μάρτυρας η επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων αξίας 80 δισ. ευρώ μηνιαίως και μετά τον Μάρτιο του 2017, όπως την προανήγγειλε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κοστάντσιο, επιδεικνύοντας δημόσια τα συμπτώματα της ανίατης και ραγδαία επιταχυνόμενης σκλήρυνσης κατά ευρώ που γονατίζει πλέον την ήπειρο…